Κάθε χρόνο στις 17 του Νοέμβρη καθιερώθηκε από το 1974 η «Γιορτή του Πολυτεχνείου» ως φόρος τιμής στην αυθόρμητη τριήμερη εξέγερση φοιτητών ενάντια στη Χούντα. Η αναμνηστική όμως αυτή γιορτή πήρε από την αρχή σχεδόν στραβό δρόμο και κατάντησε αυτό που βλέπουμε σήμερα. Από τους πρώτους που αντιλήφθηκε τον κατήφορο της γιορτής ήταν ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς ποιητές μας. Γιατρός στο επάγγελμα, που το 1946 είχε διαγραφεί από το ΚΚΕ, «γιατί άρχισα να θέτω μερικά ερωτήματα, τα οποία δεν τα σήκωνε η ηγεσία τότε», όπως ο ίδιος λέει. Το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο, αν και είχε διαγραφεί από το ΚΚΕ. Γλίτωσε χάρη στα μέτρα ειρήνευσης του Ν. Πλαστήρα, πρωθυπουργού την περίοδο 1950-2. Ο Αναγνωστάκης λοιπόν είδε από νωρίς το στραβό δρόμο που πήρε η γιορτή, τρομοκρατήθηκε κι έγραψε ένα περισπούδαστο ποίημα με τον τίτλο ΦΟΒΑΜΑΙ, που δημοσιεύτηκε στις 17 Νοεμβρίου 1983 στην εφ. Αυγή, δέκα δηλ. χρόνια από την εξέγερση. Αξίζει να το θυμηθούμε.
Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία- μεσούντος κάποιου Ιουλίου-
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους που σου κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
σαν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν,
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους .
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.1
Δε νομίζω πως χρειάζονται σχόλια. Ο ποιητής αποδίδει απόλυτα αυτό που συμβαίνει από τότε. Αναρωτιέται μόνο κανείς, αν ζούσε, τι να έλεγε βλέποντας όσα συμβαίνουν σήμερα στη «γιορτή του Πολυτεχνείου;» Μήπως είναι καιρός κυβερνήτες και κόμματα ν αναθεωρήσουν τον τρόπο που γίνεται αυτή η γιορτή;
Λίγα χρόνια αργότερα ο ποιητής απογοητευμένος από τα «καμώματα» της ψευτοαριστερής ψευτοδιανόησης, που ψωνίζεται πουλώντας «αριστερισμό», έγραφε: «Όλοι αυτοί οι πολεοδόμοι, φιλόσοφοι, οικονομολόγοι, καθηγητές κτλ., που γράφουν, συζητούν, αγορεύουν σε συνέδρια και σε σεμινάρια για τη βαρβαρότητα των πόλεων, τη μαζοποίηση, την αλλοτρίωση, το αδιέξοδο του σύγχρονου τεχνολογικού πολιτισμού, από προοδευτική πάντα σκοπιά, αριστερή και συνήθως άκρως ριζοσπαστική- πόσο βολεμένοι οι ίδιοι σε θέσεις με γερούς μισθούς και επιμίσθια, με παροχές και ταξίδια, πόσο δεμένοι οι ίδιοι με το σύστημα που καταριούνται και, υποτίθεται, αγωνίζονται για την ανατροπή του, πόσο βέβαιοι τελικά πως τίποτα ευτυχώς δεν κινδυνεύει ν αλλάξει, τουλάχιστον στο αμέσως προσεχές μέλλον».2
Για τους αρχαίους προγόνους μας ο ποιητής δεν ήταν μόνο ο εκλεκτός των Μουσών, αλλά κι ένας προφήτης, ένας μάντης, που έβλεπε και μιλούσε για τα τωρινά και τα μελλούμενα. Κι ο Μανώλης Αναγνωστάκης ως γνήσιος ποιητής με το ποίημά του «Θυμάμαι» είδε τον κατήφορο που έχει πάρει η γιορτή του Πολυτεχνείου, ενώ με το σχόλιό του καυτηρίασε την κατάντια της βολεμένης ψευτοαριστερής ψευτοδιανόησης, η οποία έχει το θράσος να μας « λοιδορεί, γιατί, λέει, εμείς δε βαδίζουμε στον ίσιο δρόμο», που αυτοί-τρομάρα τους-τάχα βαδίζουν.
Σημειώσεις
1. Μανόλης Αναγνωστάκης (2014). Εκδ. Καθημερινής, σελ. 27.
2. Ό.π. σελ. 115.