[09/07/2022]
Το σχολείο ως καταφύγιο κι ως τόπος αποδοχής της διαφορετικότητας σε βιβλία για μεγάλα παιδιά κι εφήβους
Αγγελική Δαρλάση
Υπάρχει ένα σχολείο που θεωρώ πως την τελευταία εικοσιπενταετία σημάδεψε τη λογοτεