Σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης τα Πανεπιστήμια της χώρας...Και όχι μόνο αυτά που χάνουν τους διοικητικούς τους υπαλλήλους και εδώ και δυο περίπου μήνες δεν διεκπεραιώνουν καμία από τις εκπαιδευτικές, ερευνητικές και διοικητικές δραστηριότητές τους. Γιατί πραγματικά βλέπουμε το δέντρο και χάνουμε το δάσος, εάν αποδώσουμε την κατάσταση έκτακτης ανάγκης μόνο στα κλειστά Πανεπιστήμια στη συγκεκριμένη συγκυρία. Όχι πως δεν είναι πρόβλημα και μάλιστα σημαντικό η παρατεταμένη αυτή αναστάτωση σε κάποια από τα Πανεπιστήμια της χώρας, ανάμεσα στα οποία και σε δύο από τα μεγαλύτερα (ΕΚΠΑ και ΕΜΠ). Για τους ανθρώπους αρχικά που δεν τους αναγνωρίζεται το δικαίωμα στην εργασία με ένα άλλοθι εξορθολογισμού, που προσπαθεί να καλύψει την ανορθολογική επιβολή μιας εξωθεσμικής επιταγής, αυτής των μνημονιακών δεσμεύσεων της χώρας. Για τους φοιτητές και τις φοιτήτριες, που αισθάνονται να αποκλείονται από κάθε εκπαιδευτική και ερευνητική διαδικασία για λόγους που δεν φαίνονται σε μια πρώτη ματιά να αφορούν άμεσα τις σπουδές τους. Γιατί ούτε οι φοιτητές και οι φοιτήτριες, ούτε οι γονείς τους μπορούν να αντιληφθούν τις σοβαρότατες συνέπειες που θα έχουν στη λειτουργία αλλά και τη διεθνή αξιολόγηση των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων της χώρας μας οι χωρίς οποιαδήποτε αξιολόγηση οριζόντιες διαθεσιμότητες. Αλλά και για τους διδάσκοντες, πολλοί από τους οποίους νιώθουν την ανάγκη να συμπαρασταθούν σε έναν αγώνα, που ωστόσο δεν είναι σίγουροι ότι με τον τρόπο που διεξάγεται υπερασπίζεται το Πανεπιστήμιο, παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις. Για όλους μας, είτε βρισκόμαστε εντός είτε εκτός Πανεπιστημίου, όταν παρακολουθούμε τα θεσμικά όργανα να μην αντιλαμβάνονται την ευθύνη που έχουν απέναντι σε μια κοινωνία που υφίσταται τις συνέπειες μιας πολυδιάστατης κρίσης. Υψηλοί τόνοι και αντεγκλήσεις από όλους όσοι θα όφειλαν να διαβουλευθούν σε μια προοπτική αναβάθμισης όχι μόνο των πανεπιστημιακών σπουδών αλλά και των όρων που θα επιτρέψουν την ευόδωσή της.
Πρέπει ωστόσο να καταλάβουμε ότι η τριτοβάθμια εκπαίδευση νοσεί εδώ και καιρό. Και όχι μόνο λόγω της γνωστής χρόνιας παθογένειας, την οποία ποτέ δεν αποφάσισε ούτε να διερευνήσει ούτε να αντιμετωπίσει. Οι πελατειακές σχέσεις και συμπεριφορές, οι αναξιοκρατικές πρακτικές, η δογματική εμμονή σε στρατηγικές επιρροής και νομής της όποιας μορφής εξουσίας, η επιλογή της ακαδημαϊκής περιχαράκωσης χωρίς ουσιαστική συνομιλία με τα πολιτισμικά συμφραζόμενα αλλά και τις ποικίλες κοινωνικές αναζητήσεις αποτελούν μερικά από τα αρνητικά συμπτώματα της ακαδημαϊκής κουλτούρας, που δεν επέτρεπαν να αναδειχθούν και οι ποικίλες δράσεις πανεπιστημιακών τμημάτων ή και ομάδων ακαδημαϊκών και ερευνητών, που δικαίωναν όχι μόνο την πνευματική αλλά και την κοινωνική τους αποστολή και αναδείκνυαν ένα διαφορετικό πανεπιστημιακό ήθος. Και ας ακούγονταν φωνές που επεσήμαιναν την αυτο-υπονομευτική προοπτική αυτής της πρακτικής και τον επερχόμενο κίνδυνο μιας αναπότρεπτης υποβάθμισης, με σοβαρές συνέπειες για το κύρος και τη λειτουργία του δημόσιου πανεπιστημίου.
Η τριτοβάθμια εκπαίδευση όμως τα τελευταία χρόνια νοσεί κυρίως επειδή βάλλεται με μεθοδευμένο τρόπο από τις επιλογές της πολιτείας. Επιλογές που, αν δεν υποκρύπτουν άλλες σκοπιμότητες, αποδεικνύουν ότι όσοι τις τελευταίες δεκαετίες διαχειρίστηκαν τα εκπαιδευτικά θέματα εστιάζοντας και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν αντιμετώπισαν με την απαιτούμενη προσοχή την οργάνωση, τον τρόπο λειτουργίας και τις προοπτικές της. Σαν να έλλειπε στην πραγματικότητα ένα εθνικό στρατηγικό σχέδιο, που όχι μόνο θα μπορούσε να διαχειρισθεί τις ενδεχόμενες αντιστάσεις του πανεπιστημιακού κατεστημένου, αλλά θα έθετε και νέους όρους συνομιλίας της πανεπιστημιακής κοινότητας και της δράσης της με τις ανάγκες της χώρας, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές. Ένα εθνικό σχέδιο που θα εξασφάλιζε την ευρύτερη δυνατή ακαδημαϊκή και κοινωνική συναίνεση στην προοπτική αφενός της ανάδειξης του ποιοτικού έργου, που πραγματικά παράγεται στο πανεπιστήμιο, αλλά και της αξιοποίησης αυτού του έργου, που στην πραγματικότητα είναι ο δημόσιος πλούτος μας. Ένα έργο που, εάν υποστηριχθεί και επεκταθεί, μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη της χώρας.
Και αναρωτιέται κανείς. Ακόμη και στην περίπτωση που, όπως φαίνεται με όλο και μεγαλύτερη πλέον καθαρότητα, δεν είναι τυχαίες αυτές οι επιλογές. Σε έναν κόσμο που αναδομείται με βάση τους κανόνες της παγκόσμιας αγοράς ποιους στόχους καλείται να υπηρετήσει το πανεπιστήμιο; Και ποιος μπορεί να είναι ο ρόλος ενός δημόσιου πανεπιστήμιου, που δεν θέλει ούτε να υποταχθεί στους νέους οικονομικοκεντρικούς κανόνες ούτε όμως να παραμείνει περιχαρακωμένο σε ένα περίκλειστο πεδίο ακαδημαϊκής και κάποιες φορές αυτάρεσκης - αυτοαναφορικότητας; Ποια μπορεί να είναι εκείνη η στρατηγική, που δεν θα αφήσει την επιστήμη έρμαιο στα χέρια των αγορών και την πανεπιστημιακή εκπαίδευση υποχείριο μιας παγκοσμιοποιημένης εκπαιδευτικής πολιτικής, ούτε όμως θα αγνοήσει τις ανάγκες μιας κοινωνίας, που υπό το κράτος της απόγνωσης, φαίνεται να έχει χάσει τον προσανατολισμό και τον στόχο της; Πώς το δημόσιο πανεπιστήμιο θα καταφέρει όχι μόνο να αντιμετωπίσει τη συνολική και αφοριστική απαξίωσή του, αλλά και να παρέμβει δυναμικά εξασφαλίζοντας την ελάχιστη έστω κοινωνική συναίνεση σε ένα πολιτικό και πολιτισμικό πλαίσιο που υπονομεύει μεθοδευμένα κάθε συλλογική δράση και αποδομεί κάθε προοπτική συναινετικού διαλόγου; Δύσκολα ερωτήματα, προκλητικά ωστόσο, εάν συνεχίζουμε να πιστεύουμε και στην κοινωνική και πολιτική διάσταση της λειτουργίας του δημόσιου πανεπιστημίου.