Τρεις σχεδόν βδομάδες στους δρόμους. Νέα παιδιά κυρίως. Να φωνάζουν. Να διαμαρτύρονται. Μα και να παραπονιούνται, να καταγγέλλουν και να απαιτούν..."Χωρίς συγκροτημένο σχέδιο, χωρίς στρατηγική, χωρίς σαφώς διατυπωμένο αίτημα", θα σχολιάσουν μεγαλόσχημοι πολιτικοί, νοσταλγοί του γαλλικού Μάη. Την ίδια διακριτική υποτίμηση θα εκφράσουν με ποικίλους τρόπους και κάποιοι πνευματικοί μας ταγοί. 'Eνα απαξιωτικό και επικριτικό ουσιαστικά σχόλιο, που από στόμα σε στόμα τελικά θα απλωθεί πάνω από την πόλη...Σαν να θέλουμε να ξορκίσουμε το κακό. Να το θεωρήσουμε ένα ξέσπασμα σαν όλα τα άλλα. Μια εφηβική έκρηξη. Λίγοι εκείνοι που στέκονται πιο στοχαστικά απέναντι σε αυτό το κύμα αγανάκτησης. Που προσπαθούν να αφουγκραστούν την ασθμαίνουσα πνοή μιας νεολαίας, που μοχθούσε να βρει τόπους να εκφραστεί διαμαρτυρόμενη. Που φαινόταν να παίρνει τη μορφή κινήματος. Αυθόρμητα διαμορφωμένες συλλογικότητες που αναζητούσαν ποικίλους τρόπους για να δηλώσουν την αποδοκιμασία τους μα και να εκτονώσουν την οργή τους. Οργή για τον άδικο χαμό, την αυθαίρετη δολοφονία του συμμαθητή τους. Οργή που σαν σπινθήρας φούντωνε την ασυνείδητη ίσως απόγνωσή τους για όλα. Μα και την αγανάκτησή τους για εκείνους που ύψωσαν μπροστά τους έναν νέο τείχος αδιαφορίας, περιφρόνησης, άρνησης και αποκλεισμού...Για όλους εκείνους που δεν κατάφεραν να διαβάσουν τα αιτήματα πίσω από το σκοτεινό οργισμένο βλέμμα. Αυτό το ίδιο, που λαμπύριζε όταν ένιωθε πως δημιουργεί ρωγμές όχι μόνο στο αδιαπέραστο τείχος μα και στην ασφάλειά μας. Στη ψευδαίσθηση πληρότητας που νιώθουμε ως γονείς, δάσκαλοι μα και πολίτες, παρότι όχι μόνο ανεχόμαστε αλλά και νομιμοποιούμε, καθένας με τον τρόπο του, την έκπτωση αξιών και θεσμών.
Και ποια είναι η απάντησή μας ενώ είναι ακόμη νωπές οι μνήμες μας από τις ανατρεπτικές εκείνες βδομάδες; Πόσο φαίνεται να αφουγκραστήκαμε τα αδιόρατα αιτήματα ή έστω το συσσωρευμένο, όπως φαινόταν, θυμό; Με ποιο τρόπο προσπαθούμε να τον διαχειριστούμε; Ξεκινάμε διάλογο από μηδενική βάση. Εστιάζοντας για μια ακόμη φορά στο εξεταστικό. Στα ποικιλώνυμα σχήματα που θα αναβαθμίσουν το Λύκειο...Εθελοτυφλούμε άραγε; 'H μήπως περιμένουμε να μορφοποιηθούν τα αιτήματα; Λησμονούμε φαίνεται πως η απελπισία, όταν την αφήνουμε διογκούμενη, μπορεί να οδηγήσει σε δρόμους καταστροφικούς, αυτοκαταστροφικούς και σίγουρα απρόβλεπτους.
Οι εξετάσεις των εκπαιδευτικών ή πώς υπονομεύεται μια διαδικασία επιλογής.
Δέκα χρόνια συμπληρώθηκαν από τον πρώτο διαγωνισμό των εκπαιδευτικών που διοργάνωσε το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού. Και είναι απορίας άξιο πώς μια δεκαετία δεν επήρκεσε για τη μετάβαση στη νέα πραγματικότητα. Γιατί σε οποιαδήποτε σύγχρονη, ευνομούμενη και ορθολογικά οργανωμένη πολιτεία δεν θα συνέχιζαν να ισχύουν επ’ αόριστον οι μεταβατικές ρυθμίσεις. Στη χώρα μας όμως καταφέραμε να βρεθούμε σταδιακά μπροστά σε ένα πολυσύνθετο - και γι’ αυτό σε αρκετές πτυχές του αδιαφανές - σύστημα επιλογής των εκπαιδευτικών. Τα ερωτήματα που προκύπτουν πολλά και σχεδόν όλα ρητορικά. Γιατί μετά από τόσα χρόνια συνεχίζει να καλύπτεται ακόμη μόνο το 60% των διορισμών από όσους κρίνονται επιτυχόντες στο διαγωνισμό; Γιατί, ενώ το ποσοστό μένει σταθερό, ο αριθμός όσων διορίζονται μέσω του διαγωνισμού μειώνεται; Πώς μπορούν να ελεγχθούν τόσοι άλλοι πίνακες υποψηφίων εκπαιδευτικών (ενιαίος πίνακας αναπληρωτών, εκπαιδευτικοί με προϋπηρεσία 30 μηνών, 24 μηνών...); Με ποια κριτήρια επιλέγονται οι εκπαιδευτικοί για την Πρόσθετη Διδακτική Στήριξη, που ως προϋπηρεσία τους δίνει τη δυνατότητα να εγγραφούν στη συνέχεια στον πίνακα των αναπληρωτών και σταδιακά να διοριστούν; Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι για μια ακόμη φορά στο βωμό των πελατειακών σχέσεων και των μικροπολιτικών, μικροκομματικών σκοπιμοτήτων υπονομεύουμε - με εντυπωσιακή πράγματι συναίνεση - μια διαδικασία. Γιατί για αυτή την υπονόμευση δεν ευθύνεται μόνο η κ. Γιαννάκου, που ως Υπουργός Παιδείας τότε ανέτρεψε την πορεία μετάβασης στο νέο σύστημα. Ευθύνονται και όλοι όσοι, ενώ προασπίζονται τη νομιμότητα και τη διαφάνεια, ανέχονται την παράκαμψη των αντικειμενικών και διαφανών κριτηρίων. Αυτό το μισάνοικτο παράθυρο για το διορισμό των ημετέρων.
