[8/7/2022]
Η Ανώτατη Εκπαίδευση μάς ενδιαφέρει όλους
Η Ελληνική κοινωνία, ιδιαίτερα στη μεταπολεμική ιστορική της πορεία, συνδέθηκε στενά με το άρμα και το όνειρο της μόρφωσης, το οποίο οδηγούσε στην Ανώτατη Εκπαίδευση, στο Πανεπιστήμιο. «Το παιδί θα σπουδάσει» είναι το επιτακτικό μήνυμα σε επίπεδο γονέων, οικογένειας ή ευρύτερης κοινωνίας, που το αποτυπώνουν με βιωματική ενάργεια οι πρωταγωνιστές-αφηγητές στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο της Σοφίας Νικολαΐδου Το χρυσό βραχιόλι. Αυτό το όνειρο παίρνει για πολλούς νέους και νέες, σάρκα και οστά μέσα από έναν προσωπικό αγώνα μόχθου και μελέτης απέναντι σε ποικίλα, οικονομικά, κοινωνικά και άλλα εμπόδια ή αντιξοότητες.
Και, ω του θαύματος, αυτός ο προσωπικός και οικογενειακός αγώνας πολλαπλών κοινωνικών ομάδων για μια καλύτερη ζωή διαπερνά πολύ συχνά την ισχυρή κοινωνική κρούστα διακρίσεων, ανισοτήτων και αποκλεισμών και επιτυγχάνει την περιβόητη κοινωνική κινητικότητα και τη δυνατότητα των ανθρώπων από τη μια να διαβιώσουν σ΄ ένα καλύτερο περιβάλλον από αυτό που έζησαν και να προσφέρουν πολύ σημαντικό κοινωνικό έργο στην αναστήλωση και την πρόοδο της χώρας μεταπολεμικά και μεταπολιτευτικά. Παράλληλα, η εξέλιξη αυτή «ανάγκασε» το πολιτικό περιβάλλον της χώρας να επιλέξει δομές δημοκρατικότερης λειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος.
Αυτό το μεταπολιτευτικό «άνοιγμα» της Ανώτατης Εκπαίδευσης σε μεγαλύτερο αριθμό νέων για σπουδές, παρά τις επιφυλάξεις και τα τρωτά του σημεία, διαφαίνεται σταδιακά ως ένας σημαντικός παράγοντας προόδου και εκσυγχρονισμού της χώρας. Ο κύριος υποδοχέας αυτού ρεύματος κοινωνικής ανόδου και σπουδών, τα ελληνικά Πανεπιστήμια, με τον τρόπο λειτουργίας τους και τις αδυναμίες τους, αναμφισβήτητα αποτέλεσαν και αποτελούν θεμελιώδη πυλώνα επιστημονικής, οικονομικής και κοινωνικής προόδου της χώρας. Πολύ εύστοχα ο συνάδελφος Ν. Μαραντζίδης διαπίστωνε πρόσφατα ότι ο πιο διεθνοποιημένος τομέας της ελληνικής κοινωνίας σήμερα είναι ο χώρος των Πανεπιστημίων και των ερευνητικών κέντρων. Εξάλλου, επικυρώθηκε περίτρανα και στη δύσκολη περίοδο της πανδημίας η υψηλή ποιότητα, η διεθνής αποδοχή και κυρίως η κοινωνική προσφορά του επιστημονικού δυναμικού της χώρας.
Αυτή την εκπαιδευτική και επιστημονική πραγματικότητα με τα προβλήματα και τις παθογένειές της, κάθε σοβαρός πολιτικός φορέας ή πρόσωπο θα επιχειρούσε να την ενισχύσει, να την αναβαθμίσει άμεσα και ουσιαστικά. Τα τελευταία χρόνια, όμως, παρατηρούμε μια συστηματική προσπάθεια αποδόμησης αυτού του εκπαιδευτικού και ακαδημαϊκού οικοδομήματος της χώρας με μια λογική που υποδηλώνει δογματική εχθρότητα προς καθετί που διαθέτει δημόσιο, κοινωνικό και ακαδημαϊκό χαρακτήρα. Αναφερόμαστε φυσικά και στο «τεχνητό» φίλτρο της βάσης εισαγωγής, και κυρίως στις ποικίλες ευνοϊκές ρυθμίσεις εξίσωσης των πτυχίων ετερόκλητων κολεγιακών σχημάτων και τη δυνατότητα των αποφοίτων τους να διορίζονται στο δημόσιο τομέα, και δη στην εκπαίδευση! Πρόκειται για πολιτικές αποφάσεις που υπονομεύουν ευθέως το χαρακτήρα και τον προσανατολισμό της εκπαίδευσης, όπως τον αναλύσαμε παραπάνω, ενώ θα έπρεπε να επικεντρωθούν στην αναβάθμιση της ποιότητας του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος. Πολύ απτό τελευταίο δείγμα αυτής της δογματικής εχθρότητας προς το ελληνικό ακαδημαϊκό και πανεπιστημιακό περιβάλλον είναι ο Νόμος για της Ανώτατη εκπαίδευση, που πέραν των ελάχιστων θετικών παραμέτρων, αποτελεί μνημείο συγκεντρωτισμού, ενίσχυσης της γραφειοκρατίας και υποκριτικού ενδιαφέροντος για την αριστεία και την αυτονομία! Μια τέτοια νομοθετική λογική θεωρούμε ότι αποτελεί όχι απόπειρα αναβάθμισης αλλά συνειδητή πολιτική στόχευση αποδόμησης του μεταπολιτευτικού εκπαιδευτικού και ακαδημαϊκού οικοδομήματος. Κι αυτό αποτελεί μια αρνητική εξέλιξη που ενδιαφέρει κάθε εκπαιδευτικό και κάθε πολίτη που σέβεται την ιστορικότητα και ενδιαφέρεται για την κοινωνική πορεία και το μέλλον της χώρας.
Kώστας Αγγελάκος
Δεν επιτρέπεται η αναδημοσίευση, ολική, μερική ή περιληπτική αναπαραγωγή, η κατά παράφραση ή διασκευή των κειμένων που περιέχονται στο τεύχος με οποιονδήποτε τρόπο (ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο), χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη.