ShareThis
Η Javascript πρέπει να είναι ενεργοποιημένη για να συνεχίσετε!

Λογοτεχνική Νέα Παιδεία

Σπουδάζων άμα και παίζων
Μόνο σε ψηφιακή μορφήΛογοτεχνικές γραφές: Άλλα είδη
pic

[07/07/2022]

Σπουδάζων άμα και παίζων

Αντώνης Καρτσάκης, Διδάκτωρ Φιλολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης, Π. Σχολικός Σύμβουλος Φιλολόγων Ν. Ηρακλείου

 

Το διάβασμα: ανάσταση του Λαζάρου

 – ν’ ανασηκώνεις την πλάκα των λέξεων

Georges Perros

Στα χρόνια της πανδημίας

Χρόνια μετά, σε ψάχνω ξανά, αγαπημένε μου ανήσυχε μαθητή, -δεν ξέρω πια πού βρίσκεσαι- για να σου πω το ίδιο πράγμα: το διάβασμα μπορεί να είναι πηγή απόλαυσης! Να σου μιλήσω, με τα λόγια του Μπαρτ, για τη δυνατότητα μιας «διαλεκτικής του πόθου», μιας «μη πρόβλεψης της ηδονής».[1] Γιατί το παιχνίδι δεν έχει κλείσει, σε όποια φάση κι αν βρίσκεσαι. Παραμένει ανοιχτό. Σκέφτομαι πως το κείμενο αυτό που γράφω απομονωμένος στο δωμάτιό μου (μέρες του κορονοϊού) πρέπει να δείχνει ότι σε σκέφτεται. Για να μας βρει η επιστροφή πιο μυαλωμένους. Θα μάθουμε άραγε το μάθημά μας; Η Ιστορία και ο Καμύ δεν μου αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας.

Ξαναδιαβάζοντας την Πανούκλα την περίοδο αυτή που η επιδημία γεμίζει φόβο την ψυχή μας, ανακαλύπτω πράγματα που δεν είχα προσέξει άλλοτε: Κατανοώ καλύτερα τη δυσκολία των ανθρώπων -κάποιων ανθρώπων- να πιστέψουν καταρχάς στην ίδια την ύπαρξη της θανατηφόρας επιδημίας που τους καλεί να αλλάξουν συνήθειες. Κατανοώ τον φόβο, αυτό το εγωιστικό συναίσθημα που με κλείνει στον εαυτό μου και δεν αφήνει χώρο στην αγάπη.

Η Πανούκλα[2] έχει μεταφραστεί αρκετές φορές στη γλώσσα μας και έχει διαβαστεί από εκατομμύρια αναγνώστες. Γιατί; Γιατί μας βοηθά να δούμε τις ζωές μας, Διευρύνει την ανθρώπινη εμπειρία και βοηθά τον άνθρωπο να κατανοήσει καλύτερα τι συμβαίνει μέσα του, τι συμβαίνει στη σχέση του με τον «Άλλο», με τον κόσμο.[3] Μια πράξη αντίστασης.[4] Με βοηθά να δω τις ανισότητες της κοινωνίας μας που αφήνει ανθρώπους αβοήθητους, που ανέχεται να πεθαίνουν υπερήλικες και μικρά παιδιά. Αλλά να δω και την αλληλεγγύη, μια συμπάσχουσα, διαυγή και απελπισμένη αλληλεγγύη. Μια αγάπη που σώζει ζωές.

Η Πανούκλα γνώρισε έκρηξη πωλήσεων σε όλο τον κόσμο κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Εκατομμύρια άνθρωποι σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης προσέφυγαν στον Καμύ, για να καταλάβουν τι ήταν αυτό που μας βρήκε. Η στάση αυτή ήταν η ίδια με εκείνην των αναγνωστών όταν πρωτοεκδόθηκε: δυο χρόνια μετά τη φρίκη του Β’ Πολέμου και τα εκατομμύρια νεκρούς, οι αναγνώστες έψαχναν να βρουν γιατί τους βρήκε το κακό… Αυτό θεωρώ νίκη της λογοτεχνίας!

Αργότερα (1955) ο Καμύ διευκρίνιζε στον Ρολάν Μπαρτ ότι η Πανούκλα έχει ως προφανές περιεχόμενο τον αγώνα της ευρωπαϊκής αντίστασης κατά του ναζισμού. Αλλά η άποψη του συγγραφέα δεν μας δεσμεύει. Και αυτό θεωρώ νίκη της λογοτεχνίας!

 

Η γραφή μάς φέρνει πιο κοντά

Πολιορκημένος, λοιπόν, από την απειλή σκέφτομαι το άγγιγμα. Στα σώματα υποχρεωτικό κενό. Στις ψυχές; Αυτές δεν κολλούν. Και πάλι: ο καλύτερος τρόπος να σε πλησιάσω είναι να μείνω μακριά σου.

Μένω, λοιπόν, μακριά σου, αλλά η γραφή μάς φέρνει κοντά. Αυτή «η επιστήμη των ηδονών και της λαλιάς»,[5] μπορεί να μπει στο ερμητικά κλεισμένο σου δωμάτιο και να σου κρατήσει συντροφιά. Μια χαραμάδα στη μοναξιά σου που μπορεί να γίνει απόλαυση. Η απόλαυση της ανάγνωσης. Απόλαυση, λοιπόν, αλλά πώς;

Αυτό το ερώτημα με βασανίζει ακόμη. Γιατί ο στόχος μου από την πρώτη ώρα που πάτησα σε σχολική τάξη ήταν να σου ανοίξω το δρόμο στο βιβλίο. Η φιλαναγνωσία. Αυτό μόνο είχα να σου προσφέρω. Να σε οδηγήσω, όσο πιο εξοπλισμένο μπορούσα, στο βιβλίο και στην ανάγνωση. Για να βρίσκεις μόνος σου «τα θρεπτικά συστατικά που χρειάζεσαι για να διαμορφώσεις έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα».[6] Για να νιώθεις νέα κάθε φορά επιθυμία για γνώση, «κυριευμένος» από το βιβλίο, το οποίο σου επιτρέπει να βιώσεις ένα βαθύ μέρος του εαυτού σου, όταν σου ξυπνά μια μακρινή ηχώ, όταν σου μιλά.[7] Κι ακόμη πιστεύω ότι αυτός πρέπει να είναι ο κυρίαρχος στόχος από την πρώτη ως την τελευταία βαθμίδα της εκπαίδευσης. Γιατί «είναι ωραίο να μαθαίνεις νέα πράγματα, αλλά η συγγραφή χωρίς να είναι ευχάριστη και η ανάγνωση χωρίς ευχαρίστηση δεν αξίζουν τον κόπο».[8]

Πρέπει, λοιπόν, να ξυπνήσω το ενδιαφέρον σου για τη λογοτεχνία. Να σε οδηγήσω σε πολλά λογοτεχνικά κείμενα που θα παίξουν καταλυτικό ρόλο στην προσέγγισή σου με τον κόσμο της γνώσης, θα σου δημιουργήσουν κλίμα ευφορίας μέσα στη σχολική καταπίεση, θα σε συμφιλιώσουν με τις γλώσσες της τέχνης και, ίσως, και με τον κάθε μορφής επικοινωνιακό και επιστημονικό λόγο.[9]

 

Αλλά γιατί δεν αγαπούσες το διάβασμα;

Υψηλοί στόχοι. Θα πρέπει να ήμουν αρκετά νέος, όταν έκανα τις σκέψεις αυτές, εκεί στην αυλή του περιφερειακού Γυμνασίου του Λιβυκού, στην εσχατιά του ελληνικού χώρου, πνιγμένου μέσα στα αρμυρίκια και τις πικροδάφνες. Είχα κατέβει την προηγούμενη με τον αέρα του Αθηναίου και με τον ενθουσιασμό του νεοφώτιστου. Δάσκαλος! Το όνειρο μιας ζωής! Να διδάσκω Παπαδιαμάντη, Σολωμό, Κάλβο και Αναγνωστάκη! Να συναλλάσσομαι καθημερινά με παιδιά δώδεκα ως δεκαοκτώ ετών. Εγώ να μεγαλώνω κι εκείνα σταθερά: δώδεκα ως δεκαοκτώ!

Ένα πολύβουο μελίσσι ξεχύνεται στην αυλή και διακόπτει τις σκέψεις μου. Τρέχεις σαν κατσίκι, φωνάζεις, γελάς, σπρώχνεις, σπρώχνεσαι, βρίζεις, βρίζεσαι, πιο πέρα κάποια ζευγαράκια κάθονται και κρατιούνται χέρι-χέρι, μιλούν ψιθυριστά, κοιτάζονται στα μάτια, εσύ χοροπηδάς, ουρλιάζεις, ζεις την προϊστορία του ανθρώπου. 

Κι εγώ πρέπει να σου διδάξω πολιτισμό. Θέλω να επικοινωνήσω μαζί σου. Να σου πω όσα σχεδίαζα τόσα χρόνια, από τότε που ονειρεύτηκα τούτη τη στιγμή. Αλλά η φωνή μου είναι αδύναμη. Χάνεται μες στη χλαλοή σου. Χαίρομαι τη ζωντάνια σου, αλλά είναι αδύνατο να σ’ ακούσω. Θέλω να σε νιώσω, να σταθώ δίπλα σου. Δεν με αγγίζουν τα πολλά αρνητικά που σου προσάπτουν. Ούτε η ειρωνεία των συναδέλφων στο γραφείο. Με θεωρούν από την πρώτη στιγμή αδιόρθωτο ονειροπόλο, αλλά αυτό μ’ αρέσει. Και βέβαια ονειρεύομαι. Ζει κανείς μόνο μ’ ένα ξερό μισθό;

Βαδίζω λοιπόν από την αρχή τον δρόμο του ονείρου και βρίσκω στον δρόμο μου κάποιους που με συντρέχουν. Έναν ονειροπόλο διευθυντή, μια καλή συνάδελφο, δυο-τρεις μαθητές που με πιστεύουν. Η πρώτη μας ενέργεια εκεί, στην καθαρότητα των λιβυκών υδάτων, να οργανώσουμε βιβλιοθήκη. Για να φέρουμε κοντά σου τον κόσμο που αγνοείς. Ν’ ανοίξουμε σε όλους τις σελίδες όλων των βιβλίων.

Αλλά είμαι νέος και άπειρος. Και κάνω τα μύρια λάθη. Σε πιέζω αφόρητα με τον ενθουσιασμό μου. Σε θέλω αναγνώστη και μάλιστα «επαρκή»! Αλλά εσύ μέχρι χθες πηδούσες στα βουνά και στους λόγγους, πετούσες στις ανθισμένες πλαγιές ή στα απόκρυφα ακρογιάλια της Κουντούρας και ξάπλωνες αμέριμνος κάτω από τη δροσιά και τις ευωδιές των κέδρων. Τώρα που ο πολιτισμός σε έκλεισε μέσα στη μικρή τούτη αίθουσα, πετάς απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο έξω, όπου σε καλεί η ζωή. Τα βιβλία στη μικρή μας βιβλιοθήκη μένουν ανέπαφα.

Αλλά και αργότερα, σε σχολεία του κέντρου, δεν σε κέρδισα όπως ποθούσα. Είχες τώρα όλες τις ανέσεις, πλούσια βιβλιοθήκη στο σχολείο, βιβλία στο σπίτι, αλλά και πάλι τα βιβλία έμεναν ανοιχτά πάνω στο γραφείο σου. Ήξερα, κι όμως επέμενα. Αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Γιατί εγώ έμενα πάλι ο ίδιος κι εσύ είχες τόσο αλλάξει. Έβρισκες ανιαρές τις περιγραφές μου στον αιώνα της οπτικοακουστικής. Και κοιμήθηκες πάνω στο ανοιχτό βιβλίο.

Γιατί όμως δεν αγαπούσες το διάβασμα; Γιατί, ναι, επέμενα να το αγαπήσεις, όπως αγαπούσες τους φίλους σου. Να σου είναι απαραίτητο κάθε στιγμή. Ν’ ανοίγεις παράθυρα και να μπαίνουν ζεστές ακτίνες στη ζωή σου.

Τώρα που το σκέφτομαι -μακριά πια από το σχολείο- καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το σχολείο δεν σου έδινε χαρά. Και, όπως είναι γνωστό, ο άνθρωπος ρέπει προς τη χαρά. Ναι, το σχολείο είναι παίδευση, η παιδεία παιδεμός. Χωρίς επίπονη προσπάθεια δεν μαθαίνεις. Το σχολείο είναι καταναγκασμός, καθώς πρέπει να υπαχθεί σε αυστηρούς κανόνες για να λειτουργήσει.[10] Όμως είσαι έφηβος, εκφράζεσαι συχνότερα με έξυπνο χιούμορ, έχεις πάντα έντονη διάθεση κριτικής. Γιατί το σχολικό πρόγραμμα να μην εκμεταλλεύεται αυτά τα υπέροχα χαρακτηριστικά σου; Θα μου πείτε, υπάρχει σχετική ενότητα στο Αναλυτικό. «Χιούμορ και Λογοτεχνία». Θα σας πω ότι θα ήθελα το χιούμορ και η καλή διάθεση να είναι κυρίαρχα στην εκπαίδευση. Όχι κλεισμένα σε μια ενότητα!

 

Με τα κατάλληλα διεγερτικά

Αλλά ο σκοπός, είπαμε, αγιάζει τα μέσα. Και ήθελα να σε κερδίσω. Ήθελα να σου δείξω το ενδιαφέρον μου, να αναπτύξω άμεση σχέση μαζί σου, να δημιουργήσω θετικό και ευχάριστο κλίμα στην αίθουσα διδασκαλίας. Ήξερα ότι το μετρημένο χιούμορ μειώνει το άγχος σου, δημιουργεί μια συλλογική ανακούφιση, αυτό που η παιδαγωγική ονομάζει «συναισθηματική εγγύτητα».

Διαπίστωνα πολλές φορές ότι με το πραγματικό χιούμορ πολεμώ την αδιαφορία σου. Τα «είναι αφηρημένος», «είναι αδιάφορος», «δεν συμμετέχει», «δεν κινείται», «δεν τραβάει» (μα τι είναι, άλογο μπροστά από το κάρο;), συνηθισμένα στη γλώσσα των καθηγητών, δεν ήθελα να έχουν θέση στη δική μου γλώσσα. Η αδιαφορία, ναι, είναι το χαρακτηριστικό σου. Αλλά εγώ πρέπει να τη θεραπεύσω με τα κατάλληλα διεγερτικά. Πρέπει να εντείνω την προσοχή σου. Να σβήσω το χασμουρητό σου. Και ευτυχώς ο καλός Θεός μού έδωσε το χιούμορ.

Το καλύτερο ήταν να σχετίζεται το χιούμορ με το αντικείμενο της διδασκαλίας μου. Αλλιώς, ας ήταν ένα μικρό διάλειμμα στην ανία σου. Όχι σε υπερβολικές δόσεις, ώστε να διασπά την προσοχή σου. Τόσο όσο να σε ξυπνά, να απελευθερώνει τη φαντασία και τη δημιουργικότητά σου. Να σε ενεργοποιεί και να σε αποσπά από την αδιαφορία. Να σε χαλαρώνει εκεί στην αίθουσα των εξετάσεων που περίμενες τα «θέματα». Να διώχνει την απειλή που έβλεπες στην εξέταση.

Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο θεώρησα σημαντικό να αξιοποιήσω το δικό σου χιούμορ, ενθαρρύνοντάς σε να γράψεις μια κωμική ιστορία, ένα ανέκδοτο, ένα αίνιγμα. («Αν είχα μόνο μια μέρα να ζήσω, θα την περνούσα στην τάξη μου», μου είπες ένα πρωί και δεν πρόλαβα να χαρώ με τη συνέχειά σου: «θα μου φαινόταν ατελείωτη».) Άλλοτε έχεις να επινοήσεις ένα κωμικό τέλος σε μια ιστορία. Ο κίνδυνος εδώ να προκύψει χιούμορ με αρνητικό περιεχόμενο, το οποίο να στοχεύει σε ατομικά χαρακτηριστικά ή να περιέχει στοιχεία σαρκασμού, επιθετικότητας, προσβολής, ειρωνείας, ήταν εμφανής. Όπως και ο κίνδυνος που εγκυμονούσε η προσφιλής μου συνήθεια του αυτοσαρκασμού. Εκτιμούσες πολύ τη διήγηση από μέρους μου προσωπικών κωμικών περιστατικών, αλλά κι εδώ ξεπέρασα κάποτε το μέτρο και έφτασα στο λεγόμενο «αυτομειωτικό» χιούμορ.

Θυμάμαι (γι’ αυτό άλλωστε γράφω, για να θυμάμαι, τώρα που η μνήμη ατονεί) που έκανες ανέκδοτο στο σχολείο το περιστατικό με τη Βυζαντινή Ιστορία στη Β’ τάξη του Λυκείου, εκεί στο περίφημο Β5, με τους δώδεκα διετείς. Με είχες ρωτήσει τις πρώτες μέρες για τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις του Ρωμανού του Λεκαπηνού. Πώς σου ήρθε; Ήξερα ότι έπρεπε πάντα να είμαι έτοιμος, αλλά και έντιμος. Αλλά και ότι δεν έπρεπε να εμφανίζομαι άτρωτος. Πίστευα κιόλας ότι έτσι σου δίνω ένα καλό μάθημα σχετικά με την «αδυνατότητα να γνωρίζεις όλη τη γνώση»[11] και για το ότι η γνώση είναι διαρκής αναζήτηση. Και η απάντησή μου «δεν ξέρω» σε έκανε να ξεσπάσεις αρχικά σε γέλια και ύστερα: «Δεν ξέρετε; Και είστε καθηγητής!». «Άκουσε», σου λέω. «Η πολιτεία με πληρώνει γι’ αυτά που ξέρω. Γι’ αυτό και μου δίνει αυτό το μικρό μισθό. Αν με πλήρωνε γι’ αυτά που δεν ξέρω, νά ένα μισθό θα μου ’κοβε…», είπα, ανοίγοντας σε έκταση τα χέρια μου. Γέλια απ’ όλους, κάτι που το επιδίωκα συχνά. Γιατί ήξερα τι περνάς εφτά ώρες σκυμμένος, ν’ ακούς συχνά ανούσια πράγματα, να μη σε υπολογίζει κανείς.

Και η σοβαρότητα της διδασκαλίας; Μα επειδή ακριβώς η διδασκαλία είναι πολύ σοβαρή υπόθεση, πρέπει να την παίρνουμε σοβαρά, δηλαδή με χιούμορ. Να σου πω ότι οι σοβαρότερες εμπειρικές έρευνες έδειξαν ότι το χιούμορ ενεργοποιεί ταυτόχρονα και τα δύο ημισφαίρια του εγκεφάλου και αυξάνει την έκκριση ορμονών που σχετίζονται με την αύξηση της προσοχής; Να σου πω ότι έχουν πλέον τεκμηριωθεί οι θετικές επιδράσεις του χιούμορ και του γέλιου στη σωματική υγεία και ευεξία; Ότι το χιούμορ είναι το αντίδοτο στο άγχος και σε στρεσογόνες καταστάσεις; Ότι συμβάλλει στη συνοχή της ομάδας, ότι μεταφέρει, με κοινωνικά αποδεκτό τρόπο, συναισθήματα και αντιλήψεις που είναι δύσκολο να ειπωθούν «στα σοβαρά», ότι μας κάνει επικοινωνιακούς και ελκυστικούς; [12] 

Αλλά ο συνάδελφος στη διπλανή τάξη φοβάται μήπως χάσει τον έλεγχο. Δεν θέλει να χαλάσει την εικόνα του. Ανθρώπινο. Παραξενεύεται μάλιστα που βλέπει τους μαθητές μου να με σέβονται και να με εκτιμούν. Στην αρχή με νόμιζε «γραφικό», αλλά όταν είδε τα ντοσιέ με τις εργασίες (διατηρούσαμε ντοσιέ στα βασικά μαθήματα, για να φαίνεται η πρόοδος στο άνυσμα του χρόνου), σάστισε. Ώστε δεν είχε χαθεί ο έλεγχος. Και προσπαθούσα να μην είμαι ένας βαρετός γραφειοκράτης.

 

Χιούμορ και Λογοτεχνία

Μπαίνω ξανά στην τάξη σου να διδάξω την ενότητα «Χιούμορ και Λογοτεχνία» και βλέπω γραμμένο στον πίνακα: «Ο Χριστός δίδαξε και πέθανε. Οι καθηγητές τι περιμένουν;». Έχεις ξεσηκώσει τη φράση από το βιβλίο Παιδαγωγική του χιούμορ του Νίκου Χανιωτάκη, αλλά μου αρέσει. Σε επιβραβεύω. Συμπληρώνω στον πίνακα από το ίδιο βιβλίο πλάι στη δική σου φράση: «Μη ροχαλίζεις στο θρανίο σου. Σκέψου λίγο το διπλανό σου που θέλει να κοιμηθεί». Και περνώ ακολούθως στην ενότητα «Χιούμορ και Λογοτεχνία».

Σου άρεσε ιδιαίτερα, θυμάμαι, η ανάγνωση χιουμοριστικών κειμένων, όταν σε συνάντησα αργότερα στη Β’ Λυκείου, όπου εξετάσαμε ένα ιδιαίτερο είδος κωμικού λόγου, τη σάτιρα. Έκανες λάθος που θεώρησες εύκολη την υπόθεση, που νόμισες ότι θα περάσουμε την «ώρα του παιδιού». Προκειμένου να ορίσουμε τί ακριβώς είναι η σάτιρα και ποια τα όριά της, έπρεπε να καταφύγουμε σε ειδικές πηγές. Ένα ωραίο σχετικό άρθρο σε ένα συλλογικό τόμο μάς άνοιξε σαν βεντάλια τη βιβλιογραφία.[13] Μια ειδική μελέτη, ακολούθως, μας διευκρίνιζε τη λεγόμενη «ποιητική της ανατροπής», δηλαδή τη σάτιρα, την ειρωνεία, την παρωδία, το χιούμορ και άλλους συγγενικούς όρους (μπουρλέσκο, μεταμφίεση, καρικατούρα, γκροτέσκο κ.ά.).[14]

Σου άρεσε ιδιαίτερα η σάτιρα. Ο συνδυασμός χιούμορ και κριτικής, ο τρόπος με τον οποίο ερευνά και αναλύει το κακό.[15] Σου άρεσε το πνευματώδες χιούμορ της καλής σάτιρας, που στηριζόταν στη δημιουργική φαντασία, και η καταλυτική κριτική διάθεση. Καταλήξαμε ότι αυτά ακριβώς είναι τα χαρακτηριστικά του είδους, η ειδοποιός διαφορά του μέσα στην ευρύτερη οικογένεια του κωμικού.

Με ρώτησες ποια είναι η διαφορά σάτιρας και κωμωδίας. Σου απάντησα ότι είναι συνήθης η υπαγωγή της σάτιρας στον ευρύτερο όρο κωμωδία. ότι συχνά τα δύο είδη αλληλοεπικαλύπτονται, καθώς και τα δύο εμπεριέχουν κριτική και χιούμορ.[16] Διαπιστώσαμε ότι η σάτιρα είναι στρατευμένη ειρωνεία, ότι έχει σαφείς ηθικές νόρμες και ακολουθεί συγκεκριμένους κανόνες.[17]

 

Ένα ξεχωριστό βιβλίο

Τη χρονιά αυτή συνέβη μια θετική αλλαγή στα Αναλυτικά Προγράμματα. Το υπουργείο επέτρεπε και συνιστούσε μάλιστα κάτι που κάναμε άτυπα ως τότε: τη διδασκαλία ολόκληρου λογοτεχνικού έργου. Είδαμε οι δάσκαλοι ένα καινούργιο πεδίο ν’ ανοίγεται μπροστά μας. Η πρόθεσή μας ήταν το λογοτεχνικό βιβλίο να μπει δυναμικά στο ελληνικό σχολείο, ουσιαστικά αξιοποιημένο από έναν δάσκαλο συναναγνώστη και σύμβουλό σου. Θεωρήσαμε ώριμο το αίτημα να μπουν στη διδασκαλία μας τα «προγράμματα ή εργαστήρια ανάγνωσης», οι «κύκλοι μελέτης» και τα δίκτυα αναγνώσεων που λειτουργούν εδώ και χρόνια σε άλλες χώρες.[18]

Σου ανακοίνωσα γεμάτος χαρά ότι για ένα δίμηνο θα διαβάζαμε ένα μόνο βιβλίο και θα το διαβάζαμε ολόκληρο. Δεν φάνηκε να συμμερίζεσαι τον ενθουσιασμό μου.

«Πόσες σελίδες»;

«Περίπου τριακόσιες».

«Δε λέει», η απάντησή σου. «Έχουμε διαγωνίσματα».

«Μα γι’ αυτό ακριβώς διάλεξα την περίοδο αυτή να διαβάσουμε ολόκληρο βιβλίο. Δεν θα έχετε δουλειά στο σπίτι. Αρκεί να συμμετέχετε στην τάξη, κάτι το οποίο μάλλον θα σας ξεκουράσει. Και τις εργασίες σας μπορείτε να τις δουλέψετε μέχρι το τέλος του έτους».

«Και γιατί να μην κάνουμε τα αποσπάσματα του βιβλίου, που είναι και μικρά;»

«Έχεις δίκιο. Αλλά πώς θα σου φαινόταν να διδασκόμασταν τον Παρθενώνα, να σου έδειχνα το μισό μόνο αέτωμα και σε περίληψη για τον υπόλοιπο ναό;[19] Πόσο θα απολάμβανες τον Joker, την εξαιρετική ταινία που είδες προχθές στον κινηματογράφο, αν σου έδειχνα μόνο τη σκηνή του τρένου; Και αν για άλλες μορφές τέχνης είναι αδιανόητη η αποσπασματικότητα, γιατί την υιοθετούμε στη λογοτεχνία; Γιατί τεμαχίζουμε τη χαρά;».

Δεν ξέρω πόσο σε έπεισα. Δέχτηκες, πάντως, να κάνουμε μια δοκιμή. «Αλλά μην περιμένετε και πολλά», με προειδοποίησες. «Είμαστε πρωτοδεσμίτες». Σου ανέπτυξα για μια ακόμη φορά το επιχείρημα ότι η τέχνη, η λογοτεχνία εν προκειμένω, δεν γράφτηκε για τους φιλολόγους. Ότι όλοι μπορούμε να τη χαιρόμαστε. Είχα, ωστόσο, τις προσωπικές μου ανασφάλειες.

Αλλά είχα ένα συγκεκριμένο βιβλίο κατά νου, από τότε που το διάβασα πρώτη φορά, και νόμιζα ότι θα σε ενδιέφερε. Τώρα ήταν η κατάλληλη στιγμή. Ο στόχος μου να γνωρίσεις από πρώτο χέρι τη δραστικότητα της σάτιρας. Πρόκειται για ένα ξεχωριστό βιβλίο της δεκαετίας του 1980, με έντονη ποιοτική πολιτική σάτιρα, τον Μανούσο Φάσση του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη.[20] Ήθελα μέσα από το ευφυές τέχνασμα του προσωπείου του Φάσση να δεις τις δυνατότητες της σάτιρας και ταυτόχρονα να μάθεις για την κίνηση των ιδεών μιας εποχής την οποία μάλλον αγνοούσες.

Σε ενημέρωσα με λίγα λόγια για την κριτική τόλμη του Μανόλη Αναγνωστάκη, για το ότι απορρίπτει με σθένος την ποιητική τάση της λεγόμενης «προοδευτικής» ποίησης, λόγω της αισθητικής της ανεπάρκειας, και εναντιώνεται από νωρίς σε κάθε είδους δογματισμό. Σου είπα ότι ο ποιητής-κριτικός αμφισβητώντας έμπρακτα τα τυποποιημένα αισθητικά πρότυπα της αριστεράς, διαχωρίζοντας την «προοδευτικότητα» στην τέχνη από τον κοινωνικό «προοδευτισμό», απαιτεί πρωτίστως αισθητική δικαίωση. αναζητά την προοδευτικότητα του έργου όχι στο περιεχόμενο αλλά στην ίδια του την υφή, στην προώθησή του ως δύναμης εκφραστικής.[21] Ότι ο «αντιδογματικός» ή «αιρετικός», ανάλογα με τη γωνία πρόσληψης, κριτικός λόγος του συνέβαλε στον επώδυνο αλλά γόνιμο έλεγχο των ιδεών, ενθάρρυνε νέες κριτικές απόψεις, οδήγησε στην απελευθέρωση μιας ευρύτερης δυναμικής στον χώρο της ελληνικής διανόησης,[22] μέσα στις αντίξοες συνθήκες του ελληνικού μεταπολέμου.

Μετά την εισαγωγή αυτή σας μοίρασα ένα μικρό βιβλιαράκι φωτοτυπημένο. Ήταν η άγνωστη ποιητική συλλογή Παιδική Μούσα του ποιητή Μανούσου Φάσση (δηλαδή του Αναγνωστάκη) που κυκλοφόρησε το 1980 από τις εκδόσεις «Αμοργός». Η συλλογή, την οποία έχετε μπροστά σας, όπως φαίνεται από τον υπότιτλο («Τραγούδια για την προσχολική και σχολική ηλικία»), απευθύνεται, σας είπα, σε παιδιά. Πιστεύοντας ο ποιητής «στην υψηλή αποστολή διαπαιδαγώγησης της νέας γενιάς», σύμφωνα με την κριτική που προτάσσεται, στοχεύει «στην αθώα ηλικία όπου διαπλάθεται ο χαρακτήρας, σμιλεύεται η προσωπικότητα, κυοφορείται ο αυριανός άνθρωπος-πολίτης». Όμως, όπως παρατηρεί ο ίδιος αυτολογοκρινόμενος, στη συλλογή κυριαρχεί το ερωτικό στοιχείο «άλλοτε εντελώς ξετσίπωτα και άκρως αντιπαιδαγωγικά, άλλοτε διαβρωτικό, ύπουλο, υφέρπον αναμέσο των παραγράφων» (σ. 76). Να κάποια παραδείγματα:

 

Από το «Παράπονο της μάνας»:

 

Ήρθε μια μέρα το εκατό / και σ’ έπιασε με τρία αγόρια.

Όλα μου τα ’πε: το και το / και μ’ έφαγεν η στεναχώρια.

 

Από «Τα αγγελούδια στην εξοχή»:

 

Πήρε απ’ το χέρι τον Τοτό / και πήγαν πίσω απ’ τη χαβούζα.

Το τι συνέβη δε ρωτώ, / όμως της σκίστηκεν η μπλούζα.

 

Το «εγκόλπιο αυτό της ελληνικής οικογένειας», με τις σπαρταριστές παρωδίες «παιδικών» τραγουδιών, φαίνεται όμως να επιτελεί έναν διαφορετικό ρόλο:[23]  απομυθοποιεί τη μορφωτική αποστολή της ποίησης, σαρκάζει το είδος της στρατευμένης τέχνης, στοχεύει κατευθείαν στην υποκριτική αστική ηθική μας:

 

Το σοβαρό παιδί δεν ξέρει / ούτε από ΡΗΓΑ ούτε από ΚΝΕ.

Έμαθε όχι να μη λέει, / σ’ ό,τι του λένε λέει ναι.

Ή

Θέλεις χάδια απ’ τη μαμά σου / μ’ αυτή έχει φουλ του άσσου.

 

Τα αγγελούδια της συλλογής, όπως εικονίζονται στις εξαίσιες γκραβούρες, πετούν τα καπελίνα και τους φραμπαλάδες και ξεχύνονται στο δρόμο:

 

Το τζιν μου το καλό θα βάλω / κι ας με σφίγγει στον καβάλο.

 

Μετά από μια σύντομη αναφορά στο φοιτητικό κίνημα των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων, σας διάβασα επιλεκτικά αποσπάσματα από την Ερωτική τρίλιζα, δημοσιευμένη από τον (υποτιθέμενο) Φάσση το 1981 στο περιοδικό Θούριος. Πρόκειται για τρεις σπαρταριστές μπαλάντες αφιερωμένες σε αντιπροσωπευτικές γυναικείες μορφές – σύμβολα του τότε αριστερού φοιτητικού κινήματος: [24]

 

Αντίκρισα μια Ρήγισα / κι από τον πόθο ρίγησα.

Πολιτική και λίγο σεξ / μας διαχωρίζουν απ’ το ΕΞ.

Όχι μόνο ολοκαύτωμα / χρειάζεται κι απαύτωμα,

 

γράφει για τη σεμνή κόρη του Ρήγα, ενώ για την Τασία την «αρχοντοκνίτισα»:

 

Κνίτισα αρχοντοκνίτισα / παλαιοημερολογίτισα

Να γίνουμε ένα εγώ κι εσύ / δόγμα και ανανέωση.

 

Και για την Τούλα την αγωνίστρια της Π.Π.Σ.Π.:

 

Για μιαν αρχιτεκτόνισα / ένα τραγούδι ετόνισα

(να μη σ’ το πω, να μη σ’ το πει / ανήκει στην Πι Πι Σι Πί.[25]

 

Η στάση σου δεν με εξέπληξε. Έμεινες στην «πλάκα», στα πιπεράτα αστεία. Χρειάστηκε προσπάθεια για να κατανοήσεις ότι δεν πρόκειται για μια απλή «πλάκα», για να χαρείς την ευφυέστατη λογοτεχνική απάτη, τον διάλογο ανάμεσα στα κείμενα, τη σκηνοθεσία με την πολλαπλότητα φωνών, την ποιητική εντέλει ηθική και το ιδιαίτερης ποιότητας χιούμορ ενός σπάνιου ανθρώπου.[26]

Με τη βοήθειά μου και προχωρώντας σε ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης διαπιστώσαμε ότι πρόκειται για σοβαρή πολιτική και πολιτισμική κριτική. για γέλιο που κατευθύνεται προς συγκεκριμένο στόχο. όχι για απλή ευθυμογραφία.[27] Για τσουχτερή σάτιρα, όπως θα πει ο Αναγνωστάκης το 1987, δημοσιεύοντας την κριτική μελέτη του Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης, όπου, με μια εκπληκτική πρόζα, μας ξάφνιαζε για μια ακόμη φορά.

Το τελευταίο αυτό ήταν το αντικείμενο μελέτης μας. Ξαφνιάστηκες, με το δίκιο σου, βλέποντας τον πολιτικό ποιητή να αξιοποιεί όλες τις διαβαθμίσεις της σάτιρας (από την ευθυμία στον κλαυσίγελω και τον αυτοσαρκασμό) και να μας παρουσιάζει τον ήρωά του με μια επικούρεια βιοθεωρητική αντίληψη, με «αχαλίνωτο, ανενδοίαστο και αναίσχυντο ερωτισμό», κυρίως όμως «ξένο προς τα μηνύματα των καιρών και αδιάφορο για την εποχή» - όταν οι σύγχρονοί του ποιητές είχαν δοθεί ολόψυχα «να γίνουν μια ψηφίδα στο μεγαλειώδες χαλί του παρόντος, στο οποίο θα πατούσαν οι γενιές του μέλλοντος και θα έκαναν πράξη τα οράματά μας». Μέσα στη μεγαληγορία αυτή εντόπισες εύκολα - γνωρίζοντας και τις βασικές κατευθύνσεις της μεταπολεμικής μας ποίησης- τον σαρκασμό για την κοινωνικά προσανατολισμένη ποίηση της εποχής.

Τι κατορθώνει, λοιπόν, η σάτιρα; Γιατί την επιλέγει ο μείζων αυτός μεταπολεμικός ποιητής μας; Τι επιδιώκει; Διαβάζοντας προσεκτικά και απολαμβάνοντας ένα ευφυέστατο και ευφάνταστο κείμενο είδαμε ότι το τέχνασμα του Φάσση και η σάτιρα υποχρεώνουν τον ποιητή σε αυτοανάλυση, αυστηρή αυτοκριτική, σε μια πράξη βαθιάς αμφισβήτησης, σχεδόν αυτοακύρωσης: «Άσε, ρε Μανώλη, τις πολλές ιδέες και τα μηνύματα. Αυτά θα σε φάνε, άσε που θα φάνε και όλο το ρωμέικο. Νομίζεις πως γράφεις για την αιωνιότητα και απλώς αντιγράφεις την επικαιρότητα του κερατά» (σ. 84). Πετυχαίνει, ταυτόχρονα, ένα κλείσιμο του ματιού απέναντι σε κάποιες υπερβολές της πολιτικής ποίησης. Μέσα από την αντιδικία Αναγνωστάκη-Φάσση, ο ποιητής του συλλογικού βιώματος φαίνεται να «σπάει πλάκα» με τις μονομέρειες της κριτικής «που τον πρόβαλε ως απαράγραπτα ιδεολόγο ποιητή».[28]

Ακόμη, μέσα από το διαβολεμένο κέφι του Φάσση, είδατε την κριτική του λογοτεχνικού μας συστήματος (εκδοτικών πρακτικών, ερμηνευτικών μεθόδων, κυρίως ανελέητη κριτική της κριτικής), την υπονόμευση της ρίμας, της ρητορείας, της ποίησης της ίδιας, ενδιαφέρουσες, δηλαδή, όψεις πολιτισμικής κριτικής. Μείναμε λίγο στη σαρωτική πολιτική κριτική.[29] Κι εδώ, μετά και τις επεξηγήσεις μου, σχετικά με τα τεκταινόμενα στον χώρο των νεολαιών της δεκαετίας του 1980, χάρηκες ακόμη μια φορά τόσο τα νοήματα όσο και τις σατιρικές, υπονομευτικές ομοιοκαταληξίες του Φάσση, χάρηκες τον ποιητή που απομυθοποιεί δόγματα και ιδεολογικούς κομφορμισμούς, στερεότυπα και ιδεοληψίες. Δείγματος χάριν:

 

Πόσες χιλιάδες ώρες πέρασαν με συνεδρίαση,

σ’ αχτίδες, κόβες και κομματικούς πυρήνες,

στο τέλος πάθαμε χρονία νικοτίαση

κι ο πονοκέφαλος ούτε περνούσε μ’ ασπιρίνες (σ. 114)

 

(από το «Fair Play» του Μανούσου αφιερωμένου μάλιστα στον Μ. Αναγνωστάκη).

