"Αναδεύοντας" το Ελληνικό Έθνος. Πολιτική Κουλτούρα, αλυτρωτισμός και αντιαμερικανισμός στη μεταπολεμική Ελλάδα 1945-1957 επιγράφεται η πολύ ενδιαφέρουσα αγγλόγλωσση μελέτη του Αναπληρωτή Καθηγητή του ΑΠΘ Γιάννη Στεφανίδη.
Ο συγγραφέας με αφετηρία την ιστορική υπόθεση ότι ο ελληνικός αλυτρωτισμός δε θάφτηκε στα ερείπια της Μικρασιατικής Καταστροφής, προτείνει την επανεξέτασή του υπό τη μορφή μιας σοβαρής αναβίωσης την οποία γνώρισε στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο και μέχρι την επιβολή της Δικτατορίας το 1967.
Πρόκειται για την περίοδο κατά την οποία η Ελλάδα, εξερχόμενη από το νικηφόρο, αν και καταστρεπτικό για τους Συμμάχους της, Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, περιμένει δικαιωματικά μια ευόδωση των εθνικών της δικαίων στα Ζητήματα της Β. Ηπείρου, της Δωδεκανήσου, της Κύπρου, ενώ ελπίζει και σε ευνοϊκές συνοριακές ρυθμίσεις με τη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία.
Υπό αυτό το πρίσμα του "εθνικισμού αποκατάστασης" στο βιβλίο του Γιάννη Στεφανίδη συντίθεται ένα πραγματικό πανόραμα του ελληνικού κόσμου. Ενός κόσμου που στις πρώτες δεκαετίες μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και σε πείσμα των οξύτατων εσωτερικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε η Ελλάδα δραστηριοποιόταν με πάθος προκειμένου να δημοσιοποιήσει και να διεθνοποιήσει το πρόβλημα της εθνικής δικαίωσης, με την έννοια της ικανοποίησης των εδαφικών διεκδικήσεων σε περιοχές αλύτρωτες ακόμη. Σε ένα δεύτερο επίπεδο και σε συνάρτηση με τη διάψευση των ελληνικών προσδοκιών για την επίτευξη των εθνικών στόχων εξετάζεται η εμφάνιση του αντιαμερικανισμού στην Ελλάδα, μία προϊούσα εχθρική στάση και μάλιστα απέναντι ενός εντελώς πρόσφατου προστάτη (1949 κ.ε) στη θέση του παραδοσιακού, της Βρετανίας, η οποία ούτως ή άλλως είχε αποδειχθεί αναξιόπιστη. Πολύ ορθά κατά το συγγραφέα ο αντιαμερικανισμός εκδηλώθηκε στην υπό εξέταση περίοδο (1950-1967) γνωρίζοντας κάποιες διακυμάνσεις και απλώς πέρασε σε μία πιο ώριμη φάση, λόγω της σύνδεσης των Η.Π.Α με το καθεστώς των συνταγματαρχών.
Αξιοποιώντας το πλούσιο και έγκυρο αρχειακό υλικό, προερχόμενου από τον Ελληνικό Τύπο της περιόδου, τα πρακτικά του Ελληνικού Κοινοβουλίου, τα δημοσιευμένα αρχεία του Στέϊτ Ντιπάρτμεντ, τα βρετανικά κρατικά αρχεία, δημοσιευμένα έγγραφα από την πρώην Σοβιετική Ένωση, ανέκδοτες συλλογές από ιδιωτικά αρχεία, όπως επίσης και από το δημοσιευμένο αρχείο του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο Γιάννης Στεφανίδης ενδιαφέρεται να αναδείξει την αλυτρωτικού τύπου πολιτική κουλτούρα και πιστεύουμε ότι το κατορθώνει απόλυτα. Ως κύριο παράγοντα διαμόρφωσης αυτής της κουλτούρας τεκμηριώνει τη λειτουργία των λεγόμενων policy / opinion makers, οι οποίοι για πρώτη φορά εμφανίζονται στο ελληνικό ιστορικό προσκήνιο να δρουν με σύστημα και να αποκτούν μία πρωτόγνωρη δυναμική, για λόγους που βεβαίως σχετίζονται με τον εκσυγχρονισμό της πολιτικής επικοινωνίας σε εγχώριο επίπεδο, αλλά και στο χώρο της Διασποράς (π. χ ΜΜΕ και Ομάδες Πίεσης).
Οι λαϊκές κινητοποιήσεις, ο περιοδικός και ημερήσιος Τύπος, πατριωτικά σωματεία στην Ελλάδα και το Εξωτερικό, ο δημόσιος λόγος των πολιτικών, η ακαδημαϊκή κοινότητα, η σπουδάζουσα νεολαία, η Εκκλησία, οι διανοούμενοι, η αντιπολίτευση και τα υπόλοιπα κόμματα, η αριστερά υπό την ευρεία έννοια της, εμφανίζονται στις μεταξύ τους σχέσεις, αλλά και στο σύνολό τους σε σχέση με την υπεύθυνη πολιτική ηγεσία να εκφέρουν ένα δημόσιο λόγο και να συνδιαμορφώνουν μία εθνική πολιτική, κυμαινόμενη από τον ασυμβίβαστη διεκδίκηση στη ρεαλιστική προσαρμογή, και πάλι στην καιροσκοπική συμπεριφορά υπό την πίεση γεγονότων της επικαιρότητας. Η δράση αυτών των παραγόντων διαπλέκεται βεβαίως με τα καθοριστικά διπλωματικά γεγονότα της περιόδου, όπως το Συμβούλιο των Παρισίων (1946), οι Συμφωνίες Ζυρίχης- Λονδίνου (1959 - 1960) και το σχέδιο 'Aτσεσον (1964).
