Το θέλω δε θέλω είναι «εγώ», το πρέπει δεν πρέπει είναι «υπερεγώ». Το πρώτο ζευγάρι είναι φύση (nature), έμφυτο, το δεύτερο είναι αγωγή (culture), επίκτητο. Η αγωγή έχει ως προορισμό και ως σκοπό να υποτάξει, να δαμάσει, σε πρώτο στάδιο, τη φύση και στη συνέχεια, σε δεύτερο στάδιο, να την αξιοποιήσει προς όφελος του ατόμου και της κοινωνίας. Θα δαμάσει τη φύση επιβάλλοντας στο «εγώ» του παιδιού το υπερεγώ ενός ελεγκτικού αξιακού συστήματος, στο ατομικό «θέλω» του θα προβάλει το υπερατομικό πρέπει. Η αγωγή ξέρει να εξημερώνει το «αγριμάκι» μετατρέποντάς το σε «καλό παιδί» και εντάσσοντάς το ομαλά στην κοινωνία.
Εχει γι αυτό η αγωγή ένα σωρό συνεργάτες και σύνεργα: πρώτα η θρησκεία με το Θεό πανταχού παρόντα και τα πάντα ορώντα, το λαμπροστολισμένο ιερατείο με τα ιερά βιβλία, τα θεϊκά λόγια και τη μεγάλη υπόσχεση για τη μέλλουσα δίκαιη ανταμοιβή του καλού και φοβερή τιμωρία του κακού. Έπειτα η πολιτική εξουσία με συνεργό το νόμο που ορίζει το επιτρεπτό και το απαγορευμένο και τον αστυνόμο (αλλά και το βλέμμα του άλλου) που ελέγχει συνεχώς τη συμπεριφορά και την εφαρμογή του δέοντος και του κοινωνικά ορθού. Πιο πριν έβαλε τις βάσεις του καλού και του κακού η οικογένεια με τον πατέρα, τη μητέρα, τον παππού, τη γιαγιά, τους σημαντικούς άλλους. Και βέβαια το σχολείο με το δάσκαλο και τη βέργα του, το σωστό και το λάθος, τον έπαινο και την ποινή.
Σε όλες τις περιπτώσεις αγωγής λειτουργεί, φανερά ή συγκεκαλυμμένα, το σχήμα «μαστίγιο - ζαχαρωτό», που είναι από καταβολής το βασικό και πάντα αποτελεσματικό σχήμα της. Παρουσιάζει βέβαια διάφορες ποικιλίες και παραλλαγές - περισσότερο ή λιγότερο μαστίγιο ή ζαχαρωτό - ανάλογα με τα (περισσότερο ή λιγότερο αυταρχικά ή φιλελεύθερα) συστήματα και με τους χαρακτήρες των ανθρώπων. Ο στόχος είναι πάντα η υπαγωγή του ατομικού στο συλλογικό, του ζωώδους στο ανθρώπινο, στο κοινωνικά αποδεκτό και το ωφέλιμο ή το συμφέρον, δηλαδή η υπαγωγή του θέλω στο πρέπει. Αν το «θέλω» είναι δικαίωμα που σχετίζεται με την ατομική ελευθερία, το «πρέπει» είναι καθήκον, υποχρέωση, που σχετίζεται με την κοινωνική ευθύνη. Το ένα συμπληρώνει το άλλο αλλά παραμένουν ανταγωνιστικά και συχνά γεννούν διλήμματα, ιδίως σε σχέση με την προέλευση και την ισχύ του πρέπει.
Η αγωγή δεν μπορεί ούτε πάντα ούτε τα πάντα. Μπορεί περισσότερα όταν ξέρει τι θέλει, όταν αρχίζει νωρίς, όταν είναι σταθερά λογική και - κυρίως - όταν βρίσκει (αλλά και όταν δημιουργεί) κατάλληλο έδαφος, δεκτικό και εύφορο. Δεν πετυχαίνει, όταν είναι άβουλη, αντιφατική και αδιάφορη ή όταν βρίσκει σκληρό έδαφος προσκρούοντας σε ένα ισχυρό ένστικτο βούλησης για δύναμη, ένα ισχυρό θέλω. Αυτό το απαιτητικό «θέλω» ορισμένοι «φιλελεύθεροι» ή αδύναμοι ή αδιάφοροι γονείς και παιδαγωγοί αρνούνται, διστάζουν ή αδυνατούν να το ελέγξουν και να το κατευθύνουν σε ομαλή σύζευξη με το «πρέπει». Αφήνοντας αχαλίνωτο το «θέλω» του παιδιού εμπλουτίζουν με λιονταράκια, λύκους και άλλα ανήμερα (ανάγωγα) ζώα (παιδιά) την κοινωνική μας ζούγκλα.