Είναι χρόνια τώρα που η όποια κίνηση για αλλαγή του σχολείου συναντά την καθολική σχεδόν άρνηση του εκπαιδευτικού κόσμου. Κάθε μεταρρυθμιστική παρέμβαση εκλαμβάνεται ως απόπειρα διακύβευσης των εργασιακών δικαιωμάτων των εκπαιδευτικών. Ως προσπάθεια καθυπόταξης του σχολείου στα νεοφιλελεύθερα προτάγματα της σύγχρονης "μετανεωτερικής" κοινωνίας. Τείνει ο όρος μεταρρύθμιση να γίνει συνώνυμο του όρου απειλή. Σε όλες τις κινήσεις λανθάνουν σκοπιμότητες. Πολιτικές και οικονομικές κυρίως. Σκοπιμότητες που αναμφισβήτητα υπάρχουν. Καμιά δράση στην εκπαίδευση, καμιά κοινωνική παρέμβαση, δεν μπορεί να είναι ουδέτερη, ανεξάρτητη από αξίες και ιδεολογία.
Το ερώτημα είναι με ποιο τρόπο διαχειριζόμαστε αυτές τις σκοπιμότητες; Μήπως τόσο αυτές όσο και κάποιες άλλες που κατασκευάζονται ουσιαστικά αποτελούν άλλοθι για την αδράνεια, την απραξία και την άρνηση. Και κυρίως ποιες είναι οι συνέπειες αυτής της στάσης για τη δημόσια εκπαίδευση.
Οι ευθύνες της πολιτείας είναι αναμφισβήτητα σημαντικές. Σε καμιά από αυτές τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες δεν αντιμετώπισε τους εκπαιδευτικούς ως ισότιμους εταίρους. Κλήθηκαν όλες τις φορές να εφαρμόσουν αλλαγές που εκπορεύονταν από την κορυφή της ιεραρχίας, σχέδια που εκπονούνταν σε ερευνητικά ή διοικητικά κέντρα. Ερήμην του σχολείου και των αναγκών του. Η μεταρρύθμιση προβαλλόταν ως ένα προϊόν με αδιαμφισβήτητη αξία. Και οι εκπαιδευτικοί θεωρούνταν στην καλύτερη περίπτωση διεκπεραιωτές μιας προαποφασισμένης εκπαιδευτικής δράσης. Χωρίς να τους αναγνωρίζεται η δυνατότητα να στοχάζονται και να επινοούν ή να σχεδιάζουν. Μια παγιωμένη για δεκαετίες πρακτική που αμφισβητεί την ικανότητά τους να επιλύουν προβλήματα και αυξάνει την εξάρτησή τους από τη διοικητική ιεραρχία.
Η όποια επίσης επιχειρούμενη μεταρρύθμιση δεν αποτέλεσε σε καμιά της φάση μια πρόταση που στόχευε στη σταδιακή αλλαγή της κουλτούρας του σχολείου μέσα από την προοδευτική συμμετοχή όλων των εμπλεκομένων (εκπαιδευτικών, μαθητών, γονέων, τοπικής κοινωνίας...). Μια ουσιαστική βέβαια και παρεμβατική συμμετοχή σε έναν μακρόπνοο σχεδιασμό, μέσα από την οποία θα μπορούσε να αποκτήσει νόημα και η όποια αναζήτηση στο δρόμο για το άλλο σχολείο. Στην προοπτική της πραγματικής αλλαγής, που θα προέκυπτε από τη σύνθεση των απόψεων αλλά δεν θα απέκλειε και τις δημιουργικές αντιπαραθέσεις που θα οδηγούσαν σε αλλεπάλληλες δοκιμές. Η πολιτεία και οι σχεδιαστές της εκπαιδευτικής πολιτικής επαγγέλλονταν κάθε φορά τη μια και μοναδική λύση που θα άλλαζε άρδην το σχολείο. Έδειχναν να έχουν ανακαλύψει το μαγικό ραβδί. Σαν να βρίσκονταν σε έναν άλλο κόσμο, όπου η ρητορεία είναι ικανή να δημιουργήσει ρήγματα σε παγιωμένες αντιλήψεις και πρακτικές, να κάμψει αντιστάσεις. Και δυστυχώς κάθε προσπάθεια γινόταν μια ακόμη χαμένη ευκαιρία.
