Σχετικά με το περιεχόμενο του βιβλίου, η συγκρότηση, το εύρος και η πρωτοτυπία του φαίνονται ήδη από τον πίνακα των περιεχομένων. Ο συγγραφέας, με μια συνεπή, παραγωγική πορεία σκέψης, προχωρεί από το υπερκείμενο πλαίσιο (νεωτερικό και μετανεωτερικό επιστημολογικό παράδειγμα, ιστορικοί όροι συγκρότησης της Εκπαίδευσης) στον ορισμό του Α.Π., στη θεωρία και την πράξη του, στο ρόλο του εκπαιδευτικού και των μαθητών στο σχεδιασμό και την ανάπτυξή του· αφιερώνει, τέλος, το τελευταίο κεφάλαιο στο «Αναλυτικό Πρόγραμμα στο σύγχρονο επιστημονικό και πολιτισμικό πλαίσιο», το οποίο κλείνει με την ανάδειξη ή τον επαναπροσδιορισμό των νέων σχετικών ερευνητικών πεδίων. Οδηγεί, έτσι, τη σκέψη του αναγνώστη να παρακολουθεί όλη τη διαδρομή της γένεσης και των επαναπροσδιορισμών της έννοιας του Α.Π., στην οποία εστιάζει η μελέτη, και να το κάνει με έναν ολοένα εξελισσόμενο επιστημονικό εξοπλισμό.
Προχωρώντας ο αναγνώστης στη μελέτη του βιβλίου, αντιλαμβάνεται τις αρετές που συνιστούν και την ιδιαίτερη συνεισφορά του στη σχετική βιβλιογραφία. Αρχικά, αντιλαμβάνεται τον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας συνυφαίνει όλες τις παραμέτρους που ορίζουν το Α.Π. ως διεπιστημονικό πεδίο μελέτης: τους ιστορικούς και επιστημολογικούς ορίζοντες της νεωτερικότητας και της μετανεωτερικότητας, τη διαμόρφωση του εκπαιδευτικού θεσμού μέσα από τα προτάγματα και τις άρρητες συχνά παραδοχές των δύο αυτών συστημάτων, καθώς και τις συνεχείς αναπλαισιώσεις της έννοιας και της θεωρίας του Α.Π. σε σχέση με ποικίλες οπτικές και παραμέτρους. Μακράν του να επιβάλει την οπτική του ως μοναδική, ο συγγραφέας προτιμά να θέτει συχνότερα τα ερωτήματα στα οποία καλείται να απαντήσει η θεωρία του Α.Π. Λ.χ.: Α.Π.: αυτόνομο ακαδημαϊκό αντικείμενο ή διεπιστημονικό πεδίο;/ Ανάπτυξη Α.Π. ή κατανόηση Α.Π.; Ή, παραθέτει όλες τις γνωστές ταξινομήσεις των θεωριών του Α.Π., χωρίς να υποδεικνύει κάποια δική του προτίμηση. Στο τέλος, όμως, του σχετικού κεφαλαίου, και κατ αναλογία σε άλλα κεφάλαια, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι όλες οι μορφές των κατηγοριοποιήσεων είναι υπεραπλουστευτικές, καθώς «δεν αναδεικνύουν τη σταδιακή ανάπτυξη της θεωρίας του Α.Π. και τις ποικίλες αλληλεπιδράσεις ούτε τη συσχετίζουν με το ιστορικό και κοινωνικο-οικονομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο συγκροτήθηκε» (σ. 160). Έτσι, μη προβάλλοντας δηλαδή τη θέση του από την αρχή, ο συγγραφέας παρασύρει τον αναγνώστη σε μια διαδρομή διερώτησης που τον οδηγεί σε μια δυναμική ανάγνωση: μια ανάγνωση στη διάρκεια της οποίας δεν παύει να αναρωτιέται, να προβληματίζεται, να αναμοχλεύει ερωτήματα και να επαναπροσδιορίζει τη γνώση και τη σκέψη του.
Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, θα υποστηρίζαμε ότι η εκφορά του λόγου στο συγκεκριμένο βιβλίο διακρίνεται από μια μπαχτινικού τύπου διαλογικότητα. Ο κ. Τσάφος έχει πάρα πολλές παραπομπές και ικανό αριθμό παραθεμάτων στο έργο του. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι βρήκε μια ευκολία ή ότι δεν θα μπορούσε να συνθέσει ό,τι κόμισε από τις ομολογουμένως πλουσιότατες βιβλιογραφικές πηγές του σε έναν πιο ατομικό και μονοφωνικό λόγο. Ο κ. Τσάφος φαίνεται ότι επέλεξε, όχι απλώς να παραπέμπει στους μελετητές που διαμόρφωσαν τη σκέψη του, αλλά να συνομιλεί και να διαλέγεται εμπρόθετα μαζί τους, με τρόπο που να δείχνει ότι η σκέψη του διαθλάται μέσα από το πρίσμα του «άλλου», και τα εκφωνήματά του εκφράζονται μέσα από τον «άλλον» και απευθύνονται στον «άλλον»: τον επεξηγούν, τον σχολιάζουν, τον συμπληρώνουν, του απαντούν! Έτσι ο αναγνώστης πανεπιστημιακός, μελετητής, εκπαιδευτικός, φοιτητής έχει ένα διπλό όφελος. Αρχικά, έρχεται αντιμέτωπος με μια συνύπαρξη μέσα στο ίδιο έργο διάφορων λόγων και φωνών, που συνιστούν και το παλίμψηστο της θεωρίας του Α.Π.· ειδικά ο φοιτητής, ο εκπαιδευτικός ή ένας μελετητής νεοεισερχόμενος στο πεδίο έχει στα χέρια του ένα σύγχρονο και αξιόπιστο βιβλίο αναφοράς, και μάλιστα όχι σε μια στατική και εγκυκλοπαιδική αλλά σε μια δυναμική εκδοχή· μια εκδοχή που τον διαφωτίζει για τους συσχετισμούς των λόγων, των δυνάμεων και των διαλόγων που παράγουν κάθε φορά τις σχετικές θεωρήσεις και θεωρίες. Κατά δεύτερο λόγο, ο αναγνώστης αναγκάζεται να λάβει μια θέση μέσα σ αυτό το δίκτυο των λόγων και των διαλόγων, και να επιλέξει την οπτική από την οποία θα δει ο ίδιος τα πράγματα. Με τη μελέτη του βιβλίου αυτού δεν ενημερώνεται ούτε καταρτίζεται απλώς σχετικά με τις θεωρητικές προσεγγίσεις και τους εκπαιδευτικούς προσανατολισμούς του Α.Π., αλλά μάλλον, θέτει και τη δική του σκέψη, όσο διαμορφωμένη και να υπήρξε ως τη στιγμή της ανάγνωσης, στο διάλογο με τους «άλλους».
Πρόκειται, θα λέγαμε, για ένα βιβλίο που εμπλέκει τον αναγνώστη σε αναστοχαστικές διαδικασίες μέσα από τις οποίες μπορεί να αναζητήσει νέες σταθερές μέσα στον αβέβαιο, ρευστό και μεταβαλλόμενο κόσμο μας. Βέβαια, ο συγγραφέας θεωρεί τις νέες αυτές σταθερές όχι ως νέες αξιωματικές θέσεις, αλλά υποκείμενες σε διαρκή διαπραγμάτευση και στοχασμό, σε μια προοπτική συνύπαρξης ποικίλων φωνών και ταυτοτήτων στο σύγχρονο δημοκρατικό σχολείο. Μάλιστα αυτό ίσως τελικά και να είναι το ισχυρότερο μήνυμα του βιβλίου.