Είπα κι εγώ! Τόσοι μήνες πέρασαν κι ούτε μια πρόταση νόμου δεν έγινε ούτε μια διαμαρτυρία για τον ξεπεσμό της νεοελληνικής γλώσσας, που οφείλεται στο... μονοτονικό. Φαίνεται ότι οι μεγάλοι χριστιανοκουλτουροπατριώτες, που ταυτίζουν τον ελληνισμό με την περισπωμένη, ήταν απασχολημένοι πολύ. Ο Βύρων Πολύδωρας, ο για 24 ώρες πρόεδρος της βουλής των Ελλήνων, δεν είχε χρόνο, γιατί έπρεπε να διορίσει τη θυγατέρα του. Ο ’δωνις Γεωργιάδης δεν άδειαζε, μια που ξημεροβραδιάζει στα τηλεοπτικά παράθυρα ν αναλύει την πολιτική ιδεολογία της Νέας Δημοκρατίας, που πρόσφατα τη μελέτησε, μια που πριν ήξερε του Καρατζαφέρη, ενώ ο Γ. Μπαμπινιώτης μετά το υπουργιλίκι του έπρεπε να διαλογιστεί για τη γλώσσα και να συγγράψει καινούρια πονήματα, σε πολυτονικό φυσικά. Η δωδεκάχρονη θητεία του στο μονοτονικό έληξε γι αυτόν. Κι οι επίλοιποι μονοτονικομάχοι κάπου αλλού θα ήταν απασχολημένοι.
Επειδή λοιπόν οι εγχώριοι μονοτονικομάχοι ήταν απασχολημένοι, έσπευσαν σε βοήθεια συναγωνιστές πολυτονικολάτρες από την εσπερία, τη Φραγκιά και την Ιγγλιτέρα. Ο Γιάννης Χαραλάμπους, καθηγητής στη Γαλλία και ο Juan Coderich στην Αγγλία ίδρυσαν την «Κίνηση πολιτών για την επαναφορά του πολυτονικού συστήματος», αγγλιστί Citizens movements for the re-introduction of the polytonic system. Στη διακήρυξή που κυκλοφόρησαν χρησιμοποιούν ως motto την περίφημη φράση του Σολωμού «Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα». Το περίεργο στην περίπτωση είναι ότι, ενώ χρησιμοποιούν τη φράση του εθνικού μας ποιητή, για να δείξουν τάχα πως νοιάζονται για τη γλώσσα, αποσιωπούν εντελώς το απόσπασμα από το Διάλογο του Σολωμού, στο οποίο ο ποιητής διαολοστέλνει τόσο τον Σοφολογιότατο όσο και το πολυτονικό. «Χαίρεται λοιπόν θείοι τόνοι, οξείες, βαρείες, περισπωμένες! Χαίρετε ψιλές, δασείες
Ο κόσμος τρέμει τη δύναμή σας κι ουδέ ποιητής ουδέ λογογράφος ημπορεί να γράψει λέξη χωρίς πρώτα να σας υποταχθεί
». Σούρνει κι άλλα, όπως ξέρουμε, ο ποιητής στο σοφολογιότατο και τις περισπωμένες του. Οι πονηροί όμως πολυτονικιώτες τα παραβλέπουν, αφήνοντας να εννοηθεί ότι ο εθνικός μας ποιητής κι αυτοί νοιάζονται το ίδιο για τη γλώσσα. Μόνο που αυτοί ταυτίζουν τη γλώσσα με τις δασείες και τις περισπωμένες, μ ένα στοιχείο δηλ. που δεν έχει πια καμιά σχέση με τη γλώσσα.
