Μια από τις λόξες των φιλολόγων, αλλά και άλλων γραμματιζούμενων, είναι να ετυμολογούν νεοελληνικές λέξεις. Καμαρώνουν μάλιστα πολύ, όταν θυμούνται την ετυμολογία μιας σπανιόχρηστης συνήθως νεοελληνικής λέξης, η οποία βέβαια πρέπει να έχει αρχαιοελληνική προέλευση. Γιατί κανένας δε θα προσπαθήσει να ετυμολογήσει λέξεις που είτε αγνοεί την ετυμολογία τους είτε είναι αλλόγλωσσης προέλευσης, όπως π.χ είναι οι λέξεις ρούχο (σλαβική), λουλούδι (αλβανική), σούβλα (λατινική), κατσίκι (τουρκική), στρούγκα (βλάχικη) κλπ. Αν βέβαια η επίδειξη της ικανότητας ετυμολόγησης των λέξεων παρέμενε ανάμεσα στους γραμματιζούμενους, κανένας ψόγος. Το πρόβλημα είναι ότι οι φιλόλογοι βρίσκουν ευκαιρία στη διάρκεια ενός μαθήματος νέων ή και αρχαίων ελληνικών, επιλέγοντας τυχαία κάποιες λέξεις, να τις ετυμολογήσουν. Στόχος βέβαια αυτής της λόξας δεν είναι να διδάξουν στους συνομιλητές τους, ενήλικες ή μαθητές τους, τη διαδικασία ετυμολόγησης και ορθογράφησης των λέξεων, αλλά να δείξουν τη δική τους πνευματική υπεροχή. Οι μαθητές δεν αποκομίζουν καμιά ωφέλεια από μια τέτοια προσέγγιση της γλώσσας.
Και μπορεί βέβαια ο Γ. Μπαμπινιώτης να υποστηρίζει πως «Η εξοικείωση με την ορθή γραφή των λέξεων αποτελεί λεπτή πνευματική άσκηση, αφού συνδέεται με την προσπάθεια να γνωρίσει κανείς την αρχική βασική σημασία μιας λέξης και την οικογένεια των λέξεων που συνδέονται ετυμολογικά-σημασιακά μαζί της» (βλ. Γ. Παπαναστασίου (2008) Νεοελληνική ορθογραφία. Το Βήμα/ΙΝΣ, σελ. 160-1), αλλά οι μαθητές μόνο σύγχυση παθαίνουν, αν προσπαθήσουν με την ετυμολογία να γνωρίσουν τη σημασία μιας λέξης. Αν π.χ. ο μαθητής προσπαθήσει να καταλάβει τη σημασία της λέξης «αλαφροΐσκιωτος» στηριζόμενος στη αρχική σημασία των δυο λέξεων που τη συνθέτουν «αλαφρός-ισκι(ώνω)-ωτος», θα πάθει σύγχυση, μια που η σημασία της λέξης δεν έχει καμιά σχέση με τη σημασία των λέξεων από τις οποίες αποτελείται. Το ίδιο συμβαίνει και με την ορθογραφία των λέξεων. Η ετυμολογία δε δίνει πάντοτε την ορθή γραφή της λέξης, γιατί η ορθογραφία των λέξεων της νέας ελληνικής δε στηρίζεται μόνο στην ιστορική αρχή, αλλά και στην αρχή τόσο της απλούστερης όσο και της αναλογικής γραφής. Ο μαθητής μαθαίνει τόσο την ορθογραφία όσο και τη σημασία των λέξεων χωρίς την ενασχόλησή του με την περιστασιακή ετυμολογία των λέξεων. Αυτή είναι υπόθεση ενός πολύ εξειδικευμένου επιστημονικού κλάδου, για τον οποίο απαιτούνται μακροχρόνιες σπουδές. Δεν είναι δουλειά των δασκάλων και των μαθητών. Πάντως, αν θέλει κάποιος να μελετήσει την ελληνική ορθογραφία και τα προβλήματά της, μπορεί να διαβάσει το εξαιρετικό βιβλίο Νεοελληνική Ορθογραφία του Γ. Παπαναστασίου, που εξέδωσε το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών και μοίρασε πρόσφατα η εφ. Το Βήμα.