ShareThis
Η Javascript πρέπει να είναι ενεργοποιημένη για να συνεχίσετε!

Άρθρα

Η εκπαίδευση σε αναζήτηση μιας εναλλακτικής προοπτικής

Είναι αναμφισβήτητο για όλους μας ότι και στα εκπαιδευτικά πράγματα, όπως και σε πολλά άλλα στη χώρα μας, βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη καμπή. Και δεν είναι μόνο η δική μας αδράνεια, η απουσία οράματος, οι για χρόνια χαμένες ευκαιρίες ή οι μη εύστοχες επιλογές. Όπως και στα υπόλοιπα θέματα βρισκόμαστε σε μία δίνη, απόρροια μιας παγκόσμιας και ποικιλώνυμης κρίσης, με σοβαρές συνέπειες τόσο στην εκπαιδευτική πολιτική όσο και στο ρόλο και τη λειτουργία του σχολείου. Στις περισσότερες χώρες του δυτικού κυρίως κόσμου σήμερα επανερχόμαστε σε συγκεντρωτικά θεσμικά πλαίσια αλλά και στα προτάγματα της  αποτελεσματικότητας και του ορθολογικού ελέγχου του παραγόμενου προϊόντος στην προοπτική της βέλτιστης επίδοσης και της απόλυτης κυριαρχίας έναντι των ανταγωνιστών. Πρόκειται ουσιαστικά για επάνοδο σε διαδικασίες, που συρρικνώνουν τον ρόλο τόσο των εκπαιδευτικών όσο και των μαθητών, καθώς τους αποπροσωποποιούν αντιμετωπίζοντάς τους ως μέλη μιας αδιαφοροποίητης μάζας και περιορίζουν το χώρο αυτόνομης δράσης τους.

Ίσως γιατί η εκπαιδευτική πολιτική που διαμορφώνεται στο πλαίσιο της παγκόσμιας αγοράς δεν ορίζεται με κριτήριο τη διαμόρφωση κριτικά εγγράμματων πολιτών. Φαίνεται να μη μας ενδιαφέρει αν θα φωτιστούν οι μαθητές και οι μαθήτριές μας. Αν θα μάθουν γράμματα. Κριτήριο είναι πλέον οι εξω-εκπαιδευτικές ανάγκες, όπως αυτές ορίζονται σε ένα οικονομοκεντρικό παγκόσμιο πλαίσιο, όπου τα πάντα αποτιμώνται με κριτήρια αποδοτικότητας. Σε έναν τέτοιο προσανατολισμό τα αντικείμενα που διδάσκονται πρέπει να ενσωματώνουν δεξιότητες κλειδιά και να δείξουν στους μαθητές και στις μαθήτριες κυρίως πώς να χρησιμοποιήσουν τη γνώση. Μια γνώση που δεν σημαίνει πια φωτισμό, πλούτισμα του νου. Αντίθετα γίνεται μέσο ανέλιξης, αποκτά χρηστική αξία και μπορεί να μετατραπεί για άλλους σε απειλή και για άλλους σε προνόμιο ανέλιξης και σχολικής αλλά και κοινωνικής ή επαγγελματικής επιτυχίας. Στόχος της όλης διαδικασίας είναι η κατανομή των μαθητών και των μαθητριών στο εργασιακό σύστημα, ανάλογα με τις ανάγκες που αυτό καθορίζει. Με βάση τις επιδόσεις τους σε σταθμισμένα αξιολογικά κριτήρια επιλέγονται οι ικανοί ως προς συγκεκριμένες δεξιότητες, ώστε να στελεχώσουν με επάρκεια μια άκρως ανταγωνιστική εργασιακή πυραμίδα. 

