Στις περισσότερες χώρες του δυτικού κυρίως κόσμου σήμερα η εκπαιδευτική πολιτική, διαμορφώνοντας ένα συγκεντρωτικό θεσμικό πλαίσιο, επιδιώκει να ελέγξει πλήρως την εκπαιδευτική διαδικασία. Η εκπαίδευση φαίνεται έτσι να επανέρχεται στα «αποτελεσματικά» νεωτερικά αξιώματα της ομοιομορφίας, της τυποποίησης, της αποτελεσματικότητας και του ορθολογικού ελέγχου του παραγόμενου προϊόντος. Επανερχόμαστε ουσιαστικά σε διαδικασίες, που συρρικνώνουν τον ρόλο τόσο των εκπαιδευτικώ όσο και των μαθητών, καθώς τους αποπροσωποποιούν αντιμετωπίζοντάς τους ως μέλη μιας αδιαφοροποίητης μάζας και περιορίζουν το χώρο αυτόνομης δράσης τους.
Σε αυτή την προοπτική ελέγχου ένα από τα βασικά μέσα που αξιοποιούνται είναι και η αξιολόγηση. Η αξιολόγηση, είτε ως έμμεση μέσω των κάθε είδους διαγωνισμάτων, είτε ως άμεση εξωτερική με τη μορφή της λογοδοσίας, ελέγχει τα αποτελέσματα, το τελικό προϊόν, συγκρίνοντάς το με το επιβαλλόμενο κεντρικά πρότυπο, το οποίο έχει συχνά προκαθορισθεί στη βάση εξω-εκπαιδευτικών αναγκών. Εκτός δηλαδή από τον έμμεσο έλεγχο της εκπαιδευτικής διαδικασίας μέσα από το εξετασιοκεντρικό σύστημα, φαίνεται να επανέρχεται όλο και πιο επιτακτικά η ανάγκη για έναν σαφή εξωτερικό έλεγχο. Η προσπάθεια πλήρους ελέγχου της εκπαιδευτικής διαδικασίας μέσα από τον καθορισμό της σε επίπεδο κορυφής της ιεραρχίας συμπληρώνεται προφανώς και από μια τελική αποτίμηση μέσω της εξωτερικής αξιολόγησης. Γιατί η επιλογή της τελικής και εκτός εκπαιδευτικής διαδικασίας αξιολόγησης προϋποθέτει επίσης προκαθορισμό τέτοιων εκπαιδευτικών δράσεων, που μπορούν να οδηγήσουν σε μετρήσιμα αποτελέσματα και οι οποίες αναπτύσσονται μηχανιστικά με άμεσο και σαφή προσανατολισμό στην επίτευξη προκαθορισμένων στόχων.
Είναι λοιπόν σαφές ότι παρά τους ποικίλους εναλλακτικούς προσανατολισμούς, η εκπαιδευτική πολιτική στις περισσότερες δυτικές χώρες επανέρχεται στον παλιό ελεγκτικό προσανατολισμό με διαφορετικό αυτή τη φορά τρόπο. Η παλινόρθωση, όπως αποκαλείται, της συντηρητικής εκπαιδευτικής πολιτικής, η εμφάνιση του νεοφιλελεύθερου λόγου και των συντηρητικών πολιτικών πρακτικών επανέφερε την απλουστευτική εφαρμογή των σταθερών μετρήσιμων αρχών, την εργαλειοποίηση και μια αυξανόμενη έμφαση στη διαχείριση.
Η αντικειμενικοποίηση των αποτελεσμάτων συνοδεύεται και από τον πολλαπλασιασμό των πινάκων επίδοσης. Αναπτύσσεται μάλιστα και ένας ιδιαίτερος λόγος με όρους αποκαλυπτικούς της τάσης για τεχνοκρατική-διαχειριστική προσέγγιση της εκπαίδευσης: πρότυπα, πρόβλεψη, επιδόσεις, επιτελεστικότητα, αποδοτικότητα, παρακολούθηση, λογοδοσία, απολογισμός κ.ά. Η μετατροπή της αποτίμησης της εκπαιδευτικής δράσης σε μέτρηση εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων και ουσιαστικά ο δραστικός περιορισμός της δυνατότητας ανάληψης πρωτοβουλιών και λήψης αποφάσεων σε τοπικό επίπεδο εντείνεται με την παρέμβαση διεθνών οργανισμών, όπως ο ΟΟΣΑ και η Παγκόσμια Τράπεζα, αλλά και οι διαγωνισμοί που διοργανώνουν σε διεθνές επίπεδο (PISA) με στόχο την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών συστημάτων.
Η παρέμβαση αυτή ασκεί μεγάλη πίεση και προσανατολίζει σε συγκεκριμένα πεδία εργαλειακής αποτίμησης την επαγγελματική κρίση και δράση.
Σε αυτή τη λογική φαίνεται να έχει μπει η χώρα μας τα τελευταία χρόνια υιοθετώντας έναν «εκσυγχρονιστικό» εκπαιδευτικό προσανατολισμό. Γιατί πώς αλλιώς θα μπορούσε να ερμηνευτεί η επιβολή συγκεκριμένων ΑΠ, που σχεδιάστηκαν κεντρικά χωρίς την όποια παρέμβαση αυτών που συμμετέχουν στην εκπαιδευτική διαδικασία; Τι μπορεί να σημαίνει η μετατροπή του Λυκείου σε στίβο αναμέτρησης των μαθητών με μια υπέρογκη και πολλές φορές χωρίς νόημα για τους ίδιους ύλη, ένα πακέτο ουσιαστικά γνώσεων που καλούνται να το αναπαράγουν σε αλλεπάλληλα διαγωνίσματα με στόχο να επιλεγούν οι καλύτεροι; Ή πώς μπορούμε να αναγνώσουμε την προοπτική μιας εξωτερικής-υπηρεσιακής αξιολόγησης, που θα βασιστεί σε μετρήσιμα κριτήρια, που διασφαλίζουν μια κατασκευασμένη «αντικειμενικότητα.
Και το πρόβλημα γίνεται οξύτερο για δυο κυρίως λόγους. Πρώτον γιατί τέτοιες επιλογές ακυρώνουν και όποιες προσπάθειες θα μπορούσαν να λειτουργήσουν παιδευτικά και να προσανατολίσουν προς την αλλαγή της κουλτούρας του σχολείου. Γιατί τόσο η εσωτερική αξιολόγηση της σχολικής μονάδας όσο και πρακτικές όπως αυτές των project θα μπορούσαν, υπό προϋποθέσεις, να εγκαινιάσουν μια τέτοια προοπτική. Και δεύτερον, ίσως πιο σοβαρό, μια τέτοια εκπαιδευτική πολιτική οδηγεί σε αμυντική στάση, που μεταφράζεται σε υπεράσπιση των κεκτημένων. Μια στάση που μας κάνει όλους λιγότερο επινοητικούς.