Η φετινή επιτροπή εξετάσεων στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας θέλησε να πρωτοτυπήσει μόνο στην επιλογή του κειμένου. Δεν έλαβε όμως υπόψη της ότι τα δοκίμια στοχασμού με τη μεταφορική χρήση της γλώσσας δεν είναι μόνο απαιτητικά στην περιληπτική τους απόδοση αλλά και στην προσέγγιση της σημασίας των λέξεων. Όταν το κατάλαβε δεν έκανε πίσω, γιατί στόχος της δεν ήταν η ουσιαστική επαφή των υποψηφίων με το λόγο και τις ιδέες του Σεφέρη αλλά η ιδεολογική χειραγώγησή τους στην αποδοχή της μοναδικότητας της παράδοσης ως «άυλης» αξίας και στην συνθηματολογική διακήρυξη της ανάγκης να συνδεθούν μ' αυτήν.
Ακολούθησε, λοιπόν, η επιτροπή, τον εύκολο δρόμο της ερμηνείας επτά λέξεων από τις οποίες μόνο οι δύο (ροπές, ανδροειδές) θα μπορούσαν να δοθούν. Η στάση αυτή δεν δηλώνει μόνο μια υποτίμηση των γλωσσικών ικανοτήτων των μαθητών (όπως έγραψε ο Π. Μπουκάλας) αλλά μπορεί να θεωρήσει κανείς ότι έμμεσα αναγνωρίζει την υποβάθμιση της γλωσσικής καλλιέργειας των μαθητών στο πνευματικά αποτελματωμένο Λύκειο. Πολύ σωστά έγραψε ο Ν. Ξυδάκης στην Καθημερινή ότι «Το 2008 δεν έχουμε κανένα περιθώριο για δεκάρικους, κανένα περιθώριο για περαιτέρω εθελοτυφλία. Το σχολείο ασθενεί, το σχολείο δεν διδάσκει, δεν διαπλάθει. Τα παιδιά δεν μαθαίνουν να μελετούν, να ρωτάνε, να αναρωτιούνται· δεν μαθαίνουν καν γράμματα: παρά τα φιλόδοξα αναλυτικά προγράμματα, αποφοιτούν στα δεκαοκτώ τους χωρίς βασικές γνώσεις γεωγραφίας ή ιστορίας, χωρίς αίσθηση φυσικομαθηματικών οι της θεωρητικής κατεύθυνσης, χωρίς αίσθηση αρχαίων και νέων ελληνικών οι της θετικής κατεύθυνσης. Γιατί από την τελευταία τάξη ήδη του Γυμνασίου, ο μαθητής επιλέγει - μαύρη επιλογή: ποια πανεπιστημική σχολή σκοπεύει. Και σπαταλάει όλο το λύκειο, τις πλούσιες εφηβικές του δυνάμεις, τη λάμψη του νου, την τρομερή αφομοιωτική του ικανότητα, προγυμναζόμενος για τις πανελλήνιες σε δυο-τρία μαθήματα επιλογής.Είναι θλιβερό. Οταν το σχολείο αποτυγχάνει να συνεγείρει τον έφηβο με ένα ποίημα, ένα τραγούδι, ένα ιστορικό επεισόδιο, ένα χωρίο του Θουκυδίδη, μια συναρπαστική άσκηση μαθηματικών, όταν αποτυγχάνουμε να συγκινήσουμε τον 17χρονο και τον 18χρονο με κάτι τύποις ανωφελές, κάτι υπερβαίνον τα όρια της εξεταστέας ύλης, τότε αποτυγχάνουμε όλοι, γονείς, δάσκαλοι, πολιτεία, κοινωνία.»
Από εκεί και πέρα το εξεταστικά ασφυκτικό πλαίσιο επηρεάζει καθοριστικά τη σχέση των μαθητών με τα κείμενα και τη γλώσσα. Βλέπουν και γράφουν τυποποιημένα ρηχά κείμενα χωρίς συναίσθημα, χωρίς βάθος και στοχασμό. Δεν συνομιλούν με το στοχασμό του Σεφέρη, του Ελύτη, του Παπαγιώργη,του Στάινερ και τόσων άλλων ανθρώπων του πνεύματος. Καθηλώνονται μίζερα σε φυλλάδια με θεματικούς κύκλους έτοιμης- προκατασκευασμένης γνώσης.
'Aρα μάλλον από συνειδητό φόβο και ανασφάλεια λειτούργησε μ' αυτόν τον τρόπο η Επιτροπή Εξετάσεων και λιγότερο από παιδαγωγική ευαισθησία. Ειδικά η δικαιολογία για τη συμμετοχή αλλοδαπών μαθητών στις εξετάσεις είναι τουλάχιστον υποκριτική, όταν γνωρίζουμε την προκλητική αδιαφορία της Πολιτείας για θέματα διαπολιτισμικής εκπαίδευσης.