ShareThis
Η Javascript πρέπει να είναι ενεργοποιημένη για να συνεχίσετε!

Άρθρα

Οίεν φλοίεν κουκουροίεν … περιώρισται

Στο τέλος του 19ου αιώνα οι καθαρευουσιάνοι αρχαϊστές λόγιοι, προσπαθώντας να διαμορφώσουν ένα γλωσσικό ιδίωμα που θα πλησίαζε την αττική διάλεκτο, είχαν φτάσει σε αδιέξοδο. Η αττικίζουσα επίσημη γλώσσα που χρησιμοποιούσαν στο γραπτό τους κυρίως λόγο είχε γίνει ακατανόητη για το σύνολο των Ελλήνων. Κι επειδή η κυρίαρχη κοινωνικά ομάδα χρησιμοποιούσε το δυσκολονόητο αυτό γλωσσικό ιδίωμα, άρχισε να κυριαρχεί η αντίληψη πως ο ακατανόητος λόγος είναι άξιος θαυμασμού. Όποιος χρησιμοποιεί γλώσσα ακατανόητη είναι μορφωμένος. Την κατάσταση αυτή καυτηριάζει ο Γιάννης Ψυχάρης στο ακόλουθο απόσπασμα από το Ταξίδι μου.

«Ένας δάσκαλος ακούει άλλο δάσκαλο που βγάζει λόγο και ρητορεύει: “Μάσι ράσι κάσι οίεν φλοίεν κουκουροίεν πατραμητραφρυγακακαούσας περιώρισται”. Αρπάζει το περιώρισται ο δάσκαλος (τ’ άλλα ο δύστυχος δεν μπόρεσε να τα καταλάβει). «Μπα», λέει μέσα του. “Αφτός που μιλεί ξέρει το λοιπό που ο παθητικός παρακείμενος είναι περιώρισται!” Χαίρεται. Έπειτα γυρίζει και σου λέει “Ο τάδε γράφει καλά!”.» (Ψυχάρης, το ταξίδι μου. Εκδ. Ερμής, 1971, σελ. 192).

 Στο απόσπασμα αυτό ο Ψυχάρης, πριν από εκατόν τόσα χρόνια, επισημαίνει εύστοχα την εξουσία που ασκεί η επίσημη γλώσσα με την κατάργηση του νοήματος, που εξαναγκάζει τον ακροατή να θαυμάζει, επειδή δεν καταλαβαίνει κι όχι επειδή καταλαβαίνει το νόημα. Με την υιοθέτηση της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας το 1976 είχαμε πιστέψει πως δε θα υπήρχε πια άνθρωπος της εξουσίας, πολιτικής και πολιτισμικής, που θα χρησιμοποιούσε ένα παρόμοιο ακατανόητο ιδίωμα. Φαίνεται πως κάναμε λάθος, αφού τα τελευταία χρόνια όλο και πληθαίνουν τα κείμενα που “εξαπολύουν” στα κεφάλια μας άνθρωποι της εξουσίας, οι οποίοι, όντας αγράμματοι και ανελλήνιστοι, προσπαθούν να μας εντυπωσιάσουν χρησιμοποιώντας έναν κώδικα που ούτε οι ίδιοι ίσως δεν τον κατανοούν. Χαρακτηριστικό δείγμα ενός τέτοιου “ανελλήνιστου” κειμένου αποτελεί η απόφαση για την επιστράτευση των καθηγητών, που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 11 Μαΐου 2013, φυλ. 1140.

«Οι υπουργοί οικονομικών-εσωτερικών-παιδείας και θρησκευμάτων, πολιτισμού και αθλητισμού

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις

2. Την επιτακτική ανάγκη αποτροπής των απειλούμενων δυσμενών συνεπειών από την προταθείσα, με την από 10 Μαΐου 2013 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΟΛΜΕ, εικοσιτετράωρη πανελλαδική απεργία την 17η Μαΐου 2013, πρώτη ημέρα διεξαγωγής των πανελλαδικών εξετάσεων του σχολικού έτους 2012-2013 και από κάθε άλλη προταθησόμενη ή κηρυχθησόμενη εντός της περιόδου διεξαγωγής των εξετάσεων αυτών μέχρι την ολοκλήρωσή τους, καθώς και τη σημαντική διαταραχή στην κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας και τους σοβαρούς κινδύνους που επαπειλούνται για τη δημόσια τάξη και την υγεία των υποψηφίων στις ανωτέρω εξετάσεις, αιφνιδίως, επτά ημερολογιακές ημέρες πριν από την διεξαγωγή τους, αποφασίζουμε:

Επιτάσσουμε
» κλπ.

     Το κείμενο αυτό, που φέρει την υπογραφή τριών υπουργών και του πρωθυπουργού, δεν έχει τη δομή ούτε της αρχαίας ούτε της νέας ελληνικής. Είναι ένα μακαρόνι 14 σειρών (στην εφημερίδα) χωρίς τελεία και αποτελεί δείγμα της χειρότερης καθαρευουσιάνικης δομής και του χειρότερου καθαρευουσιάνικου ύφους με δημοτικίζουσα όμως μορφολογία. Κι  είναι ν’ απορεί κανείς με τη γλωσσική ικανότητα του συντάκτη. Ακόμα και ο ακραίος αρχαϊστής Παναγιώτης Σούτσος, που συμβούλευε τους λογίους να χρησιμοποιούν μονολεκτικό μέλλοντα, θα δίσταζε να χρησιμοποιήσει γλωσσικούς τύπους όπως προταθησόμενη ή κηρυχθησόμενη (απεργία). Και βέβαια, επιτάσσονται τα αντικείμενα. Οι άνθρωποι επιστρατεύονται. Θα ήθελα να ξέρω αν οι Υπουργοί που υπέγραψαν το κείμενο κατάλαβαν ότι ο σύμβουλός τους κακοποιεί την ελληνική γλώσσα. Είναι καιρός οι “αγράμματοι” συντάκτες τέτοιων κειμένων, που έχουν θρονιαστεί στα υπουργεία, να πάρουν δρόμο, πριν ξαναεπιβληθεί η αντίληψη πως σημαντικός είναι αυτός που χρησιμοποιεί περίπλοκο κι ακατανόητο λόγο κι όχι αυτός που χρησιμοποιεί απλό και κατανοητό. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί η εξουσία είναι πολύ σημαντικός παράγοντας δημοκρατικής επικοινωνίας ανάμεσα στην ίδια και τους πολίτες. Γι’ αυτό και δε θα πρέπει να αφεθεί στα χέρια “αγράμματων”, όπως είναι αυτοί που συνέταξαν την απόφαση της επίταξης των καθηγητών. Η επιστροφή στην εποχή του Μιστριώτη, κατά την οποία η γλώσσα της εξουσίας απείχε παρασάγγες από την «κοινή λαλιά», θα ήταν πολύ επικίνδυνη. Ας μην ξαναγυρίσουμε στη γλωσσική κατάσταση του «Οίεν φλοίεν κουκουροίεν», που τόσο επιτυχημένα σατιρίζει ο Γιάννης Ψυχάρης.


Συντάκτες

Ενημερωτικό δελτίο