Η ρήση αυτή του Πυθαγόρα, που έγινε σύμβολο των Στωικών, ειπωμένη πριν από 2.500 χρόνια, είναι επίκαιρη σήμερα όσο ποτέ άλλοτε. Καθώς βρισκόμαστε σε βαθιά κρίση όχι μόνον οικονομική, αλλά και πολιτισμική, εκπαιδευτική, κοινωνική, με απόλυτη σύγχυση αξιών και προσανατολισμού, ο προβληματισμός για την ανατροφή των νέων θα έπρεπε να είναι συνεχής. Γιατί η μόνη ελπίδα να ξεπεράσει η ελληνική κοινωνία τη σημερινή κατάσταση είναι να δημιουργήσουμε ένα σχολείο, στο οποίο οι νέοι δε θα αποκτούν μόνο γνώσεις, αλλά και θα καλλιεργούν και ατομικές και κοινωνικές δεξιότητες και μια προσωπικότητα ελεύθερου και ολοκληρωμένου πολίτη, απαλλαγμένου από τις θρησκευτικές, κομματικές και άλλες ιδεοληψίες και αγκυλώσεις. Μια προσωπικότητα σαν αυτή που ονειρεύονταν ο εθνομάρτυρας Ρήγας, που τόνιζε πως «Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά».
Τέτοιος όμως ουσιαστικός προβληματισμός για το σχολείο που χρειαζόμαστε και την προσωπικότητα του υπεύθυνου πολίτη που οφείλουμε να διαμορφώσουμε λείπει εντελώς ακόμα κι από αυτούς, που είναι εντεταλμένοι να προβληματίζονται, ο υπουργός δηλ., όσοι στελεχώνουν τα όργανα του Υπουργείου Παιδείας, μέλη ΙΕΠ, προϊστάμενοι, διευθυντές σχολείων κ.λπ. Αφήνω απ έξω τους συνδικαλιστές-εκπαιδευτικούς όλων των βαθμίδων, γιατί αυτοί ούτε σκέφτονται παιδαγωγικά ούτε προβληματίζονται, γιατί δεν έχουν παιδαγωγική λογική και σκέψη, αλλά μόνον κομματική. Περιμένουν απλά εντολές από το κόμμα, στο οποίο είναι ενταγμένοι, για να αναμασήσουν κάποια άποψη σχετική με την εκπαίδευση.
Η απουσία προβληματισμού για το σχολείο του αύριο είναι ολοφάνερη επίσης στις εφημερίδες και τα άλλα ΜΜΕ. Τα δύο-τρία περιοδικά με εκπαιδευτικό περιεχόμενο, που κυκλοφορούν και τα οποία έχουν ελάχιστους αναγνώστες, είναι μια ακόμα ένδειξη ότι κανένας ουσιαστικά δεν ενδιαφέρεται για την εκπαίδευση. Στις εφημερίδες και τα περιοδικά ψάχνεις με το κερί να βρεις κάποιο σημαντικό άρθρο, που να περιέχει προβληματισμό με θέμα σχετικό με την ανατροφή και εκπαίδευση των νέων. Κι αυτό, γιατί κι όσοι προβληματίζονται ξέρουν πως οι απόψεις τους θα διαβαστούν από ελάχιστους και δε θα ληφθούν υπόψη από τους ταγούς και την ευρύτερη εκπαιδευτική κοινότητα.
Η έλλειψη όμως συνεχούς προβληματισμού στερεί από το σύνολο της εκπαιδευτικής και πολιτικής κοινότητας τη δυνατότητα να συζητάει και να σχεδιάσει πρώτα το μελλοντικό Έλληνα κι ύστερα τον τρόπο για τη διαμόρφωσή του. Γι αυτό και η πολιτική και εκπαιδευτική ηγεσία καταφεύγει σε αυτοσχεδιασμούς και παλινωδίες, που υπονομεύουν την ίδια την εκπαίδευση, ασχολούμενη στην ουσία μόνο με τα μικρά κι ασήμαντα κι όχι με τα σημαντικά. Οι αποφάσεις της αφορούν σχεδόν αποκλειστικά τον τρόπο λειτουργίας των σχολείων και την παροχή κάποιας γνώσης ικανής ίσως να εισαχθεί το παιδί στο πανεπιστήμιο. Αλλά η γνώση μόνη της δεν διαμορφώνει κοινωνικές προσωπικότητες και τον αυριανό πολίτη. Στο ελληνικό σχολείο π.χ. δεν καλλιεργεί ο νέος την κοινωνική δεξιότητα να διαλέγεται και να αναπτύσσει ένα θέμα μπροστά σε κοινό, ουσιαστικά προσόντα του δημοκρατικού πολίτη. Πώς να λειτουργήσει κάποιος ως δημοκρατικός πολίτης, όταν το σχολείο δεν του έχει καλλιεργήσει τις δυο αυτές δεξιότητες; Είναι επόμενο, όταν συμμετέχει σε συζήτηση να γίνεται προσβλητικός προς τους συζητητές του και να καβγαδίζει μ όποιον έχει διαφορετική άποψη, ακόμα κι αν το θέμα συζήτησης είναι επιστημονικό. Μόνον έτσι πιστεύει πως θα κυριαρχήσει στη συζήτηση.