Και θα μπορούσε κανείς να αναφερθεί σε ποικίλες άλλες αστοχίες εκ μέρους της πολιτείας, που τελικά υπονομεύουν κάθε προσπάθεια αλλαγής... Και μάλιστα σε μια φάση που βιώνουμε με το χειρότερο τρόπο τις συνέπειες μιας ποικιλώνυμης κρίσης.
Οι ευθύνες όμως δεν βαραίνουν μόνο την πολιτεία. Το νόμισμα για μια ακόμη φορά έχει δύο όψεις. Οι αλλεπάλληλες ματαιώσεις φαίνεται να οδήγησαν τον εκπαιδευτικό κόσμο στην αντίπερα όχθη. Γιατί ο λόγος του, αυτός τουλάχιστον που εκφέρεται δημόσια, δεν είναι παρά αντίλογος. Και μάλιστα ένας αντίλογος που δεν αντιτίθεται. Απλώς αρνείται και απορρίπτει. Καταγγέλλει συνεχώς συνωμοσίες. Και παραμένει εκεί. Άκαμπτος. Για να γίνει τελικά μη πειστικός. Γιατί όταν οι εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων εστιάζουν στην άρνηση, όταν νοιάζονται κυρίως για το πώς θα αμυνθούν απέναντι στις "πολυμέτωπες" επιθέσεις, εγκλωβίζονται σε μια περιοριστική και για τους ίδιους στάση. Παύουν ουσιαστικά να παρακολουθούν τις εξελίξεις. Να ανοίγουν ένα διάλογο με την κοινωνία.
Και το χειρότερο: στην προσπάθειά τους να αντιπαρατεθούν προβάλλουν επιχειρήματα, που ουσιαστικά υπονομεύουν και τις θέσεις τους, πολιτικές και επιστημονικές. Κάποιες φορές μάλιστα δείχνουν να αρνούνται και την ίδια την επαγγελματική τους αυτονομία.
Γιατί πώς αλλιώς να εξηγήσουμε την άρνηση των ίδιων των εκπαιδευτικών να αναλάβουν την ανάπτυξη ενός μέρους του Αναλυτικού Προγράμματος; Στη βάση ποιας ιδεολογίας υπερασπίζονται το αδιαφοροποίητο σχολείο, που στηρίζεται και παράλληλα προωθεί και τελικά αναπαράγει την αυθαίρετη κατασκευή περί ομοιογένειας ενισχύοντας ουσιαστικά τις κοινωνικές ανισότητες; Πάγιο εκπαιδευτικό αίτημα δεν ήταν η διεύρυνση του θεσμικού πλαισίου; Οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί δεν διεκδικούσαν για χρόνια να έχουν λόγο; Να τους αναγνωρισθεί η ευθύνη και η δυνατότητα μαζί να παίρνουν αποφάσεις; Λησμόνησαν άραγε ότι η ψευδεπίγραφη ισότητα αντιστρατεύεται ουσιαστικά την ισότητα των ευκαιριών ευνοώντας;
Μήπως με αυτό τον τρόπο γινόμαστε όλοι θύματα άλλων σκοπιμοτήτων; Γιατί τελικά ένα είναι το αποτέλεσμα: Μέσα σε αυτή τη στασιμότητα το σχολείο παρακμάζει. Τα παιδιά μας απαξιώνουν κάθε παιδευτική διαδικασία ταυτίζοντάς την με το ανιαρό, και πολλές φορές πνευματοκτόνο εκπαιδευτικό τους ταξίδι. Σε μια φάση που χρειαζόμαστε ενεργούς, δημιουργικούς και επινοητικούς πολίτες. Όχι για να είναι ευέλικτοι. Ούτε πειθήνιοι. Αλλά κριτικοί και παρεμβατικοί, που θα διεκδικήσουν εκτός από τα δικαιώματά τους και μιαν άλλη στάση από όλους μας. Και από αυτούς που μιλούν, αλλά και από αυτούς που σωπαίνουν...