Τον τελευταίο καιρό γινόμαστε μάρτυρες ενός φαινομένου που πιστεύαμε πως είχε εδώ και δεκαετίες ξεπεραστεί. Εκτός και εάν πρόκειται απλώς για προσομοίωση μιας παρωχημένης λογοκριτικής πρακτικής. Μόνο και μόνο για να αισθανθούν οι εκπαιδευτικοί τι σήμαινε να τους παρακολουθούν. Να τους περιορίζουν τη δυνατότητα να εκφράζουν τις σκέψεις τους. Να τους επιβάλλουν ένα αυστηρά προκαθορισμένο πλαίσιο ερμηνείας, μια μοναδική αλήθεια. Να τους τρομοκρατούν ουσιαστικά γιατί τολμούν να προσεγγίζουν κριτικά ό,τι οι άλλοι θεωρούν θέσφατο, αδιαμφισβήτητο ή ακόμη και ιερό. Γιατί πώς αλλιώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε τον έλεγχο που επιχειρείται σε εκπαιδευτικούς που ουσιαστικά επιδιώκουν να προσδώσουν μια διερευνητική προοπτική στην προσέγγιση της Ιστορίας. Πρόκειται ίσως για μια μορφή τρομοκρατίας που ασκείται σε δασκάλους που προσπαθούν να εξοικειώσουν τους μαθητές τους με την ποικιλία και την πολυφωνία οπτικών, απόψεων και πληροφοριών.
Αναφέρομαι σε δυο περιστατικά. Το πρώτο, μεμονωμένο βέβαια, δηλωτικό ωστόσο μιας συγκεκριμένης εξουσιαστικής πρακτικής και νοοτροπίας. Πρόκειται για την απόπειρα παρέμβασης βουλευτή σε σχολείο των Σερρών. Αντλώντας αυθαίρετα κύρος από την βουλευτική του ιδιότητα και υπερβαίνοντας κάθε δεοντολογία επεδίωξε να ελέγξει εκπαιδευτικό για τον κριτικό τρόπο με τον οποίο προσέγγισε την ανάπτυξη του φασισμού στην Ευρώπη. Και το ιδιαίτερα λυπηρό είναι πως διατάχθηκε ένορκη διοικητική εξέταση όχι για την αυθαίρετη παρέμβαση του βουλευτή, αλλά για την εκπαιδευτικό που είχε το σθένος να υπερασπισθεί το δικαίωμά της να επιτελεί απερίσπαστη το εκπαιδευτικό της έργο.
Φαίνεται ωστόσο πως τα πράγματα είναι ακόμη πιο σοβαρά. Γιατί το δεύτερο περιστατικό είναι επαναλαμβανόμενο. Σε σημείο μάλιστα που η συγκεκριμένη πρακτική τείνει να μετατραπεί σε παράπλευρο, εξωθεσμικό ελεγκτικό μηχανισμό. Τους τελευταίους μήνες εφημερίδα, που αποτελεί κομματικό όργανο, έχει ξεκινήσει μια καταγγελτική πρακτική εναντίον εκπαιδευτικών που τυχαίνει να μην ευθυγραμμίζονται κατά την προσέγγιση των ιστορικών γεγονότων με την επίσημη κομματική οπτική. Επικαλούμενοι καταγγελίες μαθητών, οργανωμένων προφανώς στο συγκεκριμένο κόμμα, διασύρουν εκπαιδευτικούς καταλογίζοντάς τους αντικομμουνιστικό μένος. Κάτι σαν την παλιά αντεθνική δράση που ταλαιπώρησε πολλούς σκεπτόμενους εκπαιδευτικούς σε χαλεπούς πραγματικά καιρούς. Η συγκεκριμένη πρακτική δυστυχώς στηρίζει την αντιεπιστημονική -και ξεπερασμένη πιστεύαμε- αντίληψη ότι η σχολική ιστορία στοχεύει να εμφυσήσει στους μαθητές συγκεκριμένες κανονιστικού τύπου αξίες και στάσεις. Μόνο που σε αυτή την περίπτωση η ιστορία δεν μετατρέπεται σε εθνική αλλά σε κομματική ή ιδεολογική μυθολογία.
Και ποιο είναι στην προκειμένη περίπτωση το μάθημα για τους μαθητές μας, για την παιδεία των οποίων όλοι κόπτονται; Αρχικά για όσους καλούνται να καταγγείλουν τους δασκάλους τους. Νέα παιδιά λοιπόν εθίζονται σε μια καταδοτική νοοτροπία. Μαθαίνουν όχι να αντιπαρατίθενται καταθέτοντας απόψεις και επιχειρήματα αλλά να συντρίβουν τους όποιους άλλους, περιορίζοντας τη δυνατότητά τους να λένε αυτό που πιστεύουν. Μα και για τους υπολοίπους μαθητές. Αυτούς που γίνονται μάρτυρες του ακήρυκτου αυτού πολέμου ενάντια σε όσους δασκάλους τους επιλέγουν να τούς ασκήσουν στην κριτική, να αμβλύνουν τον εφηβικό τους δογματισμό χτίζοντας γέφυρες για τη μετάβαση από την απόλυτη βεβαιότητα στην διερευνητική και στοχαστική ματιά. Εξοικειώνονται με τη λογική μα και την πρακτική της λογοκρισίας. Μαθαίνουν τελικά πως όποιος έχει δύναμη, είτε βουλευτής είναι αυτός είτε κόμμα... μπορεί να επιβάλλει και μια συγκεκριμένη οπτική.
Και ο πλουραλισμός, η αντιπαράθεση ιδεών και απόψεων, η διαλεκτική σύνθεση; Παραμένουν ζητούμενα; Ή μήπως και αυτά ήταν απλώς συνθήματα σε μια συγκεκριμένη συγκυρία...