 

Και από το «Femina Aeterna»:

 

Εγώ αγαπούσα πάντα την Ελένη

όμως αυτή δε μού κανε τη χάριν

δεν αγαπούσε εμένα αλλά τον Λένιν

και μού ’σκισε όλα τα βιβλία του Μπουχάριν (σελ. 121).

 

Ή το πολύ γνωστό:

 

Ήμουν ψόφιος απ’ τη νύστα / κι είπα στη ρεσεψιονίστα:

θέλω άνεση σουίτας / είμαι ποιητής της ήττας,

 

με το οποίο ο Αναγνωστάκης σατίριζε την «Ποίηση της Ήττας», μια ποιητική τάση της εποχής για την οποία έχουν γραφτεί πολλά.

Σε άφησα να περιπλανηθείς μόνος σου μέσα στο κείμενο για αρκετή ώρα. Έδειχνες τώρα ενθουσιασμένος. Ανακάλυψες πολλές τεχνικές της σάτιρας, πολλές μορφές της ειρωνείας. Γνώριζες έναν άλλο Αναγνωστάκη, μου είπες. Ταυτόχρονα διαπίστωνες πόσο δραστική μπορεί να είναι η σάτιρα. Πώς συνδέεται με τη φαντασία και την κριτική. Τι είναι η αυτοσάτιρα. Τι ο σαρκασμός. Τι η παρωδία. Πόση δύναμη μπορούν να έχουν τα είδη αυτά. Πώς, π.χ., ο ποιητής παίρνει την εκδίκησή του από την κριτική μέσω της σάτιρας, όταν λέει: «πόνεσα απ’ τους γυμνοσα / λιάγκαρους τους κριτικούς / και του Αργυρίου τα κους-κους» (σ. 42).

Σας ρώτησα τότε αν συμφωνείτε με την άποψη του Μπρετόν ότι το χιούμορ είναι «η απόλυτη επανάσταση του πνεύματος». Σας έδωσα στο σημείο αυτό τον ορισμό του χιούμορ του R. Bonghi, όπως τον παραθέτει ο Luigi Pirandello: «Πικρή διάθεση μέσω της οποίας αποκαλύπτεται και εκφράζεται η γελοία όψη της σοβαρότητας και η σοβαρή πλευρά του γελοίου».[30] Σας ζήτησα να δείτε ξανά το κείμενο στο σπίτι και να παρουσιάσετε στην τάξη φράσεις που να τεκμηριώνουν την άποψη αυτή. 

Συμπλήρωσα, τέλος, ότι το χιούμορ που μας χαρίζεται με τον Μανούσο Φάσση συνιστά αποκάλυψη ενός άλλου εαυτού, απομυθοποίηση,  κατάφαση της ελευθερίας του δημιουργού του, ένα πηγαίο και αισιόδοξο ξέσπασμα και ότι αυτό ακριβώς επιδιώκει ο ποιητής-κριτικός. Αυτή είναι η πολιτισμική πρακτική του: η υπονόμευση κάθε απολυτότητας, κάθε δογματισμού – πριν ο αντιδογματισμός γίνει δόγμα.

Το πνευματώδες χιούμορ και η κριτική διάθεση του Αναγνωστάκη σε κέρδισαν. Το είδα στην τάξη και το διαπίστωσα όταν μου ζήτησες να διαβάσεις τα ποιήματά του. Σε προειδοποίησα ότι το κυρίως έργο του ποιητή είναι εντελώς διαφορετικό. Μου ζήτησες επίσης να ασχοληθούμε με άλλα κείμενα του είδους και σκέφτηκα ότι ήταν ευκαιρία να πάμε ξανά στον Σολωμό. Όταν σου το πρότεινα έδειξες φανερά την αποστροφή σου. Οι Ελεύθεροι πολιορκημένοι σε είχαν βαρύνει. Η Γυναίκα της Ζάκυθος ήταν στη διδακτέα ύλη. Σε βεβαίωσα ότι θα δούμε ολοκληρωμένο το έργο και ότι θα σου αρέσει. Και σου άρεσε, πράγματι, η ειρωνεία του Σολωμού, η έμμεση καταγγελία του στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις, που έβλεπαν με δυσπιστία τον Αγώνα, και απόλαυσες την αθυροστομία του έργου και είπες ότι γνώρισες «έναν άλλο Σολωμό».

 

Και ο δάσκαλος μαθαίνει

Πήρα όμως κι εγώ ένα σπουδαίο μάθημα από την ενασχόλησή μας με σατιρικά κείμενα. Είδα ότι ως έφηβος έχεις έντονη διάθεση κριτικής την οποία ασκείς συχνά με ανελέητο χιούμορ, ότι κατανοείς τα κείμενα του είδους αυτού, ότι σε κεντρίζουν, σε ωθούν να εκφράσεις τις απόψεις σου, να κρίνεις και να κριθείς, να αντιδράσεις για ό,τι σε ενοχλεί ή σε πιέζει. Διαπίστωσα επίσης ότι η παρατηρητικότητά σου στα κείμενα αυτά ήταν αυξημένη. Πολύτιμα παιδαγωγικά διδάγματα που ενίσχυαν την άποψή μου ότι το χιούμορ πρέπει να μπει δυναμικά στο σχολικό πρόγραμμα.

Σου ζήτησα να αφηγηθείς κωμικά περιστατικά από τη ζωή σου. Μου ζήτησες να σου αφηγηθώ περιστατικά από τη δική μου σχολική ζωή. Ήξερα ότι η πρόθεσή σου ήταν να ροκανίσεις τον χρόνο, αλλά η δική μου σκοπιμότητα την αποδεχόταν. Πίστευα πάντα ότι κερδίζω χάνοντας χρόνο μαζί σου. Το χιούμορ σε συμφιλίωνε κάπως με την ιδέα της ανάγνωσης και μας έφερνε κοντά.

Χιούμορ λοιπόν. Μιλώ για χιούμορ στο γραφείο και σοκάρω κάποιους συναδέλφους που έμαθαν να επιβάλλονται με την αυστηρότητα και καμαρώνουν που η τάξη τους είναι «νεκροταφείο». Δεν έχω τη διάθεση να προκαλέσω. Ασφαλώς η δουλειά μου απαιτεί σοβαρότητα, δεν θέλω όμως να είμαι θλιβερός. Επιθυμώ να βρίσκομαι πάντοτε στη θετική πλευρά της ζωής.

Το θετικό χιούμορ, αυθόρμητο ή προσχεδιασμένο, μακριά από σαρκασμό, ειρωνεία, χλεύη και γελοιοποίηση, ήταν το όπλο μου. Έπρεπε όμως να προσέχω πολύ. Όφειλα να ξέρω ότι δεν αρκούσε η δική μου καλή πρόθεση, όταν υπήρχε ενδεχόμενο ο αποδέκτης του αστείου μου, αντί να ευθυμήσει, να νιώσει θιγμένος και αποκλεισμένος. Η «συγγνώμη» στις περιπτώσεις αυτές δεν αρκούσε. Όπως «δεν αρκεί ν’ αγαπάς·πρέπει να ξέρεις πώς ν’ αγαπάς».[31]   

 

«Τα καλά τοις παισίν ηδέα ποιών»

Έτσι αγάπησες και τον Κονδυλάκη. Ο «Επικήδειος» σε απωθούσε με την καθαρεύουσά του. Σε ενημέρωσα ότι ναι μεν ο Κονδυλάκης είναι αντιμέτωπος με τη λογοτεχνική κληρονομιά του ρομαντισμού στην Ελλάδα, αλλά κατατάσσεται στην ηθογραφική και παράλληλα ρεαλιστική στροφή της πεζογραφίας μας. Ότι στο κείμενο αυτό θα χαρούμε ένα γέλιο που χαλαρώνει, που λύνει τα πράγματα από την ακαμψία τους. Πράγματι, ο αντιηρωϊσμός, οι αντιθέσεις του λαϊκού κόσμου με εκείνον των λογίων φοιτητών, η τιμωρία των τελευταίων εξαιτίας της έπαρσής τους, η διακωμώδηση της επινοημένης ρητορείας των επικήδειων λόγων σε κέρδισαν. Βρήκες γλυκιά και την καθαρεύουσά του, που ενίσχυε την κωμικότητα του κειμένου.

