Το φιλμάκι παρουσιάζει ένα νέο να οδηγεί το αμαξίδιο της ΑΜΕΑ αδελφής του. Είναι τόσα τα εμπόδια και η κίνηση, ώστε δεν μπορεί να διασχίσει το δρόμο, ενώ όλοι αδιαφορούν. Αγανακτισμένος ο νέος παίρνει ένα σφυρί και καταστρέφει ό,τι βρίσκει μπροστά του. Πράττει σωστά; Η βία που ασκεί είναι «καλή»; Όχι. Κατανοητή ναι, καλή όχι. Δεν υπάρχει καλή βία. Η βία είναι πάντα κακό. Βία και καλό δεν πάνε μαζί, είναι έννοιες ασύμβατες και αντιφατικές: η θέση της μιας αίρει την άλλη. Η βία συνήθως γεννά νέα βία, ο άνθρωπος γίνεται για τον άνθρωπο λύκος και η ζωή γίνεται πόλεμος όλων εναντίον όλων, κάτι που δεν αρμόζει σε πολιτικά οργανωμένη κοινωνία. Το καλό αρνείται κάθε μορφή βίας (σωματική, ψυχολογική, λεκτική) από όπου κι αν προέρχεται, όποιους λόγους κι αν επικαλείται. Αυτό ζητούν οι ανθρωπιστικές, θρησκευτικές, κοινωνικές, δημοκρατικές αρχές και αξίες, αυτό είναι το πρόταγμα για ομαλή συμβίωση των ανθρώπων και για ένα καλύτερο κόσμο.
Ναι, αλλά αυτό είναι πολιτικό αίτημα. Εκφράζει επιθυμία και ανήκει στη θεωρία των δεόντων, στην επικράτεια των ευχών που κάνουν οι καλοί άνθρωποι, αυτοί που συνδέουν την πολιτική οργάνωση με την έννομη ελευθερία και την τάξη. Υπάρχουν όμως και αυτοί που δε θέλουν την ειρηνική διευθέτηση των διαφορών και το διάλογο αλλά τη ρήξη και τη σύγκρουση θεωρώντας τη βία κινητήρια δύναμη και «μαμή» της ιστορικής εξέλιξης και μόνο τρόπο για την τιμωρία του «κακού» ή την επιβολή του «καλού». Πόλεμος πάντων πατήρ, έλεγε ο Ηράκλειτος και πράγματι: στην Ιστορία, στην καθημερινή ζωή, στην ειδησεογραφία αλλά και στους θεσμούς της πολιτείας η βία είναι πανταχού παρούσα. Ενστικτώδεις ορμές, σκληρότητα, μίσος, οργή, πάθη, διαφορές, συμφέροντα ωθούν συχνά σε χρήση βίας. Τα παραδείγματα είναι πολλά και καταφανή.
Στη ζωή και στις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων επικρατεί συχνά το φυσικό δίκαιο, το δίκαιο δηλαδή της δύναμης και η αυτοδικία. Το ίδιο συμβαίνει και στις πολιτικές σχέσεις μεταξύ των χωρών, όπως το διατύπωσε, μια για πάντα, ο Θουκυδίδης στο διάλογο Αθηναίων και Μηλίων. Ενώ οι Μήλιοι μιλούν για δικαιοσύνη, οι Αθηναίοι τους εξηγούν ότι ο αδύναμος οφείλει να υποχωρεί και να ενδίδει στη δύναμη του ισχυρού, διαφορετικά θα υποστεί τη βία του, και ο πόλεμος είναι βέβαια το αποκορύφωμα της βίας. Συχνά όμως και οι θρησκείες (όχι μόνον ο μωσαϊκός νόμος που ζητάει ευθέως οφθαλμόν αντί οφθαλμού) συντάσσονται με τη βία ευλογώντας πολέμους για τη διάδοσή τους ή για άλλους σκοπούς. Ακόμη και ο ίδιος ο Χριστός που κήρυξε την αγάπη, πήρε κάποτε το μαστίγιο κι έδιωξε τους εμπόρους από το ναό, καθαγιάζοντας έτσι τη χρήση βίας από αγανάκτηση και οργή. Αλλά και ο νόμος συχνά επιτρέπει τη βία για αυτοάμυνα ή αυτοπροστασία, ενώ η δικαιοσύνη δίνει ελαφρυντικά στη βίαιη πράξη όταν τελείται σε βρασμό ψυχής. Τέλος το κράτος, η εξουσία γενικώς, χρησιμοποιεί συχνά και κατά βούληση την έννομη βία, εννοεί μάλιστα να έχει το μονοπώλιο της βίας, γεγονός που αμφισβητείται πλέον έμπρακτα. Με τόση βία παντού αναρωτιέται κανείς μήπως αρνούνται τη βία όσοι δε μπορούν να την ασκήσουν.
Η πραγματικότητα λοιπόν διαψεύδει τη θεωρητική άρνηση της βίας αποδεχόμενη τη χρήση της, την οποία προβάλλουν άλλωστε κατά κόρο και λεπτομερώς τα ΜΜΕ, καλλιεργώντας σε άτομα και ομάδες το δικαίωμα στη βία και την αυτοδικία, ιδίως όταν ασκείται για «καλό» σκοπό κατά την κρίση τους ή όταν τα αρμόδια όργανα της πολιτείας αδρανούν. Αυτή είναι δήθεν η «καλή» βία. Έτσι όμως η βία ενισχύεται και διευρύνεται επικίνδυνα, αφού ο καθένας μπορεί να θεωρεί ως καλή βία τη δική του και δικαίωμά του να την ασκεί.
Συνοψίζοντας: δυστυχώς οι ανθρώπινες κοινωνίες δεν έχουν ακόμη ούτε επαρκώς ούτε εξίσου εξανθρωπιστεί και υπάρχει πολλή βία. Ενίοτε είναι κατανοητή και δικαιολογημένη, άλλοτε θεωρείται νόμιμη και ευλογημένη, καλή όμως δεν είναι σε καμιά περίπτωση. Το καλό δεν κάνει επιλογή βίας. Αρνείται και καταδικάζει τη βία.