Στην πραγματικότητα οι νεοκαθαρευουσιάνοι μονοτονικομάχοι επανέρχονται στην κλασική άποψη του Γ. Μιστριώτη ότι ένα από τα στοιχεία της εθνικής ταυτότητας είναι η γλώσσα. Ταυτίζουν όμως τη γλώσσα μόνο με τη γραπτή της μορφή. Η γραπτή όμως μορφή δεν μπορεί να εννοηθεί χωρίς τις δασείες και τις περισπωμένες. Η μη χρήση, λοιπόν, του πολυτονικού συστήματος στη νεοελληνική γραπτή μορφή σημαίνει γι αυτούς απώλεια της εθνικής ταυτότητας!.. Η λέξη επομένως «προδοσία», κι αν δεν εκστομίζεται για τους υποστηριχτές του μονοτονικού, υποδηλώνεται.
«Από το 1982 και μετά», γράφει ο Χρίστος Γιανναράς, «συντελέστηκε στην παιδεία καταστροφή, που για την Ελλάδα αποδείχνεται τραγικότερη της μικρασιατικής. Γιατί το 1922 χάθηκαν οριστικά πανάρχαιες κοιτίδες του ελληνισμού (τίποτα δηλ. κατά τον Γιανναρά). Αλλά μετά το 82 χάθηκε το συνεκτικό στοιχείο και θεμέλιο της διαχρονικής ενότητας του πολιτισμού των Ελλήνων: η γλωσσική συνέχεια
χάθηκε με το έγκλημα της εισαγωγής του μονοτονικού» (εφ. Καθημερινή, 28-4-1996). Τέτοια λοιπόν μεγάλη καταστροφή έφερε το μονοτονικό!.. Αυτό φταίει που οι συνδικαλιστές, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, τηλεοπτικοί αστέρες κλπ. κακομεταχειρίζονται τη γλώσσα κι όχι η αγραμματοσύνη και η ηλιθιότητά τους! Μόλις ξαναχρησιμοποιηθεί το πολυτονικό, όλοι αυτοί οι «φωστήρες» θα μιλούν και θα γράφουν εξαιρετικά νεοελληνικά.
Εκείνο που τρομάζει περισσότερο είναι ότι με το «λέγε-λέγε» μπορεί να πεισθούν οι εθνοπατέρες και ν αποφασίσουν την επανεισαγωγή της διδασκαλίας και υποχρεωτικής χρήσης του πολυτονικού, το οποίο βέβαια το διδάσκονται οι μαθητές στο μάθημα των αρχαίων ελληνικών, αλλά δεν το χρησιμοποιούν στα γραπτά τους κείμενα. Εκείνο που ενδιαφέρει τους πολυτονικολάτρες είναι η υποχρεωτική χρήση του από τους μαθητές, ώστε αυτό να γίνει διακριτικό στοιχείο κοινωνικής και πολιτισμικής ανωτερότητας, παράσημο κοινωνικής διάκρισης και εξουσίας για όσους το χρησιμοποιούν σωστά, κατωτερότητας και έλλειψης ισχύος, κοινωνικής και πολιτισμικής, για όσους έχουν προβλήματα στην εκμάθησή του. Κι οι δάσκαλοι ξέρουν πως είναι τα παιδιά των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, που δυσκολεύονται να κατακτήσουν το πολυτονικό, όπως συνέβαινε και με την καθαρεύουσα, όχι βέβαια γιατί δεν έχουν τις ικανότητες, αλλά γιατί δεν μπορούν να διαθέσουν περισσότερο χρόνο και χρήμα, ώστε να το εμπεδώσουν, κάτι που έχουν τις δυνατότητες να διαθέσουν τα παιδιά των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Κι ύστερα, δάσκαλοι και φιλόλογοι θα σπαταλούν το διδακτικό τους χρόνο διδάσκοντας δασείες και περισπωμένες αντί για τη γλώσσα. Έτσι, οι κοινωνιογλωσσικοί αριστοκράτες, αφού δεν μπορούν πια να επαναφέρουν την καθαρεύουσα με τη μορφή που θα ήθελαν, προσπαθούν να επαναφέρουν μερικά από τα στοιχεία της «λογίας παραδόσεως», ταυτίζοντας την παράδοση, το χριστιανισμό, την πατρίδα και τον πολιτισμό με τις περισπωμένες και τις δασείες.