Τα συνδικαλιστικά όργανα των εκπαιδευτικών της δημόσιας εκπαίδευσης, ΔΟΕ και ΟΛΜΕ, μπορεί να μην πέτυχαν να βελτιώσουν τους μισθούς των εκπαιδευτικών, οι οποίοι είναι οι πιο χαμηλόμισθοι υπάλληλοι του ελληνικού κράτους, πέτυχαν όμως να ακυρώσουν κάθε προσπάθεια των κυβερνήσεων εδώ και 30 χρόνια να εφαρμόσουν ένα σύστημα αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και του έργου τους σ' όλο το φάσμα της εκπαίδευσης. Δεν υπάρχει δηλ. θεσμοθετημένη αξιολόγηση όχι μόνο για τους καθηγητές, αλλά ούτε για Διευθυντές των σχολείων, Σχολικούς Συμβούλους, Προϊσταμένους γραφείων κλπ. Κι έτσι κανένας στην ουσία δε γνωρίζει αν παίζει σωστά το ρόλο του. Ο ίδιος ασφαλώς πιστεύει πως τον παίζει καλύτερα απ' όλους.
Αυτό βέβαια αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία, αφού σ' όλα τα κράτη εφαρμόζεται κάποιο σύστημα αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, όποια θέση κι αν κατέχουν, με στόχο να προωθούνται στις διευθυντικές θέσεις οι αξιότεροι. Εδώ φαίνεται πως δε χρειάζεται η αξιολόγηση, μια που επικρατεί η αντίληψη ότι, μόλις ο εκπαιδευτικός διοριστεί στο δημόσιο, αμέσως φωτίζεται από το 'Aγιο Πνεύμα και αυτόματα μεταβάλλεται σε άξιο υπηρέτη της παιδείας!... Δε χρειάζεται καμιά συμβουλή και καθοδήγηση. Όλοι είναι το ίδιο άξιοι, χωρίς διαφοροποιήσεις!... Έτσι σ' ολόκληρο το εκπαιδευτικό οικοδόμημα οι μόνοι που αξιολογούνται, ή καλύτερα βαθμολογούνται, είναι οι μαθητές.
Επειδή όμως το εκπαιδευτικό μας σύστημα είναι ιεραρχημένο με υποδιευθυντές, διευθυντές, σχολικούς συμβούλους, προϊσταμένους γραφείων κλπ., κάποιοι πρέπει να καταλάβουν τις διευθυντικές αυτές θέσεις, προκειμένου να λειτουργήσει το σύστημα. Κι αφού κανένας εκπαιδευτικός δεν έχει αξιολογηθεί ποτέ, η επιλογή των διευθυντικών στελεχών είναι επόμενο να γίνεται με κριτήρια όχι αξιοκρατικά, αλλά άλλα, εξω-εκπαιδευτικά. Η απουσία θεσμοθετημένου συστήματος αξιολόγησης αφήνει ελεύθερα τα χέρια της κυβέρνησης, όποια κι αν είναι αυτή, να επιλέγει με κομματικά και αδιαφανή κριτήρια ως διευθυντικά στελέχη 'δικά της παιδιά', που μπορεί βέβαια να 'κάνουν για την κυβέρνηση, αλλά πολλά απ' αυτά να μην κάνουν για τη δουλειά', που ανέλαβαν.
Είναι επόμενο λοιπόν όποιος φιλοδοξεί ν' ανέλθει την εκπαιδευτική ιεραρχία να διαπιστώνει καθημερινά ότι μεταπτυχιακές σπουδές, διδακτική ικανότητα, επιστημονική κατάρτιση, ικανότητα διαχείρισης της τάξης, ικανότητα επικοινωνίας και συνεργασίας με μαθητές, γονείς, άλλους εκπαιδευτικούς, συγγραφικό έργο, ανάληψη πρωτοβουλιών κλπ. δεν είναι απαραίτητα προσόντα για την κατάληψη μιας από τις διευθυντικές θέσεις. Γι' αυτό και ακολουθεί άλλο δρόμο, που απαιτεί ελάχιστο κόπο και είναι πιο αποτελεσματικός. Εντάσσεται σ' ένα κόμμα εξουσίας, γίνεται συνδικαλιστής, αναπτύσσει σχέσεις με άτομα που είναι κοντά ή μέσα σε κέντρα αποφάσεων. Μ' αυτόν τον τρόπο είναι πιο σίγουρος ότι, όταν το κόμμα του ανέλθει στην εξουσία, κάποια διευθυντική θέση θα υπάρχει και γι' αυτόν. Τόσο μάλιστα έχει εδραιωθεί η παραπάνω αντίληψη, ώστε πριν από τέσσερα χρόνια "γαλάζια παιδιά" έφτασαν στο σημείο να διαμαρτυρηθούν στο κόμμα ότι είχαν τοποθετηθεί σε διευθυντικές θέσεις εκπαιδευτικοί, που δεν ήταν και τόσο γαλάζιοι όσο οι ίδιοι. Βέβαια οι εξαιρέσεις πάντα υπάρχουν, ιδιαίτερα στην επιλογή των Σχολικών Συμβούλων, επειδή εκεί ο ίδιος ο ρόλος απαιτεί υψηλά ακαδημαϊκά προσόντα.
Δε χρειάζεται, νομίζω, να τονίσω ότι, αν θέλουμε οι διευθυντικές θέσεις να καταλαμβάνονται από εκπαιδευτικούς άξιους να κοσμήσουν τις θέσεις, θα πρέπει το ταχύτερο δυνατό να θεσμοθετηθεί ένα σύστημα αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και του έργου τους, σ' όποια θέση κι αν βρίσκονται, ώστε να μπορεί η πολιτεία να επιλέγει με αντικειμενικά κριτήρια τους πραγματικά άξιους. Και η κάθε κυβέρνηση ας φροντίσει να τοποθετεί 'τα παιδιά της' σε κάποια από τις χιλιάδες άλλες θέσεις 'εξουσίας’.