Σε μια προσεκτικότερη ματιά είδαμε ότι ο συγγραφέας δεν κάνει απλή καταγραφή επαρχιακών ηθών. ότι αποδεικνύεται δεινός ψυχογράφος (φροϋδικός πριν από τον Φρόυντ έχει χαρακτηριστεί). ότι με λιτά μέσα, γυμνό λόγο, παραστατική δύναμη κατακτά ένα ιδιαίτερο ύφος.  ότι ξεχώρισε από τους ομότεχνούς του χάρη σε μια αρετή: το χιούμορ. Χάρη στην αρετή αυτή απαλλάχθηκε τελικά από τη ρομαντική κληρονομιά που έθρεψε την εφηβεία του και κέρδισε τη δική του διακριτή θέση. Έμαθα κι εγώ, διδάσκοντας τον Κονδυλάκη, να μην φοβάμαι τα παλαιότερα λογοτεχνικά κείμενα. Έχουν πολλά να μας πουν. Και να έχω το θάρρος να επιλέγω κείμενα που σου αρέσουν.

Το ζήτημα βέβαια δεν είναι να διδάσκουμε μόνο εύθυμα κείμενα, αλλά να είναι τόσο ελκυστική η διδασκαλία, ώστε να κινεί το ενδιαφέρον σε όποιο κείμενο θεωρούμε σημαντικό. Αυτό ακριβώς που έλεγε ο αρχαίος Λάκων παιδαγωγός, όταν ρωτήθηκε πώς διδάσκει. «Τα καλά τοις παισίν ηδέα ποιώ», απάντησε και τον ζηλεύω μέχρι σήμερα. Γιατί εγώ δεν κατάφερνα πάντα να κάνω ηδέα τα καλά.

Ό,τι κατάφερα πάντως, το κατάφερα με χιούμορ και φιλική συμπεριφορά. Μια συμπεριφορά η οποία, θέλω να ξέρεις, ήταν προσεκτικά σχεδιασμένη και υπηρετούσε έναν βαθύτερο στόχο: ήθελα να ενισχύσω την αυτοεκτίμησή σου. Ήξερα πως δεν υστερούσες σε διανοητικές ικανότητες και ότι οι χαμηλές επιδόσεις σου και η κάποια αδιαφορία σου για το μάθημα -στα σχολεία ειδικά της περιφέρειας που σε συνάντησα- είχε σχέση με τη χαμηλή σου αυτοεκτίμηση. Ήξερα ότι το σύστημα σε είχε ξεγράψει. Ήθελε πρωτιές και λαμπρές επιδόσεις στις πανελλαδικές, που να δίνουν πόντους στο σχολείο. Ήξερα πως χρειαζόσουν για τον λόγο αυτό τη στοργή και την αγάπη μου, Ήθελα να εκτιμάς τη δική σου πρόοδο και για τον λόγο αυτό επαινούσα τα δυνατά σου σημεία.

«Τσακώνω τους μαθητές μου να συμπεριφέρονται σωστά», είχα διαβάσει στο βιβλίο του Άλαν Χέι Η τέχνη της διδασκαλίας.[32] Η πεποίθησή μου είναι ότι πρέπει να σου δείξω ότι αξίζεις. Θυμόμουν ότι εμένα, όταν ήμουν μαθητής, δεν με επαινούσαν. Η παιδαγωγική των καιρών μου (μόνο των καιρών μου;) στηριζόταν στο «λάθος». Η παιδαγωγική του «λάθους». Η δουλειά του δασκάλου ήταν να βρει τα λάθη. Πόσα λάθη έκανες; Πόσες μονάδες αντιστοιχούν; Το ίδιο και στη ζωή. Ψάχνουμε τα λάθη και βαθμολογούμε διαρκώς. Αλλά ήθελα, σου είπα, να ενισχύσω την αυτοεκτίμησή σου. Και υπογράμμιζα από τα πρώτα χρόνια (διαισθητικά;) το σωστό, όπως και το λάθος. «Ωραία ιδέα», έγραφα. «Μπράβο, πολύ καλό», «εξαιρετική ανάλυση» και χαιρόμουν που χαιρόσουν.

 

Πού καιρός για διάβασμα;

Και όλα αυτά για να σε συμφιλιώσω με την ανάγνωση. Ναι, αυτός ένιωθα και νιώθω ότι ήταν ο υπέρτατος σκοπός μου: να σε κάνω να επιθυμείς να προσφέρεις στον εαυτό σου την ευτυχία να είναι αναγνώστης!

Πού καιρός για διάβασμα, λες.

Λέω: έχεις δίκιο. Αλλά από τη στιγμή που τίθεται θέμα χρόνου, φοβάμαι ότι δεν υπάρχει διάθεση. Γιατί ποιος πραγματικά έχει χρόνο;

Λες: πολύ θα ήθελα να διαβάσω, αλλά τα διαγωνίσματα, το φροντιστήριο, οι εξετάσεις…

Λέω: έχω μια φίλη συνάδελφο, τη Λίτσα, που εργάζεται, μεγαλώνει παιδιά, πλένει, μαγειρεύει, πάει στο σούπερ μάρκετ, φροντίζει τον κήπο της, τα ζώα της και τη συναντώ πάντα μ’ ένα βιβλίο στο χέρι. Έχει διαβάσει τα περισσότερα βιβλία από τους ανθρώπους που ξέρω. Και έχω πολλούς άλλους φίλους, που δεν κάνουν τίποτα από όλα αυτά, αλλά βιβλίο δεν ανοίγουν.

Λες: αν μπορούσα να έκλεβα λίγο χρόνο…

Λέω: είδες κανένα ερωτευμένο να μη βρίσκει χρόνο ν’ αγαπήσει;

Μην πιέζεσαι λοιπόν. Τα βιβλία δεν διαμαρτύρονται. Τα διαβάζεις μόνο αν και όποτε κάνεις κέφι. Η καριέρα, τα διπλώματα, η κοινωνική σου ζωή είναι μια σημαντική πλευρά του εαυτού σου. Η προσωπική σου ζωή, η καλλιέργεια, οι επιθυμίες σου είναι κάτι διαφορετικό. Αν το εκτιμάς, θα βρεις τον χρόνο.

 

[1] Ρολάν Μπαρτ, Η απόλαυση του κειμένου, μτφρ. Φούλα Χατζηδάκη – Γιάννης Κρητικός, Ράππας, Αθήνα 1977, σ. 9.

[2] Αλμπέρ Καμί, Η Πανούκλα, μτφρ. Νίκη Καρακίτσου-Ντουζέ, επιμ. Βιβή Φωτοπούλου, Καστανιώτης, Αθήνα 2001.

[3] Βλ. σχετικά Σταύρος Ζουμπουλάκης, Μυθιστορηματικό αναγνωστήριο, Πόλις, Αθήνα 2021 [για τα έργα του Αλμπέρ Καμύ στις σελίδες 67-87].

[4] «Κάθε ανάγνωση είναι μια πράξη αντίστασης» (Ντανιέλ Πενάκ, Σαν ένα μυθιστόρημα, μτφρ. Ρένα Χατχούτ, Καστανιώτης, Αθήνα 1996, σ. 75).

 

[5] Ρολάν Μπαρτ, ό.π., σ. 12.

[6] Σβεν Μπίρκερτς, Οι ελεγείες του Γουτεμβέργιου. Η μοίρα της ανάγνωσης στην ηλεκτρονική εποχή, μτφρ. Λίλυ Εξαρχοπούλου, Καστανιώτης, Αθήνα 1997, σ. 39.

[7] Massimo Recalcati, Με ανοιχτό βιβλίο. Μια ζωή είναι τα βιβλία της, μτφρ. Χρήστος Πονηρός, Κέλευθος, Αθήνα 2022, σ. 47.

[8] «Η αξία της ανθρωπιάς. Ο Βρετανός συγγραφέας Αμπντουλραζάκ Γκούρνα, τιμηθείς με το Νομπέλ Λογοτεχνίας 2021, μιλάει στην ‘Κ’» (συνέντευξη στον Σάκη Ιωαννίδη, Η Καθημερινή, Κυριακή 22. 5. 2022).

[9] Βλ. ενδιαφέρουσες σχετικές απόψεις στο Άννα Κατσίκη-Γκίβαλου, «Η αμφίδρομη σχέση λογοτεχνίας και γνωστικών αντικειμένων», Βενετία Αποστολίδου, Ελένη Χοντολίδου [επιμέλεια], Λογοτεχνία και Εκπαίδευση, Τυπωθήτω, Αθήνα 2006, σ. 35-41.

[10] Βλ. αναλυτικά, Σταύρος Ζουμπουλάκης, Για το σχολείο, Πόλις, Αθήνα 2017.

[11] Massimo Recalcati, Η ώρα του μαθήματος. Για την ερωτική διάσταση της διδασκαλίας, μτφρ. Άννα Πλεύρη, Γιοβάνα Βεσσαλά, Κέλευθος, Αθήνα 2020, σ. 13.

[12] Βλ. σχετικά, Νίκος Ι. Χανιωτάκης, Παιδαγωγική του χιούμορ, Αθήνα, Πεδίο, 2011.

[13] Βικτωρία Καπλάνη – Λίνα Κουντουρά, «Με χιούμορ και κριτική: σάτιρα και σατιρικά αναγνώσματα», στο Διαβάζοντας λογοτεχνία στο σχολείο… Μια νέα πρόταση διδασκαλίας, επιμέλεια Βενετία Αποστολίδου, Βικτωρία Καπλάνη, Ελένη Χοντολίδου, Τυπωθήτω – Γ. Δαρδανός, Αθήνα 2000, σ. 283-291.

[14] Βλ. Κατερίνα Κωστίου, Εισαγωγή στην ποιητική της ανατροπής. Σάτιρα, Ειρωνεία, Παρωδία, Χιούμορ, Νεφέλη, Αθήνα 22005, σ. 23 κ.ε.

[15] Ό.π., σ. 49.

[16] Ό.π., σ. 54-55.

[17] Βλ. σχετικα, Northrop Frye, Η ανατομία της κριτικής, μτφρ. Μαριζέτα Γεωργουλέα, εισαγ. Ζ. Ι. Σιαφλέκης, Gutenberg, Αθήνα 1997, σ. 233.

[18] Εξαιρετικά ενδιαφέρουσες προτάσεις σχετικά με τη διδασκαλία ολόκληρου κειμένου στην τάξη στο Δημήτρης Παπαγεωργάκης, «Παρουσίαση μυθιστορήματος στο Λύκειο», Βενετία Αποστολίδου, Ελένη Χοντολίδου [επιμέλεια], Λογοτεχνία και Εκπαίδευση, ό.π., σ. 73-90.

[19] Το παράδειγμα και άλλες χρήσιμες παρατηρήσεις για τη διδασκαλία ολόκληρου έργου αντλώ από το άρθρο των Θοδωρή Φιλάρετου – Ελένης Χοντολίδου, «Διδάσκοντας από κοινού λογοτεχνία στο Γυμνάσιο», στο Βενετία Αποστολίδου, Ελένη Χοντολίδου [επιμέλεια], Λογοτεχνία και Εκπαίδευση, ό.π., σ. 53-71.

[20] Μανόλης Αναγνωστάκης, Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης. Η ζωή και το έργο του. Μια πρώτη απόπειρα κριτικής προσέγγισης, στιγμή, Αθήνα 1987.

[21]  Μ. Αν. [Μανόλης Αναγνωστάκης], «Συνθήματα και πραγματικότητα», Κριτική, τχ. 11-12, Σεπτ.-Δεκ. 1960, σ. 232 (=Τα Συμπληρωματικά. Σημειώσεις κριτικής, στιγμή, Αθήνα 1985, σ. 133-140 : 135).

[22] Βλ. αναλυτικά, Μιχ. Γ. Μπακογιάννης, Το περιοδικό Κριτική (1959-1961). Μια δοκιμή ανανέωσης του κριτικού λόγου, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 132-133.

[23] Βλ. και Βαρβάρα Ρούσσου, «Μανούσος Φάσσης: Το σατιρικό προσωπείο του Μανόλη Αναγνωστάκη», Αμάλθεια (Λασιθίου), τχ. 142-143, Ιαν.-Ιούν. 2005, σ. 66-67.

[24] Μανόλης Αναγνωστάκης, «Είμαι αριστερόχειρ, ουσιαστικά», Εντευκτήριο, τχ. 71, Δεκ. 2005, σ. 27-30: 28.

[25] Πρόκειται για τις πολιτικές νεολαίες «Ρήγας Φεραίος» του ΚΚΕ Εσωτερικού, την «Πανσπουδαστική» του ΚΚΕ και την  Π.Π.Σ.Π. του ευρύτερου αριστερού χώρου.

[26] Ευριπίδης Γαραντούδης, «Τα ποιήματα του Μανούσου Φάσση και η παιδική ασθένεια της έμμετρης ποίησης», Πόρφυρας, τχ. 86, Απρίλιος-Ιούνιος 1998, σ. 615-631.

[27] Βλ. σχετικά Κ. Θ. Δημαράς, «Από τη σάτιρα στην ευθυμογραφία» στο Σάτιρα και πολιτική στη νεώτερη Ελλάδα. Από τον Σολωμό ώς τον Σεφέρη, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1979, σ. 305-325.

[28] Ευριπίδης Γαραντούδης, ό.π., σ. 618.

[29] Βλ. αναλυτικά, Κώστας Καραβίδας, «Το θέμα είναι τώρα τι λες: Ο ‘πολιτικός’ Αναγνωστάκης και η αριστερή μελαγχολία του Μπένγιαμιν», Χρόνος, τχ. 8, Δεκ. 2013, όπου ο κριτικός υποστηρίζει ότι το κείμενο αυτό συνιστά την ειρωνική έξοδο του Αναγνωστάκη από την ποίηση και την πολιτική, την υπέρβαση της «αριστερής μελαγχολίας».

[30] Βλ. Κατερίνα Κωστίου, ό.π., σ. 244.

[31] Freire, Paulo, Δέκα επιστολές προς εκείνους που τολμούν να διδάσκουν, μτφρ. Μανώλης Νταμπαράκης, Αθήνα, Επίκεντρο, 2006, σ. 157.

[32] Alan Haigh, Η τέχνη της διδασκαλίας. Μεγάλες ιδέες, απλοί κανόνες, μτφρ. Μαλβίνα Αβαγιανού, επιμ. Κώστας Λουκέρης, Πατάκης, Αθήνα 2008.

 

Photo via iStock


Συντάκτες

Ενημερωτικό δελτίο