Ως κομβικές ιδέες που διατρέχουν την παρεμβατική τακτική αυτών των θεσμικών και εξωθεσμικών παραγόντων της πολιτικής κουλτούρας προβάλλονται από τον συγγραφέα η εθνικοφροσύνη, ο από βορράν κίνδυνος, η Ελλάδα ως μητέρα πατρίδα αλλά και ως επισφαλές μετά τον πόλεμο έθνος και ο ελληνοχριστιανισμός, ενώ ως μοχλοί πίεσης η διεθνοποίηση των εθνικών διεκδικήσεων στη μαξιμαλιστική τους έκφραση, η αναγκαιότητα της ένταξης στον εθνικό κορμό ("Ένωσις") και η σύσσωμη λαϊκή βούληση ως επιχείρημα για την επίσημη άσκηση της εξωτερικής πολιτικής.
Η δομή της πολυδιάστατης και πολύπλευρης αυτής επιστημονικής εργασίας είναι ανάλογη της επιστημονικής θεώρησης του συγγραφέα και του πεδίου αναφοράς της που δεν είναι άλλo από τους φορείς ενός εθνικού discourse.
Αφού γίνει μία αναδρομή στις ιστορικές εκφράσεις, τις συνθήκες εκδήλωσης και τα στάδια του ελληνικού αλυτρωτισμού, η μελέτη αρχίζει συστηματικά να εξετάζει τα μεγάλα εθνικά ζητήματα της Β. Ηπείρου και της Κύπρου, που δεν είναι τυχαίο ότι αποτέλεσαν τους πλέον μαξιμαλιστικούς και ανέφικτους στόχους της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής μετά το Β' Παγκόσμιο πόλεμο. Στο τέλος, αναλύεται η δράση των παραγόντων του αντιαμερικανισμού. Επιμέρους αναλύσεις, όπως, "μη κρατικοί φορείς δράσεις", η "θεωρία του εθνικού κέντρου", "η λαϊκή κινητοποίηση", "το λεξιλόγιο της Ένωσης", "ο δημόσιος λόγος", "ο εξαμερικανισμός" και "ο πολιτιστικός αντιαμερικανισμός", "το υπερήφανο όχι" "η αλυτρωτική κληρονομιά" κ.τ.τ είναι ενδεικτικές των ερευνητικών παραμέτρων του συγγραφέα.
Το Ζήτημα της Β. Ηπείρου, μολονότι είναι και αυτό ενωσιακό επί της ουσίας του εθνικό ζήτημα, εντάσσεται στο γενικό πνεύμα αναπροσαρμογής της διπλωματικής τακτικής απέναντι στους βόρειους γείτονες και στο πλαίσιο της νέας εποχής του Ψυχρού πολέμου.
Στο Κυπριακό είναι φυσικό να διατίθεται ένα μεγάλο μέρος της μελέτης (κεφ.3,4,5,6και 8). Η εξέταση της εθνικής πρόσληψής του εκτείνεται σε δύο μεγάλα κεφάλαια, τα οποία αντιστοιχούν στις δύο προδικτατορικές κρίσεις που γνώρισε το εθνικό αυτό ζήτημα, αυτές του 1955-1960 και 1964-1967.Δικαιολογούνται έτσι και τα χρονικά όρια του έργου, τα οποία εκτείνονται μέχρι το 1967 ενώ από ιστοριογραφικής πλευράς η εκτεταμένη ανάλυση προσφέρεται και για μία πλήρη τεκμηρίωση της έναρξης του ελληνικού αντιαμερικανισμού. Είναι γνωστό ότι η Ελλάδα, πεπεισμένη για το αντιαποικιακό πνεύμα των Η.Π.Α, προσδοκούσε τη στήριξή τους στο ζήτημα της Ένωσης της Κύπρου.
Η πολύ σημαντική ερευνητική προσπάθεια του Γ. Στεφανίδη ανήκει ίσως στα ελάχιστα ξενόγλωσσα επιστημονικά έργα τα οποία αξίζει να παρουσιαστούν στο ελληνικό κοινό, για δύο κυρίως λόγους, πέραν των επιστημονικών και συγγραφικών αρετών που προαναφέρθηκαν: Την προβολή της κοινωνικής δυναμικής και των νοοτροπιών ως ουσιαστικών παραγόντων της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας και την ανασύνθεση ενός ολόκληρου άτυπου - πλην ουσιαστικού - συστήματος επηρεασμού της ελληνικής διπλωματίας, χρήσιμη στον οποιοδήποτε μελετητή της Ιστορίας της Μεταπολεμικής Ελλάδας.