Η γνώση ξένων γλωσσών είναι μια αναγκαιότητα που κανένας δεν αμφισβητεί. Δεν υπάρχει γονιός που να μην πιστεύει ότι, για να προκόψει το παιδί του, θα πρέπει να μάθει να χρησιμοποιεί μια τουλάχιστον από τις κυρίαρχες ευρωπαϊκές γλώσσες, όπως είναι τα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά κ.ά. Ανάμεσα βέβαια στις ξένες γλώσσες προτεραιότητα έχει η αγγλική, μια που είναι η lingua franca της εποχής. Την ανάγκη αυτή αναγνωρίζει τόσο η ΕΕ όσο και κάθε κράτος-μέλος χωριστά. Γι αυτό και στα προγράμματα σπουδών όλων των χωρών το μάθημα της ξένης γλώσσας, ιδιαίτερα της αγγλικής, καταλαμβάνει κεντρική θέση. Και ως τέτοιο το θεωρούν και τα σχολεία τους.
Την ανάγκη αυτή υιοθετεί θεωρητικά και η ελληνική πολιτεία, αφού τα αγγλικά διδάσκονται από τη Α΄ Δημοτικού, ενώ τα Γαλλικά και Γερμανικά από την Ε΄. Αν μάλιστα κάποιος μελετήσει το Πρόγραμμα Σπουδών των τριών αυτών μαθημάτων, μένει με την αίσθηση ότι πρόκειται για ολοκληρωμένα προγράμματα, που κάνουν τους μαθητές ικανούς να επικοινωνούν τουλάχιστον με τους τουρίστες και τις τουρίστριες. Το ερώτημα βέβαια είναι αν στην πράξη επιτυγχάνεται αυτός ο στόχος, αν, δηλαδή, η διδασκαλία της Αγγλικής (Γαλλικής ή Γερμανικής) στο ελληνικό σχολείο καθιστά τον μαθητή ικανό χρήστη της ξένης γλώσσας. Σε μια πρόσφατη έρευνα η Eurostat διαπίστωσε ότι οι Έλληνες μαθητές γνωρίζουν λιγότερο ή περισσότερο μια τουλάχιστον ξένη γλώσσα. Συγκεκριμένα, γνωρίζουν σε ικανοποιητικό βαθμό Αγγλικά το 98,1 %, Γαλλικά το 48,5 %, δυο γλώσσες (’γγιξα και Γαλλικά ή Γερμανικά) το 94,1 %. Η διαπίστωση όμως αυτής της έρευνας δεν διευκρινίζει αν η κατάκτηση της ξένης γλώσσας από το ελληνόπουλο οφείλεται στο δημόσιο σχολείο ή στο φροντιστήριο, στο οποίο καταφεύγει το σύνολο των μαθητών. Φαίνεται ότι το θετικό αυτό αποτέλεσμα οφείλεται στο φροντιστήριο, αν και δεν έχει κανένα από τα χαρακτηριστικά του σχολείου, εκτός από την αίθουσα διδασκαλίας και τον δάσκαλο.
Το μάθημα της ξένης γλώσσας στο δημόσιο σχολείο δεν οδηγεί πουθενά. Γίνεται μάλλον για να γίνεται. Φαίνεται ότι οι συνθήκες διδασκαλίας του μαθήματος κάνει την καθηγήτρια που διδάσκει το μάθημα να μην μπορεί να επιτύχει τους στόχους του. Κι αυτό, διότι:
1. Κάθε σχολικό τμήμα αποτελείται από 20-25 μαθητές, αριθμός πολύ μεγάλος για να διδαχτεί μια ξένη γλώσσα. Τα τμήματα στα φροντιστήρια είναι ολιγομελή.