Σε ένα τέτοιο εκπαιδευτικό πλαίσιο φαίνεται να μη μπορούν να αναπτυχθούν πρωτοβουλίες από την κοινότητα του σχολείου. Η επίδοση και η αποδοτικότητα δεν αφήνει χώρο στις ανθρώπινες σχέσεις, διότι ο συνδυασμός της αγοράς και των εκτελεστικών μεταρρυθμίσεων επηρεάζει βαθειά τόσο την πρακτική της διδασκαλίας όσο και την ψυχή του δασκάλου. Οι εκπαιδευτικοί κατά κανόνα εγκλωβίζονται σε τυποποιημένες διαδικασίες και οι μαθητές, όταν δεν αδιαφορούν, αναλώνονται στην προσδοκία της σχολικής επιτυχίας, που συχνά δεν έχει σχέση με τη μόρφωση. Οι δυνατότητες για ανάληψη πρωτοβουλιών από τους εκπαιδευτικούς σε ένα τέτοιο πλαίσιο φαίνονται ελάχιστες. Καθώς μάλιστα οι εκπαιδευτικοί υποχρεώνονται να εστιάσουν στα τεχνικά στοιχεία της εργασίας τους, απομακρύνονται όλο και περισσότερο όχι μόνο από τους μαθητές και τις μαθήτριές τους αλλά και από τους/τις άλλους/ες εκπαιδευτικούς και την προοπτική της αναζήτησης εναλλακτικών δράσεων, που θα μπορούσαν να αλλάξουν την κουλτούρα ενός αδιάφορου για όλους σχολείου. Για αυτό και οι εξαιρέσεις φαντάζουν πολύ ξεχωριστές και ιδιαίτερα καινοτόμες.

Ίσως για αυτούς ακριβώς τους λόγους οι πρώτες κινήσεις της νέας πολιτικής ηγεσίας, συμβολικές θα λέγαμε, να μαρτυρούν την αγωνία αλλά και τη διάθεση αντίστασης απέναντι σε μια πολιτική που φυσικοποιείται καθώς προβάλλεται ως η μόνη δυνατή στις διαμορφούμενες – από ποιον; - συνθήκες παγκοσμίως. Η κατάργηση της τράπεζας θεμάτων και της κούρσας των αλλεπάλληλων εξετάσεων, η υπονόμευση μιας κακοφορμισμένης «αριστείας», ακόμη και η αναφορά στον παραδοσιακό μαυρο-πίνακα, που μας θυμίζει ότι η εκπαιδευτική διαδικασία είναι μια ανθρώπινη συνάντηση εκπαιδευτικού και εκπαιδευομένων και αμφισβητεί την επιβαλλόμενη παντοδυναμία των εργαλείων και την θεοποίηση της χρηστικότητας, αποτελούν ενδιαφέροντα δείγματα γραφής. Το ίδιο και η ενδυνάμωση της φωνής των εκπαιδευτικών με τη δυνατότητά τους να έχουν λόγο στην επιλογή του διευθυντή. Ακόμη  το κείμενο με το οποίο ο ίδιος ο Υπουργός απευθυνόμενος στους μαθητές νοηματοδοτούσε όχι μόνο την ίδια την επανάσταση αλλά και την επέτειό της στη σύγχρονη ιστορική συγκυρία και η άμεση συσχέτιση του σχολείου με τον πολιτισμό μαρτυρούν έναν εναλλακτικό εκπαιδευτικό αλλά και αξιακό λόγο. Λιγότερο τεχνοκρατικό και πιο αναστοχαστικό.

Επιλογές που δείχνουν μια διάθεση, η οποία ωστόσο πρέπει να μεταφραστεί και σε δράση. Δράση και όχι αναδίπλωση και επαναφορά σε παλαιότερες πρακτικές, έστω και προσωρινά. Δράση που θα σημάνει και τομή σε καίρια ζητήματα που ορίζουν το σύγχρονο εκπαιδευτικό πλαίσιο και θα αλλάξουν δομικά το σχολείο. Δράση όχι άμεση αλλά στοχαστική και με προοπτική. Απαιτούνται ζυγισμένα μικρά βήματα.

Και σε αυτή την προοπτική δύο φαίνεται να είναι τα πιο σοβαρά προσκόμματα.

