Το φετινό καλοκαίρι έφερε την απώλεια δύο σημαντικών ανθρώπων της επιστήμης και της παιδείας ,δύο φίλων της ΝΕΑΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, του ιστορικού της εκπαίδευσης Αλέξη Δημαρά και του καθηγητή της Νεοελληνικής Γλώσσας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Χρίστου Τσολάκη. Ειπώθηκαν και γράφτηκαν πολλά για τη ζωή και το έργο τους , δεν χρειάζεται να προσθέσουμε περισσότερα. Χρειάζεται όμως να καταγράψουμε, εντελώς αυθόρμητα, τι αισθανόμαστε ότι μας συνοδεύει ως παρακαταθήκη-ευθύνη από τη μελέτη τους έργου τους ,τις συζητήσεις μαζί τους αλλά κυρίως τη στάση ζωής τους στο χώρο της εκπαίδευσης.
Από τον Αλέξη Δημαρά αξίζει να κρατήσουμε στη μνήμη μας πρώτα απ' όλα το πάθος του για την ιστοριογραφική έρευνα στον πολύπαθο χώρο της εκπαίδευσης, ένα πάθος που έμπνευσε και πρέπει να εμπνεύσει πολλούς νέους ερευνητές! Παράλληλα αξίζει να μας συνοδεύει η πίστη του στη μεταρρύθμιση του ελληνικού σχολείου προς μας κατεύθυνση που κυρίαρχα στοιχεία θα είναι ο επιστημονικός-παιδαγωγικός σχεδιασμός , η εμπιστοσύνη στο φωτισμένο και δημιουργικό εκπαιδευτικό και η ανάδειξη των πολύπλευρων χαρισμάτων του κάθε μαθητή και της κάθε μαθήτριας.
Το Χρίστο Τσολάκη τον γνώρισα στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο την περίοδο 1997-1999.Από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας καταλάβαινες ότι δάσκαλος αυτός της Γλώσσας δεν ενδιαφερόταν για αξιώματα και δημόσιες επευφημίες ,απεχθανόταν κάθε χρηματική ή άλλη εξαργύρωση της προσφοράς του. Αναλάμβανε ευθύνες και πρωτοβουλίες (δεν έμενε μακριά για να ασκεί εύκολη κριτική αφ' υψηλού)με γνώμονα την αναβάθμιση του δημόσιου σχολείου γενικότερα και ειδικότερα της διδασκαλίας της νεοελληνικής γλώσσας. Στον τομέα μάλιστα της γλωσσικής διδασκαλίας του οφείλουμε πολλά, πρωτοποριακά και καινοτόμα που θεσμοθετήθηκαν από το 1985 και ύστερα ιδιαίτερα στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Δύο χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του οφείλουν να μείνουν ανεξίτηλα στη μνήμη μας και να μετουσιωθούν σε στάση ζωής. Το πρώτο συνδέεται με τον ανυπότακτα δημοκρατικό χαρακτήρα του που σεβόταν όποιον άξιζε και προσπαθούσε, ενώ παράλληλα δεν υποτασσόταν στα κελεύσματα οποιουδήποτε πολιτικάντη ήθελε να τον χρησιμοποιήσει ως άλλοθι προοδευτικότητας ενόψει εκπαιδευτικών «μεταρρυθμίσεων». Το δεύτερο αναφέρεται στο πάθος του, όχι μόνο για τη διατήρηση αλλά κυρίως για τη μετάδοση της ελληνικής γλώσσας στους νεώτερους μέσω μιας σύγχρονης γόνιμης ,δημιουργικής διδασκαλίας. Αυτός το πάθος λείπει σήμερα από πολλούς που διδάσκουν(;) τη γλώσσα.
Από τα παραπάνω γίνεται, φαντάζομαι, αντιληπτό και γιατί είμαστε φτωχότεροι αυτή τη νέα σχολική-ακαδημαϊκή χρονιά και το βάρος της ευθύνης που καλούμαστε να σηκώσουμε...