ShareThis
Η Javascript πρέπει να είναι ενεργοποιημένη για να συνεχίσετε!

Άρθρα

Περί αρχαίων ελληνικών: η χρονική αντικατάσταση ως «υψηλοτάτου βαθμού νοητική διεργασία»
pic

[21/4/2025]

Περί αρχαίων ελληνικών: η χρονική αντικατάσταση ως «υψηλοτάτου βαθμού νοητική διεργασία»

Αυτή τη σχολική χρονιά που διανύουμε (2024-2025) πραγματοποιείται η εκπαίδευση και η επιμόρφωση των φιλολόγων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στο Νέο Πρόγραμμα Σπουδών των Αρχαίων Ελληνικών του Γυμνασίου από την επιστημονική υπεύθυνη και επόπτρια κατάρτισής του, την κυρία Μαρίζα Φουντοπούλου. Στο πλαίσιο λοιπόν των συναντήσεων και των επισκέψεων που πραγματοποιεί σε διάφορες σχολικές μονάδες δημοσιεύει η ίδια στο προσωπικό της λογαριασμό στο «Facebook» διάφορα βιντεοσκοπημένα σύντομα αποσπάσματα από εισηγήσεις της και ομιλίες με τις οποίες επιτρέπει και στους υπόλοιπους μάχιμους εκπαιδευτικούς να αποκτήσουν πρόσβαση στην επιμόρφωση που πραγματοποιεί (και φυσικά την ευχαριστούμε για τον ακάματο ζήλο της και το πάθος που την χαρακτηρίζει).

Έτσι, έτυχε και παρακολούθησα ένα βίντεο που ανάρτησε στις 6 Οκτωβρίου 2024 στο οποίο -με αρκετή εντύπωση και έκπληξη ομολογώ- κάνει λόγο για την τεχνική της χρονικής αντικατάστασης. Συγκεκριμένα ,για του λόγου το αληθές μεταφέρω επακριβώς τον λόγο της: «Ακούω ας πούμε τι να την κάνω την χρονική αντι-κατάσταση. Η χρονική αντικατάσταση είναι μία υψηλοτάτου βαθμού νοητική διεργασία, που έχει μέσα αφαιρετική σκέψη και μάλιστα σε πίεση χρόνου, έχει αφαίρεση, έχει κρίση, έχει σύγκριση, έχει αντίθεση, έχει τα πάντα. Τεχνική, μπορούμε να το δούμε ως τεχνική, και να απαλλαγούμε από αυτό τον χαρακτηρισμό του παραδοσιακού που ενοχλεί. Δεν έχω καταλάβει γιατί ενοχλεί, ζητώ συγγνώμη που το λέω, προφανώς είναι ιδεολογικό»[1].

Όπως η ίδια ισχυρίζεται, δεν έχει καταλάβει την κριτική που ασκείται σε αυτή την απροκάλυπτα παρωχημένη «τεχνική», όπως τη χαρακτηρίζει. Ακόμα και να δεχτούμε πως η «χρονική αντικατάσταση», που με τόση θέρμη υπερασπίζεται η κυρία Φουντοπούλου, περιλαμβάνει όλες αυτές τις νοητικές και πνευματικές αρετές που αναφέρει και της πιστώνει, αξίζει να αναρωτηθούμε τα εξής: είναι τόσο αναντικατάστατη τεχνική που δε γίνεται να την παραμερίσουμε; Και, το σημαντικότερο, ποιο είναι αυτό το πρακτικό και άμεσο αντίκρισμα που έχει αυτή η «τεχνική» στη γλωσσική και επικοινωνιακή ικανότητα του ομιλητή της νέας ελληνικής; Τι ακριβώς προσφέρει στη γλωσσική σκευή παιδιών 13-15 χρονών η τεχνική του να μεταβάλλουν εντελώς τυπολατρικά ως προς τον χρόνο μορφές, τύπους που δε χρησιμοποιούν στις γλωσσικές πράξεις που πραγματώνουν καθημερινά και που ενδεχομένως κιόλας να έχουν εξαφανιστεί; Πώς ενισχύει τη γλωσσική επίγνωση ενός μαθητή και μιας μαθήτριας η χρονική αντικατάσταση, παραδείγματος χάριν ενός τύπου της ευκτικής, έγκλισης που έχει εκλείψει από το σύστημα της νέας ελληνικής, ή ενός απαρεμφατικού τύπου, μιας μορφολογικής κατηγορίας σημαντικά περιορισμένης και ριζικά διαφοροποιημένης στη νέα ελληνική; Ακόμα περισσότερο, πώς η «τεχνική» αυτή επιβεβαιώνει τη δήθεν δομική ενότητα που τόσο απεγνωσμένα πασχίζεται να αποδειχθεί πως διαθέτει η ελληνική γλώσσα στο μάθημα των αρχαίων ελληνικών; Πώς συνδράμει αυτή η «τεχνική» στο να μιλάμε και να γράφουμε «σωστά» και «καλύτερα» νέα ελληνικά;

