ShareThis
Η Javascript πρέπει να είναι ενεργοποιημένη για να συνεχίσετε!

Λογοτεχνική Νέα Παιδεία

Νεοελληνική Φιλολογία: «ριψοκίνδυνη» ή «σπασμωδική» επιστήμη;
Μόνο σε ψηφιακή μορφήΒιβλιοκριτική
pic

[07/07/2022]

Νεοελληνική Φιλολογία: «ριψοκίνδυνη» ή «σπασμωδική» επιστήμη;

Κώστας Καραβίδας, μέλος Ε.ΔΙ.Π. στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Η υστέρηση των νεοελληνικών φιλολογικών σπουδών (ΝΕΦ) τα τελευταία χρόνια, παρά τα επιμέρους επιτεύγματα, μπορεί να αποδοθεί σε ενδογενείς και εξωγενείς παράγοντες. Σίγουρα όμως, η απουσία αναστοχαστικής διάθεσης για την εξέλιξή της ως επιστημονικού αντικειμένου συνιστά βασική αιτία της δυσκολίας προσαρμογής στο παρόν. Σε αντίθεση με την ιστορική επιστήμη που θεωρητικοποίησε έγκαιρα τις προκλήσεις και εκσυγχρόνισε τα επιστημολογικά της ερωτήματα, η ΝΕΦ επιδεικνύει ανέμελη μακαριότητα, περιχαρακωμένη στην αυτάρκεια της κληρονομιάς της. Για όσους, όπως ο γράφων, θητεύουν σε φιλολογικά τμήματα και νεοελληνικούς τομείς, είναι κοινό μυστικό ότι οι άλλοτε δημοφιλείς, ελκυστικές και εξωστρεφείς νεοελληνικές κατευθύνσεις φυτοζωούν πια με λίγους προπτυχιακούς φοιτητές, απαρχαιωμένα προγράμματα σπουδών, αισθητή πτώση του επιπέδου διδασκαλίας, εσωστρεφή μεταπτυχιακά, χαμηλών απαιτήσεων διδακτορικά και κυρίως με εξασθενημένη επιδραστικότητα στη δημόσια σφαίρα. Αν συνυπολογίσουμε την επαναφορά του εμπειρισμού και του σχολαστικισμού, την αδιαφορία για την επιστημολογική συζήτηση, την ένδεια εξειδικευμένων περιοδικών και τον σταδιακό απορφανισμό των νεοελληνικών σπουδών στο εξωτερικό, το περιβάλλον που διαμορφώνεται για το μέλλον της ΝΕΦ είναι δυσοίωνο.

Η μελέτη της Βενετίας Αποστολίδου (Η Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο) αποτελεί εξαιρετική αφορμή για ανακίνηση της συζήτησης γύρω από το περιεχόμενο και την κοινωνική λειτουργία της ΝΕΦ. Το βιβλίο επικεντρώνεται στα χρόνια διαμόρφωσης της «νεαρής» επιστήμης (δεν έχει ακόμη συμπληρώσει έναν αιώνα αυτόνομης ζωής) στις Φιλοσοφικές Σχολές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Εντάσσοντας τη μελέτη στο πεδίο της Ιστορίας των Θεσμών (Institutional History), η συγγραφέας, Καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας και Λογοτεχνικής Εκπαίδευσης στο ΑΠΘ, ακολουθεί μια πολύ ενδιαφέρουσα μεθοδολογία καθώς δομεί το βιβλίο σε ανθρωποκεντρική βάση, τονίζοντας τον ρόλο των προσώπων. Αξιοποιώντας χρήσιμο αλλά αναξιοποίητο αρχειακό υλικό (Πρακτικά Συνεδριάσεων Φιλοσοφικών Σχολών) συγκροτεί πυκνές διανοητικές εργοβιογραφίες νεοελληνιστών με τη στενή ή την ευρύτερη έννοια του όρου, σκιαγραφώντας το συγγραφικό και επιστημονικό τους προφίλ, με σκοπό να αναδείξει την προσφορά τους στην εξέλιξη της επιστήμης. Η Αποστολίδου αντιμετωπίζει με τον δέοντα σεβασμό το έργο όλων, στοιχείο που ίσως αμβλύνει τις κριτικές της αιχμές, αν και αυτές δεν λείπουν στον σχολιασμό περιπτώσεων όπως ο Κάρολος Μητσάκης. Ο δίκαια μεροληπτικός θαυμασμός για τους δασκάλους της (Μουλλά, Μαρωνίτη) και η παρεμβολή προσωπικών σχολίων καθόλου δεν ενοχλούν, καθώς εντάσσονται σε μια παλλόμενη διαλογική αφήγηση.  

Το βιβλίο αποτελείται από τρία μέρη. Στο πρώτο εξετάζεται η περίοδος θεμελίωσης της ΝΕΦ στον Μεσοπόλεμο όταν ιδρύθηκαν (1926) οι πρώτες σχετικές έδρες (Βέης, Αποστολάκης, Συκουτρής, Δημαράς, Παλαμάς, Σεφέρης). Στο δεύτερο μέρος μελετώνται οι εκλογές καθηγητών μεταπολεμικά και μεταδικτατορικά, όταν η ΝΕΦ εδραιώνεται, ανθεί και διαχέεται στη δημόσια σφαίρα (Ζώρας, Λ. Πολίτης, Καρατζάς, Αγγέλου, Σαββίδης, Σαχίνης, Μαρωνίτης, Μουλλάς, Σκουβαράς, Μητσάκης, Μαστροδημήτρης). Τέλος, στο τρίτο μέρος το ενδιαφέρον εστιάζεται στις διαδικασίες έγκρισης διδακτορικών μετά το 1970 και στα μεθοδολογικά ζητήματα που θέτουν (Στεργιόπουλος, Πολίτου-Μαρμαρινού, Τοκατλίδου, Τσαντσάνογλου, Κοκόλης, Καψωμένος, Λαμπρόπουλος, Καλταμπάνος, Βαγενάς, Δάλλας).

Τα ζητήματα που αναδεικνύονται είναι ποικίλα: η σχέση της ΝΕΦ με όμορες επιστήμες (βυζαντινή και κλασική φιλολογία, φιλοσοφία, γλωσσολογία, ιστορία), με την κριτική, τη θεωρία, τη συγκριτική γραμματολογία, τη δοκιμιακή γραφή, την ιστοριοδιφία, την έρευνα, τα αρχεία και τις πηγές, αλλά και με το γλωσσικό ζήτημα, τα πολιτικά συμφραζόμενα και το λογοτεχνικό πεδίο. Συζητιούνται επίσης τα όρια και οι θεματικές εξακτινώσεις της ΝΕΦ, η επιστημονικότητα των μεθόδων, οι διαδικασίες και τα κριτήρια εκλογής καθηγητών ή έγκρισης διατριβών, η σχέση με την παράδοση, τον κανόνα, τον μοντερνισμό και τη σύγχρονη λογοτεχνία.

Από την προσέγγιση της Αποστολίδου προκύπτουν οι κρίσιμοι κόμβοι, πάντα με επίκεντρο τη Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης: ο Πολίτης που ανορθώνει το κύρος της ΝΕΦ, ο Δημαράς που συλλαμβάνει τον νέο ελληνισμό ως ενιαίο και αυτόνομο ερευνητικό πεδίο, ο Σαββίδης με την αποφασιστικότητα στην κανονικοποίηση και την επιμονή στις νεότερες περιόδους και ο Μουλλάς με την προσήλωση στον μοντερνισμό, τη γνώση της θεωρίας και την ερμηνευτική δεινότητα στην πεζογραφία. Έμμεσα η αφήγηση αποκαλύπτει ένα γοητευτικά περίπλοκο και πολύκλαδο γενεαλογικό δέντρο, ενώ ο αγγλοσαξονικός τρόπος ακαδημαϊκής γραφής βρίσκει στη μελέτη μια εξαιρετική εφαρμογή με τη διαύγεια και τη συνθετική οπτική των επιχειρημάτων.

Αν και έχει κυλήσει πολύς χρόνος από την εποχή που ο Μαρωνίτης χαρακτήριζε τη ΝΕΦ «ριψοκίνδυνη» επιστήμη, αντιδιαστέλλοντάς τη προς την «ασφαλή» ΑΕΦ, και ο Αγγέλου έκανε λόγο για «σπασμωδική» επιστήμη, επισημαίνοντας τον ασυντόνιστο χαρακτήρα της, η ανάγκη να ανταποκριθεί η ΝΕΦ στις ζητήσεις της εποχής παραμένει επίκαιρη. Ας ελπίσουμε ότι το βιβλίο θα συμβάλει στο άνοιγμα της συζήτησης. Όπως υποστηρίζει η συγγραφέας, «η φιλολογική επιστήμη που μελετά τη νεότερη λογοτεχνία, αν δεν συντονίζεται με τις εξελίξεις στο λογοτεχνικό πεδίο αλλά κινείται στον ρυθμό του περασμένου αιώνα, δεν μπορεί να πάει μακριά» (σ. 74).


Συντάκτες

Ενημερωτικό δελτίο