Πολλά ακούγονται τον τελευταίο καιρό για αλλαγές στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Αλλαγές που δεν ξεκινούν ευτυχώς από τις πανελλήνιες Εξετάσεις, όπως σε τόσα άλλα μεταρρυθμιστικά εγχειρήματα. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, ένας όρος ιδιαίτερα ταλαιπωρημένος για δεκαετίες, προβάλλει για μια ακόμη φορά ως το αίτημα, αλλά και το μέσον που θα οδηγήσει σε ένα διαφορετικό σχολείο και θα φέρει τη βελτίωση. Το προσδοκώμενο ωστόσο άλλο σχολείο δεν νοηματοδοτείται με τον ίδιο τρόπο από όλους. Ποικίλες είναι οι νοηματοδοτήσεις και σχετίζονται με τις οπτικές μας, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο προσεγγίζουμε το σχολείο, την εκπαιδευτική διαδικασία και τους στόχους της.
Για άλλους βελτίωση στην εκπαίδευση είναι η απόλυτη σύνδεση του σχολείου με την αγορά εργασίας σε ένα περιβάλλον οικονομικής κρίσης, που απαιτεί αποτελεσματικότητα και ανταποδοτικότητα με αμιγώς οικονομικούς όρους μιας νεοφιλελεύθερης προοπτικής. Μια τέτοια προοπτική επιβάλλει ως προς το περιεχόμενο σταθερά μετρήσιμα στοιχεία και ως προς τη διαδικασία εργαλειοποίηση και μια αυξανόμενη έμφαση στη διαχείριση. Το κριτήριο χάραξης της εκπαιδευτικής πολιτικής δεν μπορεί σε μια τέτοια οικονομοκεντρική προοπτική να είναι ο μαθητής ούτε η διαμόρφωση κριτικά εγγράμματων πολιτών. Αντίθετα η εκπαίδευση καλείται να ανταποκριθεί σε εξω-εκπαιδευτικές ανάγκες, όπως αυτές ορίζονται από τις αρχές της παγκόσμιας αγοράς, που επιβάλλουν εμμέσως αύξηση του φόρτου μιας τυποποιημένης σχολικής εργασίας, η οποία με τη σειρά της οδηγεί σε σταθμισμένα κριτήρια αξιολόγησης. Στόχος της εκπαιδευτικής διαδικασίας καταλήγει να είναι η κατανομή των μαθητών και των μαθητριών στο εργασιακό σύστημα, ανάλογα με τις ανάγκες που αυτό καθορίζει. Με βάση τις επιδόσεις τους στα σταθμισμένα αυτά αξιολογικά κριτήρια επιλέγονται οι ικανοί ως προς συγκεκριμένες δεξιότητες, ώστε να στελεχώσουν με επάρκεια μια άκρως ανταγωνιστική εργασιακή πυραμίδα. Το σχολείο έτσι υποτασσόμενο σε οικονομικές ανάγκες εφαρμόζει ένα σκληρό σύστημα διαχωρισμού και κατηγοριοποίησης των μαθητών, το οποίο ωστόσο προβάλλεται ως φυσικό και αδιαπραγμάτευτο. Σε αυτή τη «φυσική» και αδιαπραγμάτευτη ουσιαστικά διαδικασία, δεν έχουν χώρο συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις, δεν επιτρέπονται ενστάσεις ούτε εναλλακτικές προτάσεις.