Την εποχή μου γίνεται λόγος για τη διδασκαλία της γραμματικής ως δείκτη κειμενικής συνοχής και κατασκευής στο πλαίσιο της κειμενοκεντρικής προσέγγισης του γλωσσικού μαθήματος, ως δείκτη υφολογικής διαφοροποίησης του συντάκτη/της συντάκτριας ή του ομιλητή/της ομιλήτριας, ως μέσο στο πλαίσιο της επικοινωνιακής και λειτουργικής προσέγγισης του γλωσσικού μαθήματος τις λειτουργίες του οποίου αξιοποιεί ποικιλοτρόπως ο κάθε ομιλητής και ομιλήτρια προκειμένου να οδηγηθεί σε μια πιο αποτελεσματική επικοινωνία, συνεχίζουν να αναπαράγονται σε επιμορφώσεις εκπαιδευτικών παρωχημένες και αναχρονιστικές τεχνικές στείρου φορμαλισμού, που δε διαθέτουν κανένα όφελος για την ενίσχυση της γλωσσικής και επικοινωνιακής ικανότητας ενός μαθητή/μιας μαθήτριας.

Κλείνοντας, μερικοί ακόμη προβληματισμοί για την ίδια την ύπαρξη της διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Για ποιο λόγο ορισμένοι ιθύνοντες με ποικίλες καταβολές που δραστηριοποιούνται στο χώρο της εκπαίδευσης διαλαλούν και πασχίζουν τόσο απεγνωσμένα να αποδείξουν ότι η ελληνική γλώσσα διαθέτει διαχρονικά στην εξέλιξή της πολύ δομημένη μορφή, «ενότητα» και πολύ συνεκτικό περιεχόμενο; Άραγε αυτά τα χαρακτηριστικά δε τα διαθέτουν και υπόλοιπες γλώσσες του κόσμου; Είναι χάρισμα που μονοπωλεί και προνομιακά διαθέτει η ελληνική; Μήπως τα ίδια τα ερείσματα που αυταπόδεικτα και αβασάνιστα για κάποιους δικαιολογούν την ανάγκη διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής στο εκπαιδευτικό μας σύστημα είναι ιδεολογικά; Πότε επιτέλους θα αποβάλουμε τον ελληνοκεντρισμό, τον εθνικισμό και τον αρχαιολατρικό βερμπαλισμό που υποβόσκουν στη διδασκαλία του γλωσσικού μαθήματος στη χώρα μας; Το να πιστεύουμε και -χειρότερα- να αναπαράγουμε, άλλοτε πιο ρητά άλλοτε πιο υπαινικτικά, ότι η ελληνική ως γλώσσα διαχρονικά διαθέτει χαρακτηριστικά ή αρετές που δε διαθέτουν τάχα άλλες γλώσσες, με αποτέλεσμα σε τελική ανάλυση να πιστοποιείται η εγγενής ανωτερότητά της και άρα να αποδεικνύεται η ανάγκη διδασκαλίας παλαιότερων μορφών της, μόνο «φουσκώνει» τα μυαλά μας, καθιστά απωθητικό το εκπαιδευτικό μας σύστημα και βλάπτει τη παρεχόμενη γλωσσική παιδεία.

Κωνσταντίνος Β. Γεωργόπουλος, φιλόλογος και μεταπτυχιακός φοιτητής γλωσσολογίας

 

[1] Το σχετικό βίντεο βρίσκεται στη σχετική της ανάρτηση στο προσωπικό της λογαριασμό, https://fb.watch/xxtlZPviwY/

 

Περιεχόμενα του τεύχους 193-194

Δείτε πληροφορίες για τη συνδρομή του 2025 στη σχετική ιστοσελίδα.

Δεν επιτρέπεται η αναδημοσίευση, ολική, μερική ή περιληπτική αναπαραγωγή, η κατά παράφραση ή διασκευή των κειμένων που περιέχονται στο τεύχος με οποιονδήποτε τρόπο (ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο), χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη.


Συντάκτες

Ενημερωτικό δελτίο