Μόνο θετική μπορεί να θεωρηθεί η όλο και πιο ένθερμα υποστηριζόμενη άποψη ότι οι αλλαγές και οι μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται προκειμένου να βρούμε διέξοδο από την κρίση η οποία, εδώ και χρόνια, μαστίζει τη χώρα μας, σχετίζονται πρωτίστως με την παιδεία και με ένα όραμα που ανοίγει προοπτικές προόδου, οικονομικής ανάπτυξης και πολιτιστικής άνθισης. Το ζητούμενο βέβαια παραμένει η οποιαδήποτε αλλαγή στη φιλοσοφία της εκπαίδευσης να μπορέσει, επιτέλους, να οδηγήσει σε αλλαγή της εκπαιδευτικής πολιτικής και, παράλληλα, σε αλλαγή της νοοτροπίας των πολιτών.
Σε αυτή την κατεύθυνση στοχασμού, διαλόγου και διδακτικών προτάσεων για την Παιδεία μας, κινήθηκε η ενδιαφέρουσα διημερίδα που οργάνωσε, στις 6 και 7 Φεβρουαρίου 2016, ο κλάδος των φιλολόγων των Εκπαιδευτηρίων Αυγουλέα-Λιναρδάτου (Περιστέρι, Αθήνα) σε συνεργασία με την Επιστημονική Eνωση και το περιοδικό Νέα Παιδεία με τίτλο «Μελετώντας και διδάσκοντας την αρχαία γλώσσα και σκέψη στο σύγχρονο σχολείο».
Τη διημερίδα άνοιξαν με χαιρετισμό ο Γενικός Διευθυντής των Εκπαιδευτηρίων Αυγουλέα-Λιναρδάτου κ. Γ. Λιναρδάτος και ο Καθηγητής και Αναπληρωτής Πρύτανης του Ιονίου Πανεπιστημίου κ. Κώστας Αγγελάκος, ο οποίος επισήμανε τη σημασία της σαραντάχρονης παρουσίας και προσφοράς της Νέας Παιδείας ως χώρου προβληματισμού, τόνισε την ανάγκη συνέχισης της δημόσιας συζήτησης ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς με στόχο την αναζήτηση προσανατολισμού στην εκπαίδευση και αναρωτήθηκε μήπως η σχέση της εκπαίδευσης με τον αρχαίο κόσμο κινδυνεύει, εδώ και πολλά χρόνια, να χαρακτηριστεί ως σχέση σιωπής και συνενοχής.
Χαιρετισμό απηύθυνε και ο Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Φιλολόγων κος Αναστάσιος Στέφος, ο οποίος υποστήριξε ότι διαφαίνεται υπονόμευση της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών στην εκπαίδευση από τις πρόσφατες αποφάσεις της Πολιτείας και έκανε λόγο για την άρρηκτη διδακτική σχέση ανάμεσα στα Αρχαία Ελληνικά και τα Νέα Ελληνικά.
Η πρώτη ημέρα, άνοιξε με την θεματική ενότητα που είχε τίτλο «Μετά την πολύχρονη περιπέτεια της αρχαιογλωσσίας και της αρχαιογνωσίας στην εκπαίδευση, τι;». Πρώτος από τους τρεις ομιλητές της θεματικής αυτής ενότητας ήταν ο Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων κ. Φάνης Κακριδής ο οποίος ανέπτυξε το θέμα, «Ο Οδυσσέας και τα τριτόκλιτα: O αρχαίος κόσμος στο Γυμνάσιο». Η εισήγηση ξεκίνησε με διαχρονική - ιστορική αναφορά στην περιπέτεια του μαθήματος των Αρχαίων Ελληνικών μετά τη μεταρρύθμιση του 1976. Ακολούθως, επισημάνθηκε η αποστροφή προς τον αρχαίο κόσμο και η έλλειψη ουσιαστικού αποτελέσματος της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών στο Γυμνάσιο όπου το μάθημα αποτελεί συχνά αγγαρεία για τον μαθητή και σημειώθηκε ότι τα τρία τέταρτα των μαθητών του Γυμνασίου δεν συνεχίζουν τη σχετική διδακτική διαδρομή στο Λύκειο. Στη συνέχεια, ο εισηγητής παρουσίασε γνώμες μαθητών σχετικές με τον τρόπο που θα έπρεπε να διδάσκονται τα Αρχαία, καυτηριάζοντας την απουσία των εκπαιδευτικών ενώσεων από τις επιτροπές του Εθνικού Διαλόγου για τα εκπαιδευτικά ζητήματα και ανέδειξε την ανάγκη να διδαχθεί ο αρχαίος ελληνικός κόσμος στην εξέλιξή του ως συνόλου πολιτισμικών φαινομένων καθώς και να δοκιμαστούν τα πιθανά νέα βιβλία σε πειραματικά σχολεία πριν από την επίσημη εισαγωγή - ένταξή τους στα Δημόσια Γυμνάσια.