Ο παγκόσμιος λόγος για την εκπαίδευση, που, όπως περιγράφηκε συνοπτικά,  είναι ελεγκτικός και δραστικά περιοριστικός, απόρροια της παλινόρθωσης της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας και της πρακτικής της ανταγωνιστικής αποδοτικότητας. Και δυστυχώς ο λόγος αυτός φυσικοποιημένος φαίνεται να αναπαράγεται ποικιλοτρόπως στη χώρα μας από πολιτικά κόμματα, αλλά και από φορείς, επιστημονικές ενώσεις, επαγγελματικές ομάδες, από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τους ποικιλώνυμους φορείς εξουσίας σε όλα τα πεδία της πολιτικής, κοινωνικής και εκπαιδευτικής ιεραρχίας. Η αναφορά στα ευρωπαϊκά συστήματα προβάλλεται ως το βασικό επιχείρημα αμφισβήτησης της όποιας εναλλακτικής πρότασης. Θαρρείς πως οι ευρωπαϊκές επιλογές είναι φυσικές και πολιτικά ουδέτερες. Σαν να μη λαμβάνουμε υπόψη μας ότι ιστορικά η αντίσταση στις κυρίαρχες ευρωπαϊκές πρακτικές σε ποικίλα πεδία οδήγησε σε αναμορφώσεις και εναλλακτικές επιλογές, από τις οποίες προέκυψε η νέα κάθε φορά συνθήκη, που έδινε νέα πνοή και στο σχολείο.  

Το δεύτερο είναι η συντεχνιακή λογική, στην οποία εγκλωβίστηκε σε αρκετές  περιπτώσεις ο λόγος της κυβερνώσας παράταξης, όταν ήταν αντιπολιτευτικός. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο ταυτίστηκε με τον λόγο της άρνησης, της στασιμότητας, των κεκτημένων ανεξάρτητα από τη δυναμική που μπορεί να αναπτύσσεται στο διάλογο με τις διαμορφούμενες κάθε φορά συνθήκες. Και είναι ίσως περισσότερο από ποτέ αναγκαίος, έστω και εάν φαντάζει δύσκολος ο απεγκλωβισμός από τον άκαμπτο αντίπαλο λόγο, ώστε να αναζητηθούν συνθέσεις και νέες προοπτικές σε μια δυναμική αναστοχαστική πορεία, που θα σημάνει και επαναπροσδιορισμό θέσεων, ευελιξία και ένα ανοικτό πλαίσιο  αναμορφώσεων χωρίς ιδεολογικές εμμονές και αγκυλώσεις.  

Για να υπερβούμε και τα δυο αυτά σοβαρά προσκόμματα δεν χρειάζονται ούτε κραυγές, ούτε καταγγελτικά συνθήματα, ούτε άμεσες κυβερνητικές παρεμβάσεις με τη μορφή διαταγμάτων ή νομοθετικών ρυθμίσεων. Γιατί ούτε η ρητορεία, ούτε οι επιβαλλόμενες θεσμικές ρυθμίσεις μπορούν να δημιουργήσουν ρήγματα σε παγιωμένες αντιλήψεις και πρακτικές και να μας ενδυναμώσουν απέναντι σε φυσικοποιημένες επιβολές  και μάλιστα τόσο ισχυρές. Χρειάζεται περίσκεψη και μακρόπνοος σχεδιασμός, που θα μας επιτρέψει μέσα από συλλογικές αναζητήσεις να προκρίνουμε λύσεις με επιχειρήματα και δοκιμασμένες εναλλακτικές επιλογές. Θα μας δώσει και τη δύναμη αλλά και τα όπλα για να αντισταθούμε και να αναζητήσουμε ένα νέο ανθρωπιστικό ιδεώδες, ώστε να αντιπροτείνουμε στην πνευματοκτόνο προσαρμοστικότητα στην αγορά την δραστική και επινοητική παρέμβαση, που θα δείχνει έναν άλλο δρόμο.

Μια τέτοια προοπτική μπορεί ίσως να διαμορφώσει και όραμα και προσδοκίες για ένα διαφορετικό σχολείο. Ένα όραμα βέβαια, που ως μη αυτονόητο θα προβληματοποιείται διαρκώς, χωρίς να εκφυλίζεται μέσα από τυποποιημένες «ορθολογικές» διαδικασίες ούτε να υπονομεύεται από αποδομιστικές προσεγγίσεις, που θα μπορούσαν να αφήσουν το σχολείο ανυπεράσπιστο απέναντι σε πολιτικές και οικονομικές επιβουλές μιας παγκοσμιοποιημένης αγοράς.


Συντάκτες

Ενημερωτικό δελτίο