Δεν είναι τελικά μόνο τα προβλήματα που προκαλεί η - κατασκευασμένη για πολλούς - κρίση που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε. Είναι τα ερωτήματα στα οποία πρέπει να απαντήσουμε στις διαμορφούμενες συνθήκες και τα κάθε είδους διλήμματα που πολλές φορές μας φέρνουν σε αμηχανία, για να μη πω αδιέξοδο. Πώς δηλαδή να διαχειριστεί ο εκπαιδευτικός την διάσταση ανάμεσα σε ό,τι «πρωτοποριακό» με τόση ανευθυνότητα και με προκλητικό πράγματι τρόπο εξαγγέλλεται από τα επίσημα χείλη και στην πραγματικότητα που βιώνει σε μια σχολική τάξη, όπου πλέον τα προβλήματα συνεχώς οξύνονται; Προβλήματα που οφείλονται τόσο στην κρίση όσο και στις κάθε λογής επινοήσεις της πολιτείας. Στο στόχαστρο σε αυτή τη φάση είναι το Λύκειο. Η ευφάνταστη πραγματικά εκπαιδευτική πραγματικότητα που διαμορφώνει η προβαλλόμενη ως πρωτοποριακή τράπεζα θεμάτων καθιστά ακόμη πιο περίκλειστο και απολύτως ελέγξιμο το εκπαιδευτικό τοπίο. Οι εκπαιδευτικοί καλούνται δηλαδή να κινηθούν στο πλαίσιο που ορίζει η τράπεζα (μια ακόμη εύστοχη ονοματοδοσία με ενδιαφέρουσες συνδηλώσεις), περιστέλλοντας ουσιαστικά τα περιθώρια των δημιουργικών παρεκβάσεων, αλλά και παραβλέποντας κάθε προκύπτουσα δημιουργική ρωγμή στην προδιαγραφόμενη σε ένα τέτοιο πλαίσιο εκπαιδευτική δράση. Και οι μαθητές, παρά τις εύλογες ανησυχίες τους, απόρροια τόσο της ηλικίας όσο και της ανασφάλειας που γεννά η προοπτική που διαγράφεται στον τρόπο που όλοι μας διαχειριζόμαστε την «κρίση», αισθάνονται υποχρεωμένοι να αφοσιωθούν για τρία χρόνια σε μια τυπική διαδικασία, που για τους περισσότερους δεν έχει και κανένα νόημα. Και όλα αυτά για να βρεθούν σε ένα πανεπιστήμιο, που για τους ίδιους λόγους βρίσκεται υπό κατάρρευση: με περιορισμένο το διδακτικό προσωπικό, με δραστικές περικοπές σε ό,τι θα μπορούσε να δώσει μια διαφορετική προοπτική στο ακαδημαϊκό τοπίο, αλλά και με υπονομευμένη κάθε εναλλακτική πολιτική αναζήτηση. Ένα πανεπιστήμιο, που, υπό το βάρος των τόσο σοβαρών προβλημάτων, ουσιαστικά δεν διαλέγεται ούτε με τις άλλες εκπαιδευτικές βαθμίδες, ούτε με την κοινωνία. Και σε αυτές τις συνθήκες της αντιπαράθεσης και της υπονόμευσης δεν μπορεί να συνεργαστεί ούτε με την πολιτεία σε μια προσπάθεια να βρεθούν εκείνες οι διαδρομές, που θα μας επιτρέψουν να διαχειριστούμε και ίσως να ξεπεράσουμε την κρίση. Και ας είναι πλέον σαφές ότι η εκπαίδευση μπορεί να μας δώσει τα κλειδιά. Γι να κατανοήσουμε και να ερμηνεύσουμε την κρίση, αλλά και μακροπρόθεσμα για να την ξεπεράσουμε. Σε ένα τέτοιο δυσοίωνο εκπαιδευτικό περιβάλλον οι ευθύνες βαραίνουν όλους μας. Τους δασκάλους σε όλες τις βαθμίδες, που δείχνουμε να παρακολουθούμε αμήχανοι την σταδιακή αποδόμηση του εκπαιδευτικού συστήματος. Τους κοινωνικούς φορείς, καθώς δεν φαίνεται να αρθρώνουν έναν άλλο λόγο και να αναζητούν εναλλακτικές πρακτικές, που θα μας βοηθούσαν να συνειδητοποιήσουμε την αναποτελεσματικότητα της σιωπηρής αποδοχής του επιβαλλόμενου συμβιβασμού. Αλλά και καθένα μας ξεχωριστά, που είτε ως γονιός είτε ως πολίτης προσεγγίζουμε κοντόφθαλμα και με μια στενά ιδιωτεύουσα οπτική τις όποιες εκπαιδευτικές παρεμβάσεις. Αλλά πολύ περισσότερο γινόμαστε υπόλογοι όταν μεταθέτουμε τις ευθύνες στις κάθε είδους «συλλογικότητες», που έχουν εδώ και χρόνια αποδείξει όχι μόνο την αναποτελεσματικότητά τους αλλά και την υπονομευτική λειτουργία τους σε κάθε ανακύπτουσα εναλλακτική προοπτική…