Υποτίθεται βέβαια ότι η δημοκρατική συνείδηση και οι δεξιότητες του διαλόγου και της δημόσιας ομιλίας θα καλλιεργείται με τη συμμετοχή των μαθητών στις δραστηριότητες της μαθητικής κοινότητας. Μόνο που ο ρόλος της μαθητικής κοινότητας ξεστράτισε τόσο πολύ, ώστε σήμερα αυτή ν αποτελεί μόνο χώρο άγρευσης μελλοντικών οπαδών και στελεχών των πολιτικών κομμάτων. Έχει καταντήσει χώρος κομματικών αντιπαραθέσεων των μαθητών, που μιμούνται τις κομματικές αντιπαραθέσεις των συνδικαλιστών κυρίως. Η πιο σημαντική ίσως δραστηριότητα που αναπτύσσουν οι μαθητικές κοινότητες είναι οι καταλήψεις των σχολείων. Πάντως να διαλέγονται δε μαθαίνουν. Και οι άρχοντες της εκπαίδευσης δεν προβληματίζονται γι αυτή την κατάσταση.
Στην αθηναϊκή δημοκρατία, 2.500 χρόνια πριν, πρώτος στόχος του αθηναϊκού εκπαιδευτικού συστήματος ήταν να κάνει το νέο πολίτη ικανό να διαλέγεται και να εκφωνεί δημόσια λόγο που να πείθει, κάτι που σήμερα το αγγλοσαξονικό κυρίως εκπαιδευτικό σύστημα πετυχαίνει με τη δραστηριότητα των forensics, που στην κυριολεξία σημαίνει το θεσμό που καλλιεργεί την ικανότητα να εκφωνεί κάποιος λόγο δημόσιο (forum=αγορά). Στο δικό μας σχολείο δεν αναπτύσσεται κανένας προβληματισμός για την καλλιέργεια των δυο αυτών κοινωνικών γλωσσικών δεξιοτήτων, που είναι τόσο αναγκαίες για τη διαμόρφωση του δημοκρατικού και υπεύθυνου πολίτη.
Ένας επίσης σημαντικός στόχος του αρχαιοελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος ήταν να διαπλάσουν οι νέοι με τη άθληση ωραία και γερά σώματα. Γι αυτό κι έχτιζαν στάδια και γυμναστήρια κι είχαν μάλιστα και ειδικό δάσκαλο, τον παιδοτρίβη. Τα δικά μας σχολεία έχουν γυμναστές (παιδοτρίβες), αλλά στο σύνολό τους δεν έχουν γυμναστήρια, για να μπορέσει ο γυμναστής να ασκήσει τους μαθητές του. Μια μπασκέτα στην αυλή θεωρείται αρκετή. Κι αν στα σχολεία της υποχρεωτικής εκπαίδευσης κάτι μπορεί να γίνεται, για τους πανεπιστημιακούς φοιτητές το γυμναστήριο και η άθληση είναι terra incognita. Η καφετέρια είναι ο χώρος στον οποίο καταφεύγουν στον ελεύθερο χρόνο τους. Η Ελλάδα είναι ίσως η μόνη χώρα χωρίς πανεπιστημιακό αθλητισμό. Αλλά η εκπαιδευτική μας ηγεσία δεν ασχολείται μ αυτά τα
επουσιώδη θέματα. Για άλλα τυρβάζει. Με την καλλιέργεια κοινωνικών δεξιοτήτων θ ασχολείται τώρα!
Τελευταία οι πολιτικοί μας και τα ΜΜΕ μας έχουν «γανώσει» κυριολεκτικά το κεφάλι για το πόσο «ηθικό και προοδευτικό» είναι τα ομόφυλα ζευγάρια να αποκτήσουν το δικαίωμα να υιοθετούν παιδιά. Ψηφίστηκε μάλιστα νόμος που δίνει ένα τέτοιο δικαίωμα. Κι η κυβέρνηση καμαρώνει για το επίτευγμα. Δεν είδα όμως να δημοσιεύεται από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής καμιά επιστημονική μελέτη σχετική με την ανατροφή των υιοθετημένων αυτών παιδιών, μια που η περίπτωση είναι πρωτοφανής για όλους. Τα ομόφυλα ζευγάρια έχουν εκπαιδευτεί πώς θα ανατρέφουν το παιδί που θα υιοθετήσουν; Οι εκπαιδευτικοί ξέρουν πώς να χειρίζονται αυτά τα παιδιά; Πώς θα συμπεριφέρονται οι συμμαθητές στα υιοθετημένα αυτά παιδιά; Πώς θα αντιλαμβάνεται το ίδιο το υιοθετημένο αυτό παιδί την έννοια της οικογένειας, όταν θα αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι όλες οι άλλες οικογένειες είναι τελείως διαφορετικές από τη δική του; Μια και αυτού του είδους η υιοθεσία έχει γίνει πια νόμος του κράτους, δε θα έπρεπε οι αρμόδιοι φορείς και οι επιστήμονες της εκπαίδευσης να μελετήσουν και να δώσουν απαντήσεις σε τέτοια και παρόμοια ερωτήματα;
Με τα παραπάνω ερωτήματα και επισημάνσεις προσπάθησα να δείξω πως η Πολιτεία με τα όργανά της οφείλει, μια και «ἀρχά πολιτείας ἁπάσης νέων τροφά», να θέσει ως προτεραιότητα ύστερα από ουσιαστική συζήτηση με το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας το σχεδιασμό ενός ολοκληρωμένου εκπαιδευτικού συστήματος, που να διαμορφώνει τον πολίτη του μέλλοντος. Στην ανατροφή των νέων δε χωράει η κομματική μιζέρια.