02-03-2021
Κατά τη φετινή σχολική χρονιά (2020-2021) στις οδηγίες των φιλολογικών μαθημάτων υπήρξε η επισήμανση να διδαχθεί πρώτα το κείμενο του Θουκυδίδη και στη συνέχεια τα Ελληνικά του Ξενοφώντα. Στις 8/2/2021 αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του περιοδικού Νέα Παιδεία ερωτηματολόγιο για το μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών της Α’ Λυκείου, το οποίο προσκαλούνταν να απαντήσουν συνάδελφοι που κατά τη φετινή σχολική χρονιά (2020-2021) διδάσκουν το συγκεκριμένο μάθημα. Στόχος ήταν να αποτυπωθεί η εμπειρία τους από αυτή την αλλαγή.
Το ερωτηματολόγιο απαντήθηκε από 105 συναδέλφους, αριθμός που επιτρέπει μια πρώτη αποτύπωση των απόψεων τους σχετικά με την αλλαγή. Από αυτούς οι μισοί (50.5%) διδάσκουν το μάθημα για πάνω από δέκα χρόνια, ενώ ικανός αριθμός (21%) συναδέλφων έχουν εμπειρία 7-10 ετών στη διδασκαλία των αρχαίων της Α΄ Λυκείου. Το 13,3 % διδάσκει από 4 μέχρι 6 χρόνια, ενώ σχετικά μικρή εμπειρία (0-3 έτη) έχει το 15.2 % αυτών που συμπλήρωσαν το ερωτηματολόγιο.
Από το σύνολο των απαντήσεων που δόθηκαν διαπιστώνεται ότι η συντριπτική πλειοψηφία των συναδέλφων (85.7 %) ακολούθησε την οδηγία, ενώ το 13.3% που δεν συμμορφώθηκε με αυτή, προέταξε ως λόγους
(α) την έλλειψη έγκαιρης ενημέρωσης για την σχετική αλλαγή (31.3 %),
(β) το γεγονός ότι είχε ήδη ξεκινήσει η διδασκαλία του Ξενοφώντα και θεώρησαν ότι έπρεπε να ακολουθήσουν αυτή τη σειρά (18.8 %), ενώ
(γ) το 37,5 % έκριναν ότι το επίπεδο του τμήματός του δεν επέτρεπε να αρχίσει η διδασκαλία από τον Θουκυδίδη, λόγω της δυσκολίας που θα αντιμετώπιζαν οι μαθητές τους στην προσπέλαση του κειμένου.
Στο ερώτημα «Ποια θετικά στοιχεία διαπιστώσατε κατά τη διδασκαλία» οι απαντήσεις των εκπαιδευτικών (62/80) εστιάζουν στην κατανόηση από τους/τις μαθητές/-τριες της ιστορικής συνέχειας και της χρονικής ακολουθίας των γεγονότων του Πελοποννησιακού Πολέμου. Έντεκα φιλόλογοι (11/80) δε βρίσκουν «κανένα» θετικό στοιχείο από την αλλαγή, ενώ παρατηρούνται και απόψεις, όπως το ότι «δόθηκε περισσότερος χρόνος για γραμματική και συντακτική επεξεργασία σύνθετων φαινομένων» (5/80), ότι «οι μαθητές συνειδητοποιούν την εξέλιξη της γλώσσας», αλλά και «σημαντικές διαχρονικές έννοιες» (2/80) και πως «δόθηκε η δυνατότητα να ολοκληρωθεί η Παθολογία του πολέμου» (3/80).
Στο ερώτημα «Ποια προβλήματα διαπιστώσατε κατά τη διδασκαλία» οι απαντήσεις επικεντρώνονται στις δυσκολίες προσπέλασης του κειμένου. Οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί (64/76) θεωρούν ως σημαντικότερο πρόβλημα τις «δυσκολίες των μαθητών/-τριών να προσπελάσουν τα γραμματικά και συντακτικά φαινόμενα» και «να κατανοήσουν, να ερμηνεύσουν και να μεταφράσουν το κείμενο», τις οποίες σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό (57/64) αποδίδουν στις «ιδιοτυπίες της γλώσσας του Θουκυδίδη». Λίγοι συνάδελφοι αναφέρουν ως αιτίες των δυσκολιών τις «ελλιπείς γνώσεις που έχουν οι μαθητές/-τριες από το Γυμνάσιο» (5/64), αλλά και τη «μη τήρηση της παιδαγωγικής αρχής από τα απλούστερα στα συνθετότερα» (2/64). Έντεκα εκπαιδευτικοί (11/76) δεν αντιμετώπισαν «κανένα πρόβλημα» (9/11) ή «κανένα που δεν αντιμετώπιζαν και στο παρελθόν» (2/11) σχολιάζοντας πως η αλλαγή δεν επηρέασε πιο αρνητικά από όσο στο παρελθόν τη διδασκαλία. Τέλος, σε μία περίπτωση (1/76) αναφέρεται ο «αιφνιδιασμός» ως το σημαντικότερο πρόβλημα.
Στο ερώτημα «Ποια ήταν τα προβλήματα που οφείλονται στην εξ αποστάσεως διδασκαλία» δόθηκαν 47 απαντήσεις που συνδέονται με προβλήματα που αντιμετώπισαν οι εκπαιδευτικοί στην εξ αποστάσεως διδασκαλία του Θουκυδίδη. Οι περισσότεροι (28/47) αναφέρουν πως τα προβλήματα που αντιμετώπισαν δεν διαφοροποιούνται από αυτά που τους προβληματίζουν και κατά τη διδασκαλία άλλων μαθημάτων. Συγκεκριμένα αναφέρουν: «την παρακολούθηση από κινητό», «τη διάσπαση προσοχής των μαθητών/-τριών και την αδυναμία συγκέντρωσης στο κείμενο», «τη μικρή συμμετοχή», «την αργή ροή του μαθήματος», «την κακή σύνδεση», «την έλλειψη οπτικής επαφής», «την αδυναμία να αντιληφθούν έγκαιρα τα σημεία που δυσκολεύουν τους μαθητές/-τριες», «την έλλειψη ανατροφοδότησης», «την έλλειψη κατάλληλου υλικού για την εξ αποστάσεως». Αρκετοί εκπαιδευτικοί (19/47) εστιάζουν στις δυσκολίες που αντιμετώπισαν «κατά τη διδασκαλία της γραμματικής και του συντακτικού», αλλά και συγκεκριμένα στην «εξέταση των μαθητών/τριών στα γραμματικοσυντακτικά φαινόμενα» (5/19).
Τα παραπάνω αποτελέσματα αναδεικνύουν τον προβληματισμό των εκπαιδευτικών που διδάσκουν το μάθημα. Ένα μικρό ποσοστό δεν ακολούθησε την οδηγία, η οποία έφτασε στα σχολεία, αφού τα μαθήματα είχαν ήδη ξεκινήσει, και συνέχισε τη διδασκαλία του Ξενοφώντα. Το μεγαλύτερο ποσοστό, όμως, εφάρμοσε τα προβλεπόμενα από την εγκύκλιο. Οι συνάδελφοι αυτοί στην πλειοψηφία τους επιβεβαιώνουν πως οι μαθητές/-τριες κατανόησαν τη χρονική ακολουθία των γεγονότων του Πελοποννησιακού Πολέμου, που ήταν και ο στόχος της αλλαγής, όμως τα προβλήματα που αντιμετώπισαν κατά τη διδασκαλία, λόγω της μεγαλύτερης δυσκολίας του κειμένου του Θουκυδίδη, είναι σημαντικά. Συγκεκριμένα, οι συνάδελφοι κρίνουν ότι οι μαθητές/-τριες δυσκολεύτηκαν να παρακολουθήσουν και να κατανοήσουν τον αιτιοκρατικό συλλογισμό του Θουκυδίδη, ενώ το πυκνό ύφος και οι γλωσσικές ιδιοτυπίες φαίνεται πως ήταν οι βασικότερες αιτίες αυτών των δυσκολιών. Ακόμη, η ιδιαίτερη συνθήκη της εξ αποστάσεως διδασκαλίας για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα κατά τη φετινή σχολική χρονιά προκάλεσε περαιτέρω προβλήματα στη διδασκαλία που συνδέονται κυρίως με τις εγγενείς δυσλειτουργίες της τηλεκπαίδευσης.
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, η αλλαγή που προτάθηκε φαίνεται να τεκμηριώνεται επιστημονικά. Θα μπορούσαν όμως εκτός από την οδηγία να σταλούν διευκρινίσεις σχετικά με το πού θα έπρεπε να δοθεί έμφαση στη διδασκαλία, προκειμένου να προλαμβάνονται τα προβλήματα που προκύπτουν και να ελέγχεται η επίδρασή τους στη διδακτική πράξη. Τέλος, επειδή κάθε σχολική κοινότητα είναι και μία ιδιαίτερη κοινότητα μάθησης θα μπορούσε να δοθεί η δυνατότητα στις/στους φιλολόγους να επιλέγουν τη σειρά με την οποία θα διδάξουν, συνεκτιμώντας στόχους, μαθητικό δυναμικό και αντικειμενικές συνθήκες.
Η ομάδα των Αρχαίων Ελληνικών
Παναγιώτης Σεράνης, Ελευθερία Παπαμανώλη
Στο αρχείο pdf θα βρείτε τα διαγράμματα που προέκυψαν από το ερωτηματολόγιο.