Μια επαγγελματική ομάδα που έχει το προνόμιο να εκφωνεί ρητορικούς λόγους κάθε Κυριακή, γιορτή και πανηγύρι είναι οι ιεροκήρυκες και οι δεσποτάδες. Σε αντίθεση με τις άλλες επαγγελματικές ομάδες που εκφωνούν ρητορικούς λόγους, όπως π.χ. οι πολιτικοί, οι συνδικαλιστές κ.ά., οι εκκλησιαστικοί ρήτορες δεν ελέγχονται, δεν κρίνονται, δεν αξιολογούνται σχεδόν από κανέναν από αυτούς "εναντίον" των οποίων εκφωνούν τους λόγους τους. Ο βουλευτής π.χ. μιλώντας στη βουλή όχι μόνο δέχεται τον αντίλογο από τους βουλευτές των άλλων κομμάτων, αλλά κρίνεται και από το ίδιο του το κόμμα. Ο εκκλησιαστικός ρήτορας εκφωνεί το λόγο του σ' ένα ακροατήριο σιωπηλό, που είτε είναι αδιάφορο για όσα αυτός λέει είτε είναι έτοιμο να αποδεχτεί όποια "σαχλαμάρα" κι αν εκστομισθεί από τα χείλια του "αγίου". Επειδή μάλιστα δεν υπάρχει κανένας αντίλογος, ο ρήτορας σχηματίζει βαθμιαία την πεποίθηση ότι είναι ικανότατος χρήστης της γλώσσας και τα λεγόμενά του είναι "βαθιές κοινωνικές και φιλοσοφικές αναλύσεις".
Ο λόγος που εκφωνεί ο ιεροκήρυκας συνήθως έχει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά.
- Θεματολογία. Τα θέματα που αναπτύσσονται δεν είναι μόνο θρησκευτικού περιεχομένου, αλλά επιλέγονται κι από τη σύγχρονη πολιτική, κοινωνική, πολιτιστική, εθνική πραγματικότητα, την ηθική συμπεριφορά των ανθρώπων κλπ. Στην πραγματικότητα το θέμα που υποτίθεται ότι θ' αναπτυχθεί αποτελεί αφορμή, για να σχολιάσει ο ιεροκήρυκας ό,τι του κατεβάσει η κούτρα του. "Πηδάει" από το ένα θέμα στο άλλο, "από τον Αλή στο Μουσταφά", που λέει και η λαϊκή παροιμία. Συνοχή, αλληλουχία σκέψεων και επιχειρημάτων, που τόσο κοπιάζουν να διδάξουν οι εκπαιδευτικοί στους μαθητές, δεν έχουν θέση στη σύγχρονη εκκλησιαστική ρητορική αερολογία.
- Γλωσσικό ύφος. Υπεροπτικό, αλαζονικό, γεμάτο στόμφο, "εκατό καρδιναλίων", με απόλυτη υποτίμηση του ακροατηρίου. Συνήθως κατακεραυνώνονται τα κατά τη γνώμη του ιεροκήρυκα στραβά κι ανάποδα του κόσμου (ανηθικότητα, καταναλωτισμός, εύκολος πλουτισμός, κακή ανατροφή παιδιών-όπως βέβαια αυτός ο εργένης την εννοεί-, σεξουαλική απελευθέρωση, γλωσσική πενία των νέων κλπ.). Στην πραγματικότητα το ύφος του είναι προσβλητικό, προσπαθώντας μάλιστα τις πιο πολλές φορές να τρομοκρατήσει το ακροατήριο.
- Από γλωσσική άποψη το κήρυγμα είναι ένας γλωσσικός αχταρμάς. Μορφολογικά και συντακτικά γλωσσικά στοιχεία αρχαίας, καθαρεύουσας και δημοτικής ανακατεύονται "εική και ως έτυχε" ανάλογα με το βαθμό αγραμματοσύνης του ρήτορα, που βέβαια δεν ενδιαφέρεται αν το ακροατήριο κατανοεί και παρακολουθεί τα λεγόμενά του. Αν μαθητής χρησιμοποιούσε στο γλωσσικό μάθημα στις πανελλήνιες εξετάσεις ένα τέτοιο γλωσσικό ιδίωμα και ανέπτυσσε με τέτοιο τρόπο το θέμα του, θα έπαιρνε το χειρότερο βαθμό. Τα περασμένα Χριστούγεννα ένας Σαλονικιός θρησκευόμενος αστός και θαυμαστής του αστέρα της εκκλησιαστικής ρητορικής αερολογίας μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Άνθιμου ρώτησε ένα συγχωριανό μου γέρο πώς του φάνηκε ο λόγος του μητροπολίτη, που είχαν παρακολουθήσει από την τηλεόραση του καφενείου. Κι ο γέρος, που δεν ήθελε να προσβάλει το συνομιλητή του, απάντησε ειρωνικά "καλός, ήταν ανακατωμένος ο ερχόμενος".
- Διάρκεια λόγου. Δεν υπάρχει προσδιορισμένος χρόνος. Εξαρτάται από τον οίστρο του ιεροκήρυκα. Κυμαίνεται από 10' έως 30'.
Επειδή στον τόπο μας σχετικοί και άσχετοι ασχολούνται με τη γλώσσα, ιδιαίτερα του σχολείου και των νέων, αναρωτιέμαι μήπως είναι καιρός η εκκλησία να συνειδητοποιήσει ότι πέρα από τις αερολογίες-κοινώς μπουρδολογίες- που εκστομίζουν στα κηρύγματά τους οι ιεροκήρυκες, κακοποιούν σε μέγιστο βαθμό την ελληνική γλώσσα, ώστε στις ιερατικές και θεολογικές σχολές να καθιερωθεί ένα πρόγραμμα διδασκαλίας τόσο της σύγχρονης ελληνικής όσο και του ρητορικού λόγου. Κάποιος τέλος πάντων θα πρέπει να συμμαζέψει όλους αυτούς τους εκκλησιαστικούς αερολόγους, που έχουν συνηθίσει να βρίσκονται στο απυρόβλητο κάθε κριτικής.