«Γιατί μαθαίνουμε Αρχαία ή η ωφέλεια του περιττού» ήταν ο τίτλος της δεύτερης εισήγησης με εισηγητή τον Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών και συγγραφέα κ. Γιώργη Γιατρομανωλάκη. Μετά από αναφορά στη διαχρονική πορεία των Αρχαίων Ελληνικών, ο ομιλητής τόνισε την ανάγκη να συνεχιστεί η διδασκαλία τους για όσους το επιθυμούν αλλά να συνδυαστεί με την θεώρησή τους ως μιας νέας γλωσσικής εμπειρίας αλλά και να δημιουργηθεί μια νέα γενιά φιλολόγων που θα γνωρίζουν να θεραπεύσουν τα Αρχαία Ελληνικά σε ένα όμως πλαίσιο σωστότερης διδασκαλίας και της Νέας Ελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας.
Ο ακαδημαϊκός Καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας του Α.Π.Θ. κ. Θεόδωρος Παπαγγελής ήταν ο τρίτος ομιλητής της θεματικής ενότητας. Ανέπτυξε το θέμα «Aρχαιογνωσία: Η κρίσιμη συνεκδοχή και η επιστημολογική πρόκληση». Αρχικά, ο κος Παπαγγελής υπενθύμισε ότι ο όρος «αρχαιογνωσία» πρέπει να αφορά τη συνορίδα των κλασικών γλωσσών (Αρχαίων και Λατινικών) η επάρκεια γνώσης των οποίων υπήρξε πνευματικό αγώνισμα για αρκετούς αιώνες. Μαθαίνω Αρχαία Ελληνικά, δεν αποτελεί απλά επίδοση σε ένα μάθημα αλλά συνεκδοχή μιας ιδεολογικής κα πολιτισμικής πορείας. Ο ομιλητής αναφέρθηκε στους διάφορους τρόπους με τους οποίους, στο διάβα των αιώνων, οι δύο κλασικές γλώσσες-πολιτισμοί (και κυρίως ο αρχαίος ελληνικός) έτυχαν εκμετάλλευσης από πολιτικοκοινωνικά συστήματα, σημείωσε την παραμέληση της λατινικής και ολοκλήρωσε δίνοντας έμφαση στην ανάγκη της αρχαιογνωσίας ως τροφού ιστορικής αυτοσυνειδησίας.
Μετά το πέρας των τριών αυτών εισηγήσεων, υπήρξε δημιουργική συζήτηση σχετική με τα όσα κατατέθηκαν σε αυτές. Ακολούθησε το δεύτερο μέρος της πρώτης ημέρας, το οποίο περιελάμβανε συζήτηση στρογγυλής τραπέζης με συντονιστή τον κο Κ. Αγγελάκο και συγκεκριμένες εισηγήσεις από κάθε ομιλητή με κοινό θέμα: «Aποτιμώντας την πραγματικότητα και σχεδιάζοντας ένα νέο πλαίσιο προσέγγισης της αρχαίας σκέψης στην κοινωνία και στο σχολείο». Ο κύκλος των εισηγήσεων αυτών, άνοιξε με τον λόγο των ανθρώπων που γράφουν και για τη γλώσσα. Ο συγγραφέας-δημοσιογράφος Παντελής Μπουκάλας, με τίτλο «Το γεφύρι της Αρτας», αναρωτήθηκε πώς εννοούμε και πώς ζούμε την ελληνικότητα, επισήμανε την πολιτική και ιδεολογική προσέγγιση του γλωσσικού θέματος, σχολίασε την «εκμετάλλευση» μιας από τα ισχυρότερες πεποιθήσεις, τη σχετική με το πλήθος των ελληνικών λέξεων που απαντώνται σε ξένες γλώσσες και κατέληξε στον όρο «αποπαγίδευση» ως βασική επιδίωξη της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών.
«Ο αρχαίος κόσμος και ο σύγχρονος μαθητής: Mια παραμορφωτική σχέση με αλληλεπιδραστική κατασκευαστική λειτουργία» ήταν ο τίτλος της εισήγησης του Βασίλη Τσάφου, Επίκουρου Καθηγητή του Ε.Κ.Π.Α. Ο ομιλητής υπενθύμισε τα πενιχρά, μέχρι σήμερα, αποτελέσματα της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών, επισήμανε ότι δεν μπορούμε να θέτουμε το μάθημα στην υπηρεσία ιδεολογικών κατασκευών, ανέδειξε αυτό που αποκάλεσε «παραμορφωτική σχέση» ανάμεσα στον αρχαίο κόσμο και τον μαθητή, προτείνοντας να ανοίξουμε «διάλογο» με το κείμενο αναζητώντας την πραγματικότητα με την οποία διαλέγεται και το ίδιο, απεγκλωβίζοντας τη διδασκαλία από την παραδοσιακή ερμηνευτική των κειμένων και γινόμενοι δεκτικότεροι στην προσωπική ανάγνωση του μαθητή.
Τον λόγο των παλαιότερων φιλολόγων κατέθεσε ο Επίτιμος Σύμβουλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου Κώστας Μπαλάσκας. Με τον ενδεικτικό τίτλο «Και τα Νέα Ελληνικά Αρχαία είναι» ο εισηγητής ξεκίνησε επισημαίνοντας την αποκλειστικά ελληνική διάσταση του θέματος των Αρχαίων Ελληνικών στην εκπαίδευση, αναρωτήθηκε ποιος είναι ο ρόλος και η φυσιογνωμία του Γυμνασίου ως προέκτασης του Δημοτικού με έμφαση στην αρχαιογνωσία και όχι στην αρχαιογλωσσία, ερμήνευσε τη δυναμική ενσωμάτωση του συγκεκριμένου μαθήματος στο Γυμνάσιο, μεταξύ άλλων και ως μέσου καταπολέμησης της λεξιπενίας και τόνισε ότι τα Αρχαία Ελληνικά δεν αποτελούν ούτε ξένη ούτε νεκρή γλώσσα ακόμα και αν δείχνουν να χάνουν μέρος της αξιοπιστίας τους. Πρότεινε τα Αρχαία Ελληνικά να γίνουν μάθημα επιλογής και να υπάρξουν αλλαγές στον τρόπο διδασκαλίας τους.
Την άποψη των σημερινών φιλολόγων της πράξης παρουσίασε η επόπτρια φιλολόγων Νέα Γενιά Ζηρίδη, Νατάσα Μερκούρη, στην εισήγησή της «Αρχαία ελληνική γλώσσα και γραμματεία: Πώς συναντιέται το μάθημα με τη ζωή;». Η ομιλήτρια εστίασε στη στενή σχέση ανάμεσα στην επιστήμη και τη ζωή θέτοντας το ερώτημα της δύσκολης προσέγγισης, μέσω της διδασκαλίας, ενός μαθήματος το οποίο δεν δείχνει ότι κινεί το ενδιαφέρον των μαθητών, όταν μάλιστα τα περισσότερα σχολικά εγχειρίδια είναι σχετικά παλαιά. Σημείωσε, στη συνέχεια, το μειονέκτημα της αποσπασματικότητας η οποία, μεταξύ άλλων, ευθύνεται για την έλλειψη αλληλεπίδρασης του μαθητή με το κείμενο και στηλίτευσε όχι την αδυναμία των διδασκόντων αλλά την έλλειψη κρατικής μέριμνας και σοβαρής πολιτικής βούλησης.
Η τελευταία εισήγηση της στρογγυλής τραπέζης έγινε από τον Στέλιο Φραγκιουδάκη, μαθητή της Θεωρητικής Κατεύθυνσης της Γ΄ Λυκείου των Εκπαιδευτηρίων Αυγουλέα-Λιναρδάτου και είχε τίτλο «Αρχαία Ελληνικά: γνώση ή εργαλείο;». Ο μαθητής κατέθεσε τα ανάμεικτα συναισθήματα των συμμαθητών του για τη διδασκαλία της Αρχαίας Ελληνικής στο Γυμνάσιο και παρατήρησε ότι υπάρχει τάση αποστήθισης και όχι έμφαση στα κείμενα, με αποτέλεσμα οι μαθητές να μην έρχονται σε πραγματική επαφή με τον αρχαίο κόσμο.
Η πρώτη ημέρα έκλεισε με δημιουργική συζήτηση που προήλθε από τις τοποθετήσεις των ομιλητών της στρογγυλής τραπέζης.