2. Παρ ότι η Πολιτεία δίνει τη δυνατότητα δημιουργίας επιπέδων στα Αγγλικά, διάφοροι παράγοντες δρουν ανασταλτικά. Για παράδειγμα, η ανάγκη διορισμού δεύτερου καθηγητή συνήθως είναι από δύσκολη έως αδύνατη. Έτσι, δημιουργούνται τμήματα με μεγάλη ανομοιογένεια ως προς το επίπεδο γνώσης της γλώσσας. Για διάφορους λόγους κάποιοι μαθητές γνωρίζουν πολύ καλύτερα τη γλώσσα. Είναι επόμενο η καθηγήτρια να αναγκάζεται να επιλέξει την ομάδα των μαθητών στην οποία θα απευθύνεται. Αν επιλέξει του προχωρημένους, οι άλλοι, θα χαζεύουν ή θα δημιουργούν προβλήματα στην ομαλή διεξαγωγή του μαθήματος. Αν επιλέξει την ομάδα των αδύνατων μαθητών, οι προχωρημένοι θα είναι αυτοί που θα δημιουργούν προβλήματα. Το αποτέλεσμα είναι το μάθημα να βρίσκεται σε αδιέξοδο και καθηγήτρια και μαθητές να υποφέρουν. Το βιβλίο είναι ακατάλληλο και για τις δυο ομάδες. Αντίθετα στο φροντιστήριο τα τμήματα είναι ομοιογενή.
3. Στην Α΄ Γυμνασίου οι μαθητές που στην 5η και 6η Δημοτικού παρακολούθησαν Γαλλικά ή Γερμανικά, έχουν τη δυνατότητα να αλλάξουν γλώσσα. Κι αυτό το κάνουν πολλοί μαθητές, όχι γιατί ξαφνικά ερωτεύτηκαν την άλλη γλώσσα, αλλά γιατί πιστεύουν ότι η καθηγήτρια δε θα έχει απαιτήσεις, μια που θα παρακολουθούν το μάθημα ως αρχάριοι. Οι μαθητές όμως αυτοί εντάσσονται στο ίδιο τμήμα Γαλλικών ή Γερμανικών με τους μαθητές που συνεχίζουν το μάθημα που άρχισαν στην 5η Δημοτικού. Η ανομοιογένεια των τμημάτων αυτών είναι τέτοια που είναι πολύ δύσκολο ακόμα και στην πιο δημιουργική καθηγήτρια να κάνει ένα μάθημα της προκοπής. Είναι επόμενο οι καθηγήτριες να «υποφέρουν» από τη στάση και συμπεριφορά των μαθητών.
4. Οι καθηγητές/τριες των άλλων ειδικοτήτων και ιδιαίτερα οι φιλόλογοι, μαθηματικοί, φυσικοί, χημικοί κλπ. θεωρητικά θεωρούν ισότιμο με το δικό τους το μάθημα της ξένης γλώσσας, αλλά στην πράξη όχι. Αν π. χ. τολμήσει η καθηγήτρια των Γαλλικών ν αφήσει μετεξεταστέους όσους μαθητές αφήνει ο καθηγητής των μαθηματικών, θα διαπιστώσει την αρνητική αντίδραση όλων, μαθητών, καθηγητών, γονιών. Αρκεί να θυμηθούμε πώς αντέδρασε πριν από λίγα χρόνια η κοινωνία ενός Γυμνασίου του νομού Ηλείας, όταν η καθηγήτρια των Γαλλικών άφησε μετεξεταστέους πολλούς μαθητές. Μόνο στην πυρά δεν την έριξαν.
5. Οι γονείς ακολουθούν μια αντιφατική στάση απέναντι στο μάθημα. Ενώ από τη μια ο καημός τους είναι να μάθουν τα παιδιά τους Αγγλικά ή Γαλλικά/Γερμανικά, από την άλλη δεν ενδιαφέρονται και πολύ για την πρόοδο στο μάθημα των παιδιών τους στο σχολείο. Αγωνιούν όμως για την προκοπή τους στο φροντιστήριο της γειτονιάς, στο οποίο βέβαια οι ίδιοι ξοδεύουν χρήματα και τα παιδιά τους χρόνο. Το ίδιο σοβαρά αντιμετωπίζουν στο φροντιστήριο το μάθημα της ξένης γλώσσας και οι ίδιοι οι μαθητές. Θεωρούν ότι Αγγλικά, για παράδειγμα, θα μάθουν στο φροντιστήριο κι όχι στο σχολείο. Γι αυτό και, όταν παίρνουν ένα δίπλωμα, π.χ. το FCE (Lower), ευχαριστούν τον φροντιστή κι όχι την καθηγήτρια του σχολείου.