Για άλλους αντίθετα βελτίωση σημαίνει αλλαγή της κουλτούρας του σχολείου στην προοπτική δημιουργίας μιας κοινότητας, μέσα στην οποία οι μαθητές και οι μαθήτριες θα μπορούν να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους, όπως διαμορφώνεται σταδιακά, την υποκειμενικότητά τους και τις ταυτότητές τους που συγκροτούνται μέσα από τα ποικίλα ερεθίσματα που δέχονται εντός και εκτός σχολείου. Μια κοινότητα μάθησης που θα τους δίνει επίσης τη δυνατότητα να προσεγγίσουν τον κόσμο που τους περιβάλλει σε όλες του τις εκφάνσεις, αλλά και να στοχασθούν για τη θέση τους σε αυτόν τον κόσμο. Σε μια τέτοια προοπτική οι μαθητές και οι μαθήτριες μπορούν με εφόδια την αποθησαυρισμένη γνώση και την ευαισθησία να κατανοούν τον εαυτό τους σε όλες του τις εκφάνσεις, να προσεγγίσουν τις τέχνες σε όλες τις μορφές τους, να γνωρίσουν την ιστορία τους, τοπική, εθνική και παγκόσμια στην αλληλεπίδρασή τους, να προσεγγίσουν τις επιστήμες. Μπορούν δηλαδή να διερευνησουν τον φυσικό και τον κοινωνικό κόσμο αλλά και τον κόσμο της τέχνης. Και με αυτό τον τρόπο να υπονομεύσουν στην πράξη την αντίληψη για την ιεράρχηση των μαθημάτων (κύρια και δευτερεύοντα) και της γνώσης (χειρωνακτική και πνευματική), που έμμεσα αναπαράγουν κοινωνικές ιεραρχήσεις.
Θα μπορέσουν έτσι να αποκτήσουν γενική παιδεία, όπως την όρισε ο ’γγελος Ελεφάντης πριν από μια δεκαετία («Αυγή», 13.10.2006) ως «[...] το κοινό ταμείο του πολιτισμού μας από το οποίο ο οιοσδήποτε πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εκταμιεύει τα αγαθά της αποθησαυρισμένης ευαισθησίας και της συσσωρευμένης γνώσης [
]οι γνώσεις και οι μέθοδοι παραγωγής τους, αλλά και οι ηθικές, κοινωνικές και αισθητικές αξίες, που συνθέτουν εν τέλει τον καλλιεργημένο άνθρωπό και τον καθιστούν ικανό να μπορεί να γίνεται κοινωνός της ανθρώπινης δημιουργίας και της ανθρώπινης περιπέτειας». Μια γενική παιδεία υπ αυτή την έννοια μπορεί να καταστήσει υπό προϋποθέσεις τους μαθητές και τις μαθήτριες εγγράμματους πολίτες, που προσεγγίζουν κριτικά, ίσως και παρεμβατικά, τη ζωή και το περιβάλλον τους. Πολίτες με ικανότητα να σκέφτονται, να δημιουργούν και να αμφισβητούν, έτσι ώστε να συμμετέχουν παρεμβατικά στην κοινωνία τους. Απώτερος λοιπόν και κεντρικός σκοπός σε μια τέτοια προοπτική είναι ο κριτικός γραμματισμός, που επιτρέπει στους ανθρώπους όχι μόνο να γνωρίσουν την πολιτιστική, πολιτική και οικονομική ζωή της κοινωνίας τους, αλλά και να συνδιαλαγούν μαζί της σε μια προσπάθεια να την αναμορφώσουν.
'Eνα σχολείο γενικής παιδείας μπορεί μάλιστα να λειτουργήσει αντισταθμιστικά. Μπορεί να παρέχει σε όλα τα παιδιά εκείνες τις γνώσεις και τις δεξιότητες που μέχρι σήμερα αποτελούν κυρίως προνόμιο παιδιών που προέρχονται από «ευνοημένα» περιβάλλοντα. Τα παιδιά αυτά εξοικειωμένα με συγκεκριμένες πολιτισμικές πρακτικές κυρίαρχες και στο σχολείο διαθέτουν τα μορφωτικά εκείνα εφόδια που τους οδηγούν στη σχολική επιτυχία. Η γενική παιδεία μπορεί λοιπόν υπό προϋποθέσεις να καλλιεργήσει εντός σχολείου μια ευρύτερη κουλτούρα παρέχοντας ίσες ευκαιρίες σε όλους και σε όλες.
Το ερώτημα επομένως στο οποίο καλούμαστε να απαντήσουμε δεν είναι μόνο τι σχολείο θέλουμε αλλά και με ποιες επιδιώξεις και σε ποια προοπτική. Οι επιλογές μας θα δείξουν εάν πραγματικά μας ενδιαφέρει να δώσουμε μια διαφορετική απάντηση στην κρίση ορθώνοντας την εκπαίδευση ως αμυντικό μέσο και όχι ως εργαλείο διευθέτησης ενός τεχνοκρατούμενου σχεδίου οργάνωσης του κόσμου μας.