Η Ελλάδα δεν είναι από τα ιδρυτικά κράτη, είναι όμως από τα παλαιότερα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και το βασικό επιχείρημα για την ένταξή της, για την οποία υπήρχαν αντιρρήσεις, ήταν «ο εξέχων ρόλος της Ελλάδος στη διαμόρφωση του ιστορικού δημοκρατικού γίγνεσθαι, πράγμα που επιβεβαιώνεται από την πληθώρα των ελληνικών όρων στην έκφραση της σύγχρονης πολιτικής σκέψης» (βλ. Βαλερί Ζισκάρ ντ Εστέν, EUROPA, Εκδ. Παπαζήση, 2015, σελ.28). Πραγματικά η Ελλάδα έδωσε την πολιτική (με την ευρεία της έννοια που περιλαμβάνει και τον πολιτισμό) σκέψη και ζωή, η οποία μαζί με τη λατινική γλώσσα και τη χριστιανική θρησκεία αποτελούν τους τρεις πυλώνες της Ευρώπης - και αυτό δεν είναι άποψη αλλά ιστορική αλήθεια.
Η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις και θετικές και αρνητικές. Κυριότερη από της αρνητικές ήταν η αναγκαστική εκχώρηση κάποιων εθνικών δικαιωμάτων ή αρμοδιοτήτων, ενώ αργότερα με την παγκοσμιοποίηση προστέθηκε και η εκχώρηση ορισμένων εθνικών χαρακτηριστικών. Η Ελλάδα, περισσότερο από άλλες χώρες, είδε αυτή την εκχώρηση ως απειλή για τη φυσιογνωμία, την ταυτότητα και, σε συνδυασμό με τις μεταναστευτικές εισροές στη χώρα, για την ίδια την υπόστασή της. ’ρχισαν να αναπτύσσονται μηχανισμοί άμυνας που άλλοι συνιστούν αναβίωση εθνικισμού ακροδεξιάς προέλευσης και άλλοι εκφράζουν άδολη αγάπη για την πατρίδα. Ορισμένοι θέλουν αυτά τα δυο να τα συγχέουν ή να τα ταυτίζουν αλλά είναι διαφορετικά.
Για την ελληνική εκπαίδευση η εκχώρηση εθνικών χαρακτηριστικών στα υπερεθνικά σχήματα σχετίζεται κυρίως με τα φιλολογικά μαθήματα, καθώς και με το ζήτημα της διδασκαλίας των θρησκευτικών στο σχολείο. Για τα μαθηματικά, τη φυσική, τη χημεία κτλ. θα μπορούσαν να εκπονηθούν κοινά προγράμματα σπουδών για όλες τις χώρες της ΕΕ και για κάθε τάξη. Τα φιλολογικά μαθήματα όμως έχουν κυρίως εθνικό χαρακτήρα, αφού, είτε το θέλουν ορισμένοι είτε όχι, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ελληνικού έθνους είναι η αρχαιότητα, η ελληνική γλώσσα, η ελληνική ιστορία, η χριστιανική ορθοδοξία. Όλα αυτά θα μπορούσαν ίσως να αφαιρεθούν από την ελληνική εκπαίδευση αλλά τότε η εκπαίδευση δεν θα ήταν ελληνική και η Ελλάδα δεν θα υπήρχε λόγος να λέγεται Ελλάδα.
Τα φιλολογικά μαθήματα λοιπόν είναι κατά βάση τα δικά μας, τα ελληνικά, ενταγμένα βέβαια στο μεγαλύτερο, τον ευρωπαϊκό κύκλο και στον ακόμα μεγαλύτερο, τον παγκόσμιο, όπως το μικρό Μεσολόγγι στους Ελεύθερους Πολιορκημένους του Σολωμού. Η εκχώρησή τους ισοδυναμεί με εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας και η υποβάθμισή τους με υποβάθμιση της ύπαρξής μας. Βεβαίως οι Έλληνες φιλόλογοι μπορούν να διδάξουν γλώσσα, λογοτεχνία, ιστορία χωρίς ελληνικότητα (κάτι σαν σκορδαλιά χωρίς σκόρδο) με κείμενα ουδέτερα, αφυδατωμένα ή «πανανθρώπινα», δηλαδή χωρίς ρίζες και χωρίς ψυχή. Όμως ο ρόλος της Ελλάδας υπήρξε κατά γενική ομολογία «εξέχων». Να τον μειώσουμε;
Αποδυναμώνοντας την εθνική συνείδηση(= φωνή πατρίδας) και αφαιρώντας τα ιδιάζοντα στοιχεία του ελληνικού τόπου και λαού (το ύφος, τους τόνους, τις αποχρώσεις,) όλα ισοπεδώνονται, εξομοιώνονται, μαζοποιούνται, μηχανοποιούνται, χάνουν την ιδιοπροσωπία τους, αυτό το ξεχωριστό χρώμα, το άρωμα, τη γεύση, τη μυρωδιά, τους ήχους. Αυτά δε μπορεί να σου τα δώσει η ΕΕ ούτε η παγκοσμιοποίηση. Και τι ζωή χωρίς αυτά θα κάνεις
Ναι, γίνονται φιλολογικά μαθήματα χωρίς εθνικό χρώμα, αλλά χρειάζεται προηγουμένως μια σειρά από δολοφονίες, για τις οποίες «κριτές θα μας δικάσουν οι αγέννητοι και οι νεκροί», όπως το είπε ο Παλαμάς.