«Προβληματισμοί και Εναλλακτικές Διδακτικές προτάσεις από τους εκπαιδευτικούς της Πράξης» ήταν η θεματική ενότητα της δεύτερης ημέρας στη διάρκεια της οποίας έλαβαν το λόγο επτά εισηγητές.
Τον κύκλο των εισηγήσεων άνοιξε ο Λάμπρος Πόλκας, Δ.Φ., εκπαιδευτικός στη Δ.Ε., με την εισήγηση «Λόγοι, ταυτότητες και διδακτικές πρακτικές στην αρχαία ελληνική γλώσσα και γραμματεία: Από τον σχεδιασμό στην ανάλυση». Ο ερευνητής παρουσίασε ενδεικτικά ευρήματα από μελέτη ανάλυσης (ποιοτικής αποτίμησης) σεναρίων διδασκαλίας στο μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών (Γυμνάσιο και Λύκειο). Τα 140 σενάρια διδασκαλίας συντάχθηκαν και εφαρμόστηκαν από το 2012 έως το 2015 στη διαδικτυακή κοινότητα «Διάλογος» του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας από 24 μάχιμους εκπαιδευτικούς και είναι προσβάσιμα σήμερα στην ψηφιακή βάση δεδομένων «Πρωτέας». Στο πλαίσιο της ανάλυσης διερευνήθηκαν: (α) οι διδακτικοί λόγοι (discourses) που διαπερνούν τα «σχέδια» των εκπαιδευτικών στα Αρχαία Ελληνικά, β) οι διδακτικές πρακτικές (μαζί με τα διδακτικά συμβάντα και σχήματα) που υιοθετούνται, γ) οι ταυτότητες των μαθητών, στις οποίες οι λόγοι και οι πρακτικές απολήγουν.
Η εισήγηση του Βασίλη Συμεωνίδη, φιλολόγου στο Γ΄ Λύκειο Δράμας με τίτλο «Πυρ, γυνή και Αρχαία Ελληνικά. Η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στο Λύκειο» ξεκίνησε με επισήμανση της σύνδεσης της εκπαίδευσης με την αρχαιότητα για να περάσει, στη συνέχεια, στην πραγματικότητα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, όπου ετέθη το ερώτημα αν οι μαθητές είναι παθητικοί δέκτες ή ενεργά υποκείμενα. Στη συνέχεια, κατατέθηκε μια συγκεκριμένη διδακτική πρόταση βασισμένη σε έννοιες-κλειδιά (κόσμος, γλώσσα, γραμματισμοί, διδακτικές πρακτικές, στόχοι) ακολουθούμενη από παρουσίαση συγκεκριμένων διδακτικών παραδειγμάτων από το Πολιτικά του Αριστοτέλη, το Συμπόσιο του Ξενοφώντος και το Κατά Νεαίρας του Δημοσθένη. Ακολούθησε παράθεση παρατηρήσεων των μαθητών καθώς και μνεία αξιοποίησης Νέων Τεχνολογιών.
Η Ελευθερία Παπαμανώλη, φιλόλογος Μέσης Εκπαίδευσης, εισηγήθηκε το θέμα «Ο κύβος του Ρούμπικ: Η Ιλιάδα από την οπτική των μαθητών». Η ομιλήτρια παρουσίασε την έρευνα δράσης της με στόχο να συνεξετάσει, μαζί με τους μαθητές, την επιτυχία που έχει στην κατανόηση της Ιλιάδας η εφαρμογή της θεωρίας της πρόσληψης (Jauss, 1995). Αναφέρθηκε, αρχικά, στο θεωρητικό πλαίσιο, δηλαδή στη συνειδητοποίηση ότι κάθε ανάγνωση της Ιλιάδας ή της Οδύσσειας είναι ένα πολιτισμικό προϊόν και επομένως δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για έγκυρο νόημα και έγκυρη ερμηνεία του λογοτεχνικού κειμένου καθώς αυτά προκύπτουν από την αλληλεπίδραση κειμένου - αναγνώστη. Στη συνέχεια, εκτέθηκε ο τρόπος εφαρμογής - έρευνας με έμφαση στην ανάδειξη της σημασίας των σταδίων της και κατάθεση παρατηρήσεων όπως αυτές καταγράφονται στο ημερολόγιο, ενώ έγινε αναφορά και στα φύλλα εργασίας των μαθητών.