Και αυτή είναι η μια πλευρά της υπονόμευσης. Υπάρχει και η άλλη, αυτή που αφορά τον ίδιο το διαγωνισμό και την επιστημονική του εγκυρότητα και αξιοπιστία. Γιατί δεν είναι δύσκολο κάποιος να διαπιστώσει ότι για μια δεκαετία τώρα ο διαγωνισμός, παρά τους προβληματισμούς που διατυπώθηκαν, κινείται στο πλαίσιο που από την αρχή είχε διαμορφωθεί. Ούτε η λογική των πολλαπλών επιλογών διαφοροποιείται, ή έστω αναμορφώνεται στην προοπτική μιας πιο διευρυμένης και λιγότερο σχολαστικής αξιολόγησης, ούτε περιορίζονται οι προβληματικές εκδοχές των θεμάτων. Για μια ακόμη φορά άλλωστε μπορούμε να θέσουμε τα ίδια ερωτήματα: "Σε ποιο βαθμό μπορούμε να πιστοποιήσουμε τη γνωστική επάρκεια του υποψηφίου, όταν στο γνωστικό αντικείμενο της Ιστορίας ελέγχουμε τις γνώσεις του αποκλειστικά για γεγονότα και μάλιστα ήσσονος σημασίας, υποβαθμίζοντας έτσι την ικανότητά του να πραγματεύεται ευρύτερες περιόδους και αδιαφορώντας ουσιαστικά για την ιστορική του κρίση; Μήπως με αυτό τον τρόπο νομιμοποιούμε την απομνημονευτική πρακτική, που για δεκαετίες τώρα φαίνεται να υπονομεύει τη στοχοθεσία του μαθήματος και να αλλοιώνει τη φυσιογνωμία του; Πόσο επίσης μπορούμε να πιστοποιήσουμε την διδακτική ικανότητα του υποψηφίου, όταν στη διδακτική του μαθήματος των Αρχαίων Ελληνικών ελέγχουμε και πάλι τη γνωστική του και μόνο υποδομή (Ερώτημα 2α+β); Εκτός εάν επιστρέψαμε στην - προεπιστημονική μάλλον - αντίληψη ότι η γνωστική υποδομή εξασφαλίζει και τη διδακτική επάρκεια" (Νέα Παιδεία 2007, τ. 121, σχόλιο).
Οι προβληματισμοί λοιπόν πολλοί και ποικίλοι. Δεν φαίνεται όμως να απασχολούν ούτε την πολιτεία ούτε όσους με κάποιο τρόπο επηρεάζουν και ελέγχουν αυτή τη διαδικασία επιλογής. Οι μόνοι που πραγματικά δραστηριοποιούνται είναι όσοι με ποικίλους τρόπους κερδοσκοπούν από αυτή: Οι ιδιοκτήτες των ειδικών φροντιστηρίων, που έρχονται να «καλύψουν τα κενά της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης», οι εκδότες που εκμεταλλευόμενοι την αγωνία των υποψηφίων προμηθεύουν την αγορά με πλήθος άχρηστων και αντιεπιστημονικών, στην πλειονότητά τους, "βοηθημάτων". Ένας ακόμη κύκλος παραπαιδείας έχει πλέον ανοίξει στη χώρα μας. Χωρίς κανείς να αντιδρά ή έστω να συναισθάνεται την ευθύνη του. Οι πανεπιστημιακές σχολές που εκπαιδεύουν εκπαιδευτικούς δεν φαίνονται να επηρεάζονται από τη νέα αυτή πραγματικότητα, αναμορφώνοντας τουλάχιστον τα προγράμματά τους. ’λλες μάλλον είναι οι προτεραιότητές τους. Οι επιστημονικές ενώσεις των εκπαιδευτικών από την άλλη φαίνονται να μην ευαισθητοποιούνται, αποτιμώντας έστω τα θέματα ή διοργανώνοντας σχετικά επιστημονικά σεμινάρια. Εκτός εάν εστιάζουν μόνο στις «καθαρές επιστήμες», στις οποίες η παιδαγωγική ως διεπιστημονικό πεδίο δεν συγκαταλέγεται. Με αυτό τον τρόπο όμως η επιλογή των δασκάλων μας, ένα τόσο σοβαρό θέμα, αντιμετωπίζεται διεκπεραιωτικά. Ως μια τυπική διαδικασία. Και όμως αφορά όλους μας. Όσους τουλάχιστον ενδιαφέρονται για την εκπαίδευση. Και όχι μόνο για θέσεις και αξιώματα...