Οι τελευταίες εξαγγελίες του Υπουργείου Παιδείας, σχετικά με την κατάργηση των εισαγωγικών εξετάσεων στα Πρότυπα Πειραματικά Σχολεία, παρήγαγε, όπως ήταν φυσικό, μια πλούσια αρθρογραφία στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, με θετικές και αρνητικές ενστάσεις και αντιδράσεις από εκπαιδευτικούς και μελετητές της εκπαίδευσης, που έφεραν το όλο θέμα στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας.
Προς το παρόν, δεν έχει ακόμη αποφασισθεί, παρά τις αντικρουόμενες απόψεις και τις αλληλοαναιρούμενες ανακοινώσεις του Υπουργείου Παιδείας, αν θα διατηρηθούν ή όχι οι εισαγωγικές εξετάσεις στα εν λόγω σχολεία· επιπρόσθετα, δεν έχει διευκρινιστεί αν θα παραμείνει ενιαία η ονομασία του θεσμού Πρότυπα Πειραματικά Σχολεία, που καθιερώθηκε πριν από μερικά χρόνια (Νόμος 3966/2011) ή αν θα διαφοροποιηθούν ο ρόλος τους και οι επιδιωκόμενοι σκοποί.
Συγκεκριμένα, τα Πειραματικά Σχολεία θεσμοθετήθηκαν το 1929 (Ν. 4378) και λειτούργησαν στην Αθήνα (1929) και τη Θεσσαλονίκη (1933), αρχικά, υπό την εποπτεία των Φιλοσοφικών Σχολών των δύο Πανεπιστημίων με εμπνευσμένους εισηγητές τους Νικόλαο Εξαρχόπουλο και Αλέξανδρο Δελμούζο και αργότερα και σε άλλες πόλεις (Πάτρα, Ιωάννινα, Ρέθυμνο, Μυτιλήνη, Βόλο κ.ά.). Στα σχολεία αυτά, ως εργαστήρια μελέτης για την εφαρμογή νέων παιδαγωγικών και διδακτικών θεωριών (Βλ. Γιώργος Καλλίνης, «Βήματα στο κενό; Τα Πρότυπα Πειραματικά Σχολεία και το παρελθόν», Νέα Παιδεία, 153/2015) αξιολογούνταν καινοτόμα εκπαιδευτικά προγράμματα, νέες μέθοδοι και τεχνικές διδασκαλίας καθώς και διδακτικές συμπεριφορές στο πλαίσιο της όλης εκπαιδευτικής διαδικασίας. Συνεπώς, ως εκ της λειτουργίας τους, λογικό είναι οι μαθητές να επιλέγονται με κλήρωση, όπως ίσχυε και στο παρελθόν, ώστε το μαθητικό δυναμικό να μην είναι διαφορετικό από το αντίστοιχο μέσο επίπεδο των σχολείων της χώρας.
Αντίθετα, τα Πρότυπα Σχολεία, με διαφορετική φιλοσοφία, υπάγονται σε άλλη κατηγορία: είχαν ιδρυθεί και λειτουργούσαν με υποδειγματικές συνθήκες οργανωτικής δομής, επιστημονικής επάρκειας του εκπαιδευτικού δυναμικού, εφαρμογής διδακτικών πρακτικών κ.ά., και, μάλιστα, σε προγενέστερες εποχές, είχαν και σχετική διοικητική αυτοτέλεια, με Διευθυντή Επόπτη Γενικό Επιθεωρητή Μέσης Εκπαίδευσης. Στα σχολεία αυτά ίσχυε ο θεσμός των αυστηρών εισαγωγικών εξετάσεων, στα μαθήματα Γλώσσα Ιστορία Φυσικομαθηματικά, που επέτρεπε σε μαθητές, από διάφορες κοινωνικές τάξεις, να διαγωνισθούν στο πλαίσιο της ευγενούς άμιλλας και να παρακολουθήσουν μαθήματα με υψηλές προδιαγραφές.
Στα Πρότυπα αυτά Σχολεία, που καθιερώθηκαν αρχικά με τον Α.Ν. 247/1936, εντάσσονται ευάριθμα δημόσια σχολεία τα οποία είχαν ιδρυθεί, τα περισσότερα με κληροδοτήματα, με ίδιους πόρους, αλλά και με ιδιαίτερους κανόνες οργάνωσης, ώστε να λειτουργούν υποδειγματικά έναντι των άλλων σχολείων της αντίστοιχης εκπαιδευτικής βαθμίδας. Τα σχολεία αυτά, είναι η Ιωνίδειος Σχολή Πειραιά (έτος ίδρυσης 1847), η Βαρβάκειος Πρότυπος Σχολή (1860), η Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων (1833), στα οποία αργότερα προστέθηκαν η Ευαγγελική Σχολή Ν. Σμύρνης (1934/1972) και η Σχολή Αναβρύτων (1946). Ο θεσμός των σχολείων αυτών καταργήθηκε το 1983 - μαζί και με άλλους θεσμούς, όπως η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών με το Διδασκαλείο Μέσης Εκπαιδεύσεως και τη Σχολή Επιμόρφωσης Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης -, απόφαση όντως αντιδημοκρατική, από δημοκρατική κυβέρνηση, γιατί στερούσε στους μαθητές, από αδύναμες οικονομικά οικογένειες, αλλά με αυξημένες πνευματικές δυνάμεις, την πρόσβασή τους σε σχολεία υψηλών απαιτήσεων.
Με το διαφαινόμενο αλλά και επιβαλλόμενο διαχωρισμό Πειραματικών και Προτύπων Σχολείων, το Υπουργείο Παιδείας ανεπίσημα εισηγείται τη διατήρηση των εισαγωγικών εξετάσεων μόνο στα πέντε προαναφερόμενα και αποκαλούμενα «Ιστορικά» σχολεία με τη δική τους εκπαιδευτική παράδοση· περιέργως, εξαιρούνται το Ζάννειο Σχολείο Πειραιά (1956) και το Ράλλειο Σχολείο Πειραιά (1856), το μοναδικό στην Β/θμια Εκπ/ση αμιγώς σχολείο θηλέων· ακόμη, δε γίνεται καμιά αναφορά για περαιτέρω διεύρυνση του θεσμού σε όλη την επικράτεια.
Τα Πρότυπα Σχολεία λειτουργούν, επί σειρά ετών, με άριστες επιδόσεις των μαθητών, με αποφοίτους οι οποίοι στελέχωσαν, σε όλους τους τομείς, τα Πανεπιστήμια Ελλάδας και εξωτερικού, στο πνεύμα της «αριστείας», λέξη ελληνική, με βαθιές ρίζες στην αρχαία ελληνική γραμματεία, που τόσο σήμερα έχει δυσφημιστεί, ακόμη και από πολιτικούς παράγοντες· σχολεία υψηλών επιδόσεων, καταξιωμένα στην ελληνική κοινωνία και στην εκπαιδευτική κοινότητα, υποβαθμισμένα, δυστυχώς, σήμερα, σε σύγκριση με περιώνυμα ιδιωτικά σχολεία που κατέχουν τα σκήπτρα της δημοσιότητας.
Από προσωπική εμπειρία, αναφέρω ενδεικτικά τη Βαρβάκειο Πρότυπο Σχολή, με αυξημένο κύρος σε πανελλήνια κλίμακα· σχολείο, λαϊκό και δημοκρατικό, που δεν καλλιεργούσε μόνο την αγάπη για τη γνώση και την κριτική σκέψη, εντελώς διαφορετικά από το στείρο ανταγωνισμό και τη βαθμοθηρία, αλλά και δίδασκε στους μαθητές (σχολείο αρρένων ως το 1982) ότι ο δρόμος προς την ελευθερία διέρχεται μέσα από την άσκηση και την πειθαρχία και η δημοκρατία έχει κανόνες που ισχύουν για όλους (Βλ. Γ. Κουνής «Η αριστεία σαν πάθος για γνώση», Η Καθημερινή, 22/3/2015).
Ο θεσμός των Προτύπων Σχολείων, που εφαρμόζεται σε όλες τις προηγμένες χώρες, με τεράστια αποδοχή από γονείς και μαθητές, εξυπηρετώντας τα συμφέροντα των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων, έναντι των ευκατάστατων, είναι ανάγκη να τεθεί σε νέες βάσεις. Ευκταίο θα ήταν τα σχολεία να αναβαθμιστούν και διευρυνθούν σε όλες τις εκπαιδευτικές περιφέρειες της χώρας, ώστε όλοι οι μαθητές, με ιδιαίτερες πνευματικές ικανότητες, να μπορούν να αξιοποιούν πλήρως τις δυνατότητές τους, και χωρίς να αναγκάζονται οι γονείς να καταφεύγουν, εφόσον φυσικά έχουν την οικονομική άνεση, σε ιδιωτικά σχολεία, με υψηλά δίδακτρα.