Οι εισηγήσεις συνεχίστηκαν με την ηθοποιό Φένια Παπαδόδημα, η οποία ανέπτυξε το θέμα με τίτλο «Νέκυια, ταξίδι στα χνάρια των χαμένων ραψωδών και Μουσική αφήγηση με συνοδεία αφρικάνικης άρπας, Νέκυια, ραψωδία λ, 1-50». Επρόκειτο για εισήγηση μιας ερευνήτριας η οποία, τα τελευταία δέκα χρόνια, προσεγγίζει την αναπαράσταση, την ανασύνθεση της παράστασης, της performance που θα έκανε ένας αρχαίος έλληνας ραψωδός ή αοιδός μέσα από τρόπους που εγγράφονται στη δική μας εποχή και πραγματικότητα. Μέσα από την έρευνα αυτή, η κα Παπαδόδημα συνειδητοποίησε σταδιακά ότι η αποστολή του ραψωδού ήταν ιερή και, για το λόγο αυτό, κατείχε μια ξεχωριστή θέση στην κοινωνία έχοντας αποστολή να συνδέει τους προγόνους με τους ζωντανούς, τον αόρατο με τον ορατό κόσμο. Ήταν ο συνεχιστής της ιστορίας, ο φύλακας μιας παράδοσης που μεταφέρονταν προφορικά από γενιά σε γενιά. Η σύνδεση αυτή που επιχειρούσε ένας ραψωδός, ήταν μια σύνδεση με το παρελθόν της κοινωνίας μέσα από το συλλογικό ασυνείδητο. Η διαδικασία είχε και θεραπευτική επίδραση στο ακροατήριο στον βαθμό που ο ψυχισμός του κοινού ενδυναμώνεται, αναζωογονείται μέσα από τη βαθύτερη αντίληψη και κοινωνία με τον μύθο που, ως γνωστόν, αποτελεί ένα όχημα αναπροσδιορισμού της ανθρώπινης ύπαρξης. Η ερευνήτρια τόνισε ότι όλες αυτές οι συνειδητοποιήσεις έγιναν μέσα της μελετώντας την αφρικάνικη μουσική παράδοση των griots (σύγχρονοι ραψωδοί και αοιδοί, ζωντανοί μέχρι σήμερα κυρίως στο Μάλι) αλλά και των αμερικάνων απογόνων τους, των ράπερς, οι οποίοι έχουν πολλά κοινά με τους αρχαίους ραψωδούς αλλά ο ρόλος τους παραμένει ακόμα ζωντανός στην δική τους κοινωνία η οποία ακόμα τους χρειάζεται. Η σύγχρονη δυτική κοινωνία έχει απορρίψει αυτή τη γέφυρα σύνδεσης με την παράδοση, με τους προγόνους, με έναν τρόπο ίσως επιπόλαιο ή και σκόπιμο.
Η επόμενη ομιλία έγινε από την Ευαγγελία Μουλά, Δρ. Παιδικής Λογοτεχνίας και Υπεύθυνη Σχολικών Δραστηριοτήτων Δευτεροβάθμιας Δωδεκανήσου, η οποία εισηγήθηκε θέμα με τίτλο «Κι εκείνοι οι δύο σαν πια αποχόρτασαν γλυκό φιλί κι αγκάλη: H αναγνώριση Οδυσσέα - Πηνελόπης από το κείμενο στα κόμικς και την πολυτροπική της ανάπλαση». Η εκπαιδευτική παρέμβαση που περιέγραψε η ομιλήτρια έχει ως αφετηρία τη σκηνή της αναγνώρισης Οδυσσέα - Πηνελόπης και ταξιδεύει από το κείμενο στις διασκευές της σε κόμικς και σε νέες πολυτροπικές συνθέσεις που την αναπλάθουν. Στο πλαίσιο της δράσης, εξετάστηκαν θέματα σχολικής χρήσης της Οδύσσειας, μετάφρασης, λειτουργίας των μέσων, διαμεσικότητας, διασκευών, πολλαπλότητας της ερμηνείας, ελευθερίας της δημιουργίας κα ιστορικότητας της ανάγνωσης. Από τη μελέτη του κειμένου και των εκδοχών του σε κόμικς, οι μαθητές προχώρησαν σε ευφάνταστες πολυτροπικές - ψηφιακές δημιουργίες, αποτελέσματα διαλεκτικής ζύμωσης των γνώσεών τους με τα αισθητικά τους κριτήρια και τα ερμηνευτικά τους συμφραζόμενα.
Η δεύτερη ημέρα συνεχίστηκε με την ομιλία του Δημήτρη Σαλονικίδη, Δρ. Φιλολογίας και καθηγητή στο Πρώτο Πειραματικό ΓΕΛ Θεσσαλονίκης «Μ. Ανδρόνικος», η οποία είχε τίτλο «Εργαστήριο Κλασικών Σπουδών : To μάθημα των Λατινικών ως μάθημα γλώσσας και πολιτισμού. Η διδασκαλία της Λατινικής με την μέθοδο εκμάθησης των ζωντανών γλωσσών». Αφού αναφέρθηκε στο υφιστάμενο πλαίσιο διδασκαλίας των κλασικών γλωσσών, ο ερευνητής παρουσίασε τη δράση του Εργαστηρίου Κλασικών Σπουδών του σχολείου του επικεντρώνοντας στο «Latinitas», εγχειρίδιο λατινικής γλώσσας που συντάχθηκε για τις ανάγκες της διδασκαλίας της λατινικής γλώσσας στο πλαίσιο της συγκεκριμένης δράσης και που περιλαμβάνει τόσο θεωρία της γραμματικής και του συντακτικού, όσο και ασκήσεις εμπέδωσης, παραδείγματα των οποίων παρουσίασε στη συνέχεια της εισήγησής του (παραδείγματα κειμένου, ασκήσεων κατανόησης και ετυμολογίας). Η ανακοίνωση ολοκληρώθηκε με αναφορά στη θετική αποτίμηση της λειτουργίας του Εργαστηρίου Κλασικών Σπουδών για το μάθημα των Λατινικών.
Την διημερίδα έκλεισε με την ομιλία της η Βάλια Λουτριανάκη, φιλόλογος στα Αρσάκεια Ψυχικού, υποψήφια διδάκτωρ και πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για την Προώθηση της Ρητορικής στην Εκπαίδευση. Τίτλος της εισήγησής της: «Καλλιεργώντας τον ρητορικό λόγο και τη φαντασία μέσα από το μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών». Τα Αρχαία Ελληνικά από το πρωτότυπο είναι πρωτίστως μια πρόκληση ψυχολογικής φύσεως. Το αντικείμενο έχει βασανιστεί από την απουσία φαντασίας και εναλλακτικής διδασκαλίας και την εμμονή στη διδασκαλία γραμματικοσυντακτικών φαινομένων. Το περιεχόμενο των κειμένων, η δομή τους, το ύφος και η αισθητική τους, η ετυμολογία των λέξεων και άλλες διερευνητικές προσεγγίσεις, μένουν συχνά στο περιθώριο. Η εκπαιδευτικός πρότεινε την πραγματοποίηση του μαθήματος με τη μορφή εργαστηρίου και τη διαθεματική προσέγγιση της αρχαίας Ελληνικής μέσω άλλων μαθημάτων, όπως της Αγγλικής και των φυσικών επιστημών. Προτάθηκε γενικότερα η εισαγωγή στοιχείων της αρχαίας στο μάθημα της Γλώσσας των τελευταίων τάξεων του Δημοτικού μέσα από παιγνιώδεις δραστηριότητες, ώστε να αμβλυνθεί το άγχος και η αρνητική διάθεση που δυναμιτίζουν κάθε δημιουργική προσπάθεια να αγαπήσουν οι μαθητές την παλαιότερη μορφή της γλώσσας τους.
Η δεύτερη ημέρα ολοκληρώθηκε με δημιουργική συζήτηση σχετική με το περιεχόμενο των ανακοινώσεων.
Πέρα από τις άκρως ενδιαφέρουσες απόψεις και προτάσεις που κατατέθηκαν καθώς και την γόνιμη συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων που πλαισίωσαν τις ομιλίες, η γενική εντύπωση που σχηματίστηκε από τη διημερίδα αυτή ήταν ότι στη δεύτερη ήδη δεκαετία του 21 ου αιώνα η θέση της αρχαίας γλώσσας και σκέψης μέσα στο ελληνικό εκπαιδευτικό περιβάλλον και στο πρόγραμμα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης διέρχεται περίοδο τελμάτωσης. Γι' αυτό πρέπει να επανεξεταστεί με βάση όχι την ανυπαρξία θέσεων και ενδιαφέροντος των εκάστοτε Υπουργών Παιδείας αλλά κυρίως τον ρόλο των ίδιων των εκπαιδευτικών διδασκόντων - ερευνητών μέσα από μια ελεύθερη επιλογή των μαθητών και μια ανανέωση των μεθόδων διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών.