Θ αρχίσω με μια κοινοτοπία. Οι άνθρωποι επικοινωνούμε με τους ομόγλωσσους προφορικά ή γραπτά. Για να είναι όμως αποτελεσματική αυτή η γλωσσική επικοινωνία, θα πρέπει να καλλιεργήσουμε τέσσερις γλωσσικές δεξιότητες, δυο, για να επικοινωνούμε προφορικά, και δυο γραπτά. Για κάθε μια από τις δυο αυτές μορφές επικοινωνίας καλλιεργούμε δυο δεξιότητες, α) της κατανόησης (ακούω- καταλαβαίνω, διαβάζω-καταλαβαίνω, β) της χρήσης., παραγωγής λόγου (μιλώ- γράφω και καταλαβαίνει ο αποδέκτης, ακροατής/ αναγνώστης). Το στοιχείο της αμοιβαίας κατανόησης είναι αναγκαία προϋπόθεση για τη γλωσσική επικοινωνία. Γι αυτό μόνο ομόγλωσσοι μπορούν να επικοινωνούν. Οι τέσσερις αυτές γλωσσικές δεξιότητες είναι ανεξάρτητες, αλλά και αλληλοεπηρεαζόμενες. Μπορεί δηλ. να κατακτήσουμε από μία μέχρι και τις τέσσερις. Γι αυτό και ακούμε κάποιον να λέει πως καταλαβαίνει π. χ. Γερμανικά, αλλά δεν τα μιλάει, ή διαβάζει Ιταλικά, αλλά δεν μπορεί να γράψει. Εμείς οι παλιότεροι γράφαμε κείμενα στην καθαρεύουσα, αλλά δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε στην καθαρεύουσα.
Μέχρι το 1976 στο ελληνικό σχολείο δεν καλλιεργούνταν καμιά από τις τέσσερις δεξιότητες. Το ίδιο το πρόγραμμα σπουδών κατεύθυνε το δάσκαλο να καλλιεργεί μόνο τη γραπτή επικοινωνία. Αλλά η καλλιέργειά της γίνονταν με έναν τρόπο, που θα τον χαρακτήριζα παρανοϊκό. Ο μαθητής διδάσκονταν στην ουσία γραμματική της αττικής διαλέκτου, για να μάθει, υποτίθεται, ΑΕ και να γράφει σε μια κατασκευασμένη γλωσσική μορφή, την καθαρεύουσα, που φυσικά οι μαθητές δεν την κατακτούσαν ποτέ. Έτσι ένας μαθητής Γυμνασίου/ Λυκείου έξω από τη σχολική τάξη μιλούσε τη δημοτική ή την τοπική διάλεκτο, ενώ στην τάξη διδάσκονταν γραμματική της ΑΕ, για να γράψει μια έκθεση το μήνα σε μια μιξοκαθαρευουσιάνικη διάλεκτο. Σκέτη σχιζοφρένεια. Η κατάσταση άλλαξε ριζικά μετά τη γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1976 και την έκδοση σύγχρονων σχολικών βιβλίων μετά το 1983. Τόσο το πρόγραμμα σπουδών της γλωσσικής διδασκαλίας όσο και τα σημερινά βιβλία είναι εφάμιλλα των αντίστοιχων των άλλων ευρωπαϊκών κρατών. Το πόσο όμως κατορθώνει το ελληνικό σχολείο να καλλιεργήσει τα διάφορα είδη λόγου ή καλύτερα επίπεδα ύφους (register), όπως αποκαλούνται στη γλωσσολογία, είναι ένα συνεχές ζητούμενο. Γιατί η εκμάθηση της γλώσσας δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά γίνεται, για να επιτελέσει κάποιες κοινωνικές λειτουργίες, να πετυχαίνονται κάποιοι στόχοι.
Έτσι, συνήθως μιλάει ή γράφει κάποιος, για να α) εκφραστεί, β) να πληροφορήσει, γ) ψυχαγωγήσει, δ) πείσει.
Η καλλιέργεια της γλωσσικής ικανότητας της πειθούς υπήρξε ο κύριος στόχος όλων των δασκάλων και σχολών πανεπιστημιακού επιπέδου, που λειτούργησαν στην αρχαία Αθήνα τον 5ο-4ο π.Χ αιώνα. Κι αυτό γιατί στην αθηναϊκή δημοκρατία υπήρχαν δυο πεδία, στα οποία ήταν απαραίτητη η ρητορική ικανότητα, τα λαϊκά δικαστήρια και η κατάληψη υψηλών δημόσιων αξιωμάτων. Στα δικαστήρια οι Αθηναίοι υπεράσπιζαν μόνοι τους το δίκιο τους. Δεν έβαζαν δικηγόρους. Γι αυτό έπρεπε να γίνουν ικανοί να πείθουν τους Λαϊκούς δικαστές. Ήταν επόμενο να ανθίσουν οι σχολές ρητορικής και να πλουτίζουν οι δάσκαλοί τους, οι σοφιστές. Να υπενθυμίσω ότι στην κωμωδία «Νεφέλες» ο Αριστοφάνης θεωρώντας ότι στις σχολές αυτές οι μαθητές γίνονται ικανοί, χρησιμοποιώντας το ’δικο λόγο, να νικούν το Δίκαιο Λόγο, βάζει τον πρωταγωνιστή Στρεψιάδη να πηγαίνει στη σχολή του Σωκράτη, για να γίνει ικανός να πείσει τους δανειστές του να διαγράψουν το χρέος του. Από την άλλη οι φιλόδοξοι πολιτικά Αθηναίοι έπρεπε να καλλιεργήσουν την τέχνη της πολιτικής ρητορείας, ώστε να πείθουν τον αθηναϊκό λαό. Η Σχολή του Ισοκράτη ήταν μια τέτοια σχολή ρητορικής, στην οποία φοιτούσαν οι φιλόδοξοι νέοι της εποχής. Έτσι όλο το εκπαιδευτικό σύστημα της Αθήνας ήταν προσανατολισμένο προς αυτή την κατεύθυνση. Εξάλλου και σ αυτό ακολουθούσε την παράδοση της ομηρικής παιδείας, που είχε ως στόχο να κάνει τους νέους «ρητήρας λόγων και πρηκτήρας έργων», ικανούς δηλ. στο λόγο και στην πράξη. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι εκείνη την εποχή ξεπήδησαν οι διάσημοι ρήτορες της αρχαιότητας, στους λόγους των οποίων στηρίχτηκε ο Αριστοτέλης, για να γράψει την περίφημη «Ρητορική» του.
Η τέχνη της πειθούς είναι και σήμερα η αναγκαία προϋπόθεση σε ορισμένες επαγγελματικές και κοινωνικές δραστηριότητες. Ο ιεροκήρυκας π.χ. ο δικηγόρος, ο πολιτικός, ο δημοσιογράφος πολιτικός αναλυτής, ο Διευθύνων Σύμβουλος μιας εταιρείας κλπ. εξαρτά την επιτυχία του από την ικανότητά του να πείθει, τους πιστούς ο ιεροκήρυκας, τους δικαστές ο δικηγόρος, τους πολίτες ο πολιτικός, κλπ. Για να κατακτήσουν όμως την κοινωνιογλωσσική αυτή δεξιότητα απαιτείται μακροχρόνια εκπαίδευση. Και τέτοια μακροχρόνια κοινωνιογλωσσική εκπαίδευση δε γίνεται στην Ελλάδα. Εκείνο που προσπαθεί σε πρώτο επίπεδο να κάνει το σχολείο είναι να καλλιεργήσει στο παιδί την ικανότητα να χρησιμοποιεί σωστά τη γλώσσα. Σε δεύτερο όμως επίπεδο θα πρέπει να μάθει να χρησιμοποιεί τη γλώσσα ανάλογα με το κοινωνικό πλαίσιο, στο οποίο λαμβάνει χώρα η επικοινωνία, ώστε να είναι αποτελεσματικό. Δε φτάνει δηλ. να γνωρίζει κάποιος καλά τη γλώσσα. Θα πρέπει κάθε φορά να γνωρίζει να χρησιμοποιεί τον κατάλληλο γλωσσικό κώδικα, που απαιτεί η περίσταση επικοινωνίας. Γιατί άλλο γλωσσικό ύφος χρησιμοποιούμε όταν η επικοινωνιακή συνθήκη είναι επίσημη/ τυπική και άλλο όταν είναι ανεπίσημη/ άτυπη. Σε κάθε περίπτωση πάντως στην επικοινωνία μας λαμβάνουμε υπόψη και τρεις άλλους παράγοντες, που οδηγούν στη διαμόρφωση διάφορων γλωσσικών ποικιλιών και κωδίκων. Οι παράγοντες αυτοί είναι: α) το θέμα, για το οποίο μιλούμε ή γράφουμε, β) ο τρόπος, αν δηλ. αναπτύσσουμε το θέμα προφορικά ή γραπτά, γ) ο αποδέκτης (ακροατής ή αναγνώστης), με τον οποίο ο ομιλητής/ γραφέας μπορεί να έχει σχέση εξουσίας ή ισότητας. Οι σχέσεις όμως ισότητας χαρακτηρίζονται από οικειότητα ή μη.
Στην πραγματικότητα το γλωσσικό ύφος που επιλέγει ο ομιλητής/ γραφέας προσδιορίζεται από τον ακροατή/ αναγνώστη, κι όχι από τον ίδιο, μια που στόχος του είναι να γίνει αποδεκτός και αποτελεσματικός, να πείσει. Αυτό σημαίνει πως ο ομιλητής/ γραφέας θα πρέπει πρώτα να αξιολογήσει τα προσωπικά χαρακτηριστικά των ακροατών/ αναγνωστών (ηλικία, φύλο, επάγγελμα, πολιτική ιδεολογία, μόρφωση κλπ.) κι ύστερα να σχεδιάσει το γλωσσικό ύφος, ώστε να είναι κατάλληλο κι αποτελεσματικό. Δε φτάνει δηλ. κάποιος να γνωρίζει και να χρησιμοποιεί ορθά τη γλώσσα. Θα πρέπει, λαμβάνοντας υπόψη όλους τους επικοινωνιακούς παράγοντες, αλλά και τους ακροατές/ αναγνώστες, να χρησιμοποιεί και κατάλληλο γλωσσικό ύφος. Αλλιώς δε θα πετύχει αυτό που επιδιώκει.
Οι παράγοντες που ανάφερα δημιουργούν ποικίλους γλωσσικούς κώδικες, όπως π.χ. είναι οι επαγγελματικοί κώδικες, οι πολιτικοί, κομματικοί, επιστημονικοί κλπ. Ο ομιλητής που μιλάει σε κομματικό ακροατήριο, θα πρέπει ασφαλώς να γνωρίζει τον κομματικό κώδικα. Δεν μπορεί π.χ. ένας κομμουνιστής απευθυνόμενος σε οπαδούς του κόμματος να χρησιμοποιήσει άλλη προσφώνηση εκτός από. συντρόφισσες και σύντροφοι. Ενώ είναι αδιανόητο ένας νεοδημοκράτης να χρησιμοποιεί αυτή την προσφώνηση. Στο σχολείο σήμερα διδάσκονται ορισμένα από τα είδη του λόγου, όπως η αφήγηση, περιγραφή, η περίληψη, η ανάπτυξη, λίγο η πειθώ κλπ. Όμως μόνο στο γραπτό λόγο. Δεν καλλιεργείται κανένα είδος προφορικού λόγου και πολύ περισσότερο η ρητορική ικανότητα και η ικανότητα των μαθητών να συζητούν ένα θέμα. Μόνο στα αγγλόφωνα σχολεία και σε 2-3 ιδιωτικά καλλιεργούνται αυτές οι γλωσσικές δεξιότητες. Γίνονται μάλιστα και πανελλήνιοι και παγκόσμιοι διαγωνισμοί ρητορικής και debate (δομημένης συζήτησης), φυσικά με γλώσσα την αγγλική. Αλλά κι αν ακόμα το ελληνικό σχολείο καλλιεργούσε κάπως τις γλωσσικές δεξιότητες της πειθούς, δε θα ήταν αρκετό, για να γίνουν οι μαθητές ικανοί ρήτορες και συζητητές. Γιατί, όπως ανάφερα χρειάζεται μακροχρόνια εκπαίδευση. Κι αυτό μπορεί να γίνει μόνο στο πανεπιστήμιο, ιδιαίτερα στις σχολές Νομικής, Θεολογίας, Φιλολογίας, πολιτικών επιστημών, Οικονομικών επιστημών, Δημοσιογραφίας κλπ. Όμως καμιά σχολή δεν έχει ούτε σκέφτεται να εφαρμόσει μάθημα ρητορικής. Συνέπεια αυτού είναι να υπάρχει έλλειψη σχετικής βιβλιογραφίας. Πού μαθαίνουν λοιπόν την τέχνη της πειθούς, να μιλούν και να συζητούν δηλ. πειστικά οι δικηγόροι μας, οι πολιτικοί μας, οι πολιτικοί αναλυτές, οι δημοσιογράφοι μας, οι ιεροκήρυκές μας, οι Διευθύνοντες σύμβουλοι κλπ.; Πουθενά ή καλύτερα, στου κασίδι το κεφάλι. Οι συνδικαλιστές και οι πολιτικοί μαθαίνουν απλά τον κομματικό κώδικα στον κομματικό σωλήνα, οι δικηγόροι αυτοσχεδιάζουν, οι ιεροκήρυκες κηρύττοντας κλπ. Γι αυτό και ψάχνουμε με το κερί κάποιον που να έχει την ικανότητα να μιλάει πειστικά και να συζητάει κόσμια. Αυτό ακριβώς το κενό της έλλειψης ενός πανεπιστημιακού προγράμματος καλλιέργειας της τέχνης της πειθούς έρχεται να καλύψει εν μέρει το βιβλίο του Δημήτρη Μίχα «Το παιχνίδι της πειθούς. Τριάντα έξι τρόποι να επηρεάσετε το ακροατήριό σας».
Ο γενικός στόχος του βιβλίου είναι πρώτα-πρώτα να παρουσιάσει την τέχνη γενικά της ρητορικής, που είναι μαθητή, μπορεί δηλ. να διδαχτεί και κατακτηθεί. Ο κύριος όμως στόχος είναι η ανάλυση των κανόνων που πρέπει να διέπουν τις ομιλίες των ανώτερων στελεχών επιχειρήσεων, οι οποίες αποβλέπουν στο να επηρεάσουν θετικά τα άλλα στελέχη της επιχείρησης, τους εργαζόμενους ή τους φοιτητές, προς τους οποίους και απευθύνεται. Προσπαθεί δηλ. να εφαρμόσει τους γενικούς κανόνες της ρητορικής σε μια από της μορφές της, την εταιρική ρητορεία.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρεις ενότητες α) Η ρητορεία και η σημασία της, β) Ανάλυση και αξιολόγηση 10 ομιλιών, που εκφώνησαν Διευθύνοντες Σύμβουλοι μεγάλων πολυεθνικών εταιριών, γ) ένα παράρτημα στο οποίο παρατίθενται στην αγγλική γλώσσα οι ομιλίες, που αναλύονται και αξιολογούνται στη β΄ ενότητα.
Η πρώτη ενότητα, που αποτελεί και το θεωρητικό μέρος της εργασίας, είναι χωρισμένη κι αυτή σε τρεις υποενότητες. Η πρώτη «Μέσα και εργαλεία επιρροής (σ. 17-39)» χωρίζεται επίσης σε τρία μέρη. Στο πρώτο «Ήθος, πάθος, λόγος» παρουσιάζονται και αναλύονται τα τρία στοιχεία που σύμφωνα με τον Αριστοτέλη οφείλει να έχει υπόψη του ο ρήτορας, για να είναι ο λόγος του αποτελεσματικός. Τα στοιχεία αυτά είναι το ήθος του ομιλητή, δηλ. η αξιοπιστία του στα μάτια του ακροατηρίου, το πάθος, η διέγερση δηλ. των συναισθημάτων των ακροατών, και τέλος ο λόγος, η χρήση δηλ. λέξεων, γνωμικών, αφήγηση ιστοριών κλπ., που μετατοπίζουν το ακροατήριο προς την επιθυμητή κατεύθυνση. Στο β΄ μέρος «Οπτική, ακουστική και λεκτική πειθώ», αναλύονται τρία βασικά κριτήρια, που λαμβάνουν υπόψη τους οι ακροατές, προκειμένου να πεισθούν από την ομιλία. α) η εξωτερική εμφάνιση του ομιλητή. Πώς δηλ. είναι ντυμένος και πώς κινείται στη διάρκεια της ομιλίας του. Γι αυτό η μορφή αυτή αποκαλείται οπτική πειθώ. β) Ο ρυθμός ομιλίας, αν είναι γρήγορος ή αργός, ο τόνος της φωνής, ακουστικά δηλ. χαρακτηριστικά. Η μορφή αυτή της πειθούς ονομάζεται ακουστική. γ) Η τρίτη μορφή πειθούς, η λεκτική, έχει τρία στάδια 1) Ανάπτυξη και δομή του μηνύματος, 2) μετάδοση του μηνύματος στο ακροατήριο, 3) διατήρηση του μηνύματος.
Στο τρίτο μέρος του βιβλίου, «Τεχνικές πειθούς», παρουσιάζονται αναλυτικά εφτά τεχνικές, εργαλεία δηλ. που χρησιμοποιούν οι ομιλητές, για να επηρεάσουν τους ανθρώπους. Οι τεχνικές αυτές είναι: η τέχνη της σύγκρισης, της ανταπόδοσης, της δέσμευσης και της συνέπειας, του μιμητισμού, της συμπάθειας, της εξουσίας και αυθεντίας και τέλος η τέχνη της αποκλειστικότητας. Στη συνέχεια με βάση τις μορφές της πειθούς, τα στάδια της ανάπτυξης της λεκτικής πειθούς και τις τεχνικές της πειθούς διαμορφώνεται ένα σχέδιο 36 κριτηρίων, με βάση τα οποία μπορεί κάποιος ν αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα του ρητορικού λόγου. Έτσι δημιουργείται ένας συγκεκριμένος δείκτης επιρροής του Ομιλητή. Χρησιμοποιώντας τέλος τα κριτήρια αυτά ο συγγραφέας αξιολογεί και βαθμολογεί δέκα πραγματικούς εταιρικούς λόγους, που εκφώνησαν δέκα διάσημοι Διευθύνοντες Σύμβουλοι πολυεθνικών εταιριών. Τους εταιρικούς αυτούς λόγους εκφώνησαν οι: Steve Jobs (Apple), Rex Tillerson (Exon Mobil), Larry Page (Google), Bill Gates (Microsoft), Warren Buffett ( Berkshire Hathaway) Alex Gorsky (Johnson & Johnson), John Stumpf (Wells Fargo), Jeff Immelt ( General Electric), Severin Schwan ( Roche Holding) και Doug Mcmillon (Wal Mart). Οι ομιλίες αυτές παρατίθενται ως παράστημα , όπως εκφωνήθηκαν στ αγγλικά.
Κλείνοντας τη σύντομη αυτή παρουσίαση του βιβλίου του Δημήτρη Μίχα, θα μπορούσα να πω πως πρόκειται για ένα πρωτοποριακό πόνημα, ένα εγχειρίδιο διδασκαλίας του ρητορικού λόγου, το οποίο θα πρέπει να μελετήσει οπωσδήποτε πρώτα-πρώτα όποιος χρησιμοποιεί το ρητορικό λόγο στη δουλειά του, αν θέλει να βελτιώσει την ικανότητά του να πείθει. Έτσι, ελπίζω να δημιουργηθεί μια νέα γενιά από θεολόγους, δικηγόρους, πολιτευτές, συνδικαλιστές, δημοσιογράφους, Διευθύνοντες Συμβούλους κλπ., που να είναι ικανοί να εκφωνούν λόγους συγκροτημένους, που να πείθουν το ακροατήριό τους. Με πρότυπο επίσης αυτό το βιβλίο είναι καιρός να εισαχθεί στα πανεπιστήμιά μας ένα μάθημα ρητορικής, ώστε όλοι οι απόφοιτοι να μπορούν να αρθρώνουν στις ομιλίες και συζητήσεις τους λόγο πειστικό. Τέλος είναι ευκαιρία κάθε ένας που νοιάζεται να βελτιώσει τον προσωπικό του λόγο, να ρίξει μια ματιά στο βιβλίο του Δημήτρη Μίχα.