Υπάρχουν κάποιοι γνωστοί άγνωστοι, όπως συνήθως τους αποκαλούν, άλλως αναρχικοί ή αντιεξουσιαστές και κοινώς μπαχαλάκηδες, που κάθε τόσο, με έδρα τα Εξάρχεια ή το Πολυτεχνείο και άλλα πανεπιστημιακά άβατα, αναστατώνουν την Αθήνα με επιθέσεις και καταστροφές, συγκρούονται με αστυνομικούς, σαν χουλιγκάνοι αντίπαλων ομάδων ή σαν παιδιά που παίζουν πετροπόλεμο, χωρίς το κράτος να αντιδρά ενεργώντας ως εξουσία, για άγνωστους λόγους. Έτσι οι λεγόμενοι αντιεξουσιαστές πολεμούν εκ του ασφαλούς μια εξουσία που αποποιείται το ρόλο της.
Αυτή η αντιεξουσιαστική δράση μιας επαναστατημένης αντικοινωνικότητας με ιδεολογικό τάχα πρόσχημα αποτελεί μάλλον την ορατή όψη του αντιεξουσιαστικού φαινομένου, δείχνει δηλαδή την κορυφή του παγόβουνου. Στην πραγματικότητα σοβεί στη χώρα μας μια πολύ παλιά και ασίγαστη αντιπαλότητα, θα έλεγα έχθρα, μεταξύ κράτους και πολιτών. Δεν είναι λίγοι οι πολίτες που διακατέχονται από εχθρική προς το κράτος διάθεση και λανθάνουσα αντιεξουσιαστική στάση, αφού βέβαια το κράτος ταυτίζεται με την εξουσία. Ίσως φταίει η τουρκοκρατία, ίσως ο έρως ελευθερίας (ης ουδέν εστι μείζον ανθρώποις Έλλησιν ή
Του Έλληνα ο τράχηλος κλπ.) και ο φόβος για την απώλειά της, ίσως οι πολιτικοί διχασμοί και οι κομματικές διαμάχες, ίσως η κρατική καταπίεση. Ίσως ο άκρατος ατομισμός και η προς την αυθαιρεσία ροπή μας, ίσως άλλα. Αν όμως αυτή η βαθιά έχθρα δεν αναχαιτιστεί, ο τόπος μας ποτέ δε θα καταφέρει να ορθοποδήσει.
Πρώτα πρώτα το κράτος φαίνεται να θεωρεί τους πολίτες του απατεώνες, γι αυτό τους αντιμετωπίζει γενικά με καχυποψία, με περιφρόνηση, με αγένεια, τους ταλαιπωρεί με τους αλλεπάλληλους νομικούς και γραφειοκρατικούς δαιδάλους, με τις ελλείψεις του και με την ανοργανωσιά του. Παράλληλα οι πολίτες προσπαθούν να μη διαψεύσουν τη γνώμη που έχει γι αυτούς το κράτος και συμπεριφέρονται και αυτοί ανάλογα, παρανομώντας κατά δύναμη έκαστος και χρησιμοποιώντας κάθε πλάγιο τρόπο. Πρόκειται δηλαδή για τον τέλειο φαύλο κύκλο, όπου κυριαρχεί αμοιβαία κακοπιστία και έλλειψη εμπιστοσύνης.
Είναι γεγονός ότι οι πολίτες μαθαίνουν νωρίς την αντιπαλότητα προς την κρατική εξουσία και την ανυπακοή ως αντίσταση και μαγκιά. Μια από τις πρώτες οδηγίες που παίρναμε ως παιδιά ήταν ο μαφιόζικος νόμος της ομερτά, να μη μαρτυρούμε δηλαδή ποτέ και κανέναν, ώστε να μη υπάρχει καμιά συνεργασία με την εξουσία, χωρίς να γίνεται διάκριση μεταξύ αυταρχικής, παράνομης, δημοκρατικά εκλεγμένης ή νόμιμης εξουσίας. Συχνά άλλωστε ο λαός συνεργάστηκε με ληστές και κάλυψε κυνηγημένους παράνομους, ανεξάρτητα από την εξουσία και τους λόγους της καταδίωξης. Επιπλέον συχνά η ανυπακοή βρίσκει κομματική κάλυψη (και προτροπή) όταν ασκεί την εξουσία το αντίπαλο κόμμα ή όταν η όποια εξουσία δεν αρέσει σε κάποιους. Η υπακοή και η πειθαρχία έχουν στιγματιστεί και ισχύουν μόνο στα αυταρχικά περιβάλλοντα από φόβο ή στα φιλικά από αγάπη, και στις δυο περιπτώσεις δηλαδή για συναισθηματικούς λόγους.
Ζητούμενο βέβαια είναι να υπάρχουν σε όλες τις κρατικές θέσεις ευθύνης ηγέτες ικανοί να κερδίζουν την υπακοή των πολιτών με τη γνώση, το ήθος και την αξιοσύνη τους. Εξίσου ζητούμενο όμως είναι να διδαχτούν οι πολίτες παιδιόθεν το ρόλο του κράτους, των θεσμών, των νόμων, των αρχών. Ζητούμενο είναι να ασκείται η κάθε εξουσία χωρίς καταπίεση, αλλά εξίσου ζητούμενο είναι να μη θεωρούν οι πολίτες την ηπιότητα ως αδυναμία. Δύσκολοι συνδυασμοί υπεύθυνης ελευθερίας, τους οποίους όμως η πολιτική και η εκπαίδευση θα πρέπει να προωθήσουν, ώστε να θεμελιωθούν κάποτε μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και όροι συμφιλίωσης κράτους και πολιτών στη χώρα μας.