6. Στο Λύκειο η διδασκαλία της ξένης γλώσσας υποβαθμίζεται τελείως, αφού οι μαθητές οφείλουν να επιλέξουν μία από τις τρεις γλώσσες, η οποία και απαξιώνεται από τους ίδιους τους μαθητές.
7. Η ίδια η Πολιτεία κρατάει μια αντιφατική στάση απέναντι στο μάθημα. Από τη μια διακηρύσσει την αναγκαιότητά της ξένης γλώσσας, από την άλλη κάνει ό,τι μπορεί για να το υποβαθμίσει. Πριν από δέκα χρόνια η Υπουργός Παιδείας, πρόσθεσε μια ώρα στο μάθημα των Αρχαίων ελληνικών-ένα άλλο μάθημα που γίνεται για να γίνεται-αφαιρώντας την από το μάθημα των Αγγλικών. Επειδή η Πολιτεία έχει συνείδηση ότι κανένα παιδί δε μαθαίνει ξένη γλώσσα στο δημόσιο σχολείο, γι αυτό και στο πρόγραμμα της Β΄ και Γ΄ Λυκείου δεν εντάσσει το μάθημα της ξένης γλώσσας στα μαθήματα κατεύθυνσης. Παρατηρείται, δηλαδή, μια δεύτερη αντίφαση. Από τη μια υπάρχουν στα πανεπιστήμια τμήματα ξένων γλωσσών, που «παράγουν» καθηγητές οι οποίοι θα διοριστούν στο δημόσιο σχολείο, από την άλλη, μη εντάσσοντας τα Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά στα μαθήματα κατεύθυνσης, εξαναγκάζει τους μαθητές που θέλουν να σπουδάσουν στα αντίστοιχα πανεπιστημιακά τμήματα να καταφύγουν στα φροντιστήρια, που είναι και τα μόνα που μπορούν να τους βοηθήσουν. Η ίδια η Πολιτεία, με δυο λόγια, ενισχύει την παραπαιδεία.
Η κατάσταση, που με πολλή συντομία παρουσιάστηκε, δεν μπορεί να συνεχιστεί για ευνόητους λόγους. Έτσι λοιπόν, α) η Πολιτεία πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι ξένη γλώσσα δεν μπορεί να διδαχτεί σε ικανοποιητικό βαθμό όταν τα τμήματα είναι πολυπληθή και ανομοιογενή όσον αφορά το επίπεδο γνώσης της γλώσσας. Γι αυτό και πρέπει να χωρίζονται σε τμήματα προχωρημένων και μη προχωρημένων, κάτι που γίνεται στα ιδιωτικά σχολεία. β) Το μάθημα της ξένης γλώσσας να γίνεται με ενισχυμένο ωράριο μέχρι και τη Γ΄ Λυκείου. γ) Η ξένη γλώσσα να ενταχθεί στα μαθήματα κατεύθυνσης, όπως τα Μαθηματικά, Ελληνικά κλπ. Μόνον έτσι το σχολείο, οι μαθητές και οι γονείς θα αλλάξουν στάση απέναντι στο μάθημα, ώστε να πάψει η εκμάθησή της ξένης γλώσσας ν αποτελεί προνόμιο μόνον εκείνων που έχουν την οικονομική δυνατότητα να στέλνουν τα παιδιά τους σε φροντιστήριο. Ελπίζω στο νέο σχολείο που εξαγγέλλεται ότι σχεδιάζεται η διδασκαλία της ξένης γλώσσας να έχει βασική θέση στο ΠΣ, ώστε το ελληνόπουλο τελειώνοντας το δημόσιο σχολείο να είναι ικανός χρήστης μιας τουλάχιστον ξένης γλώσσας, τόσο απαραίτητης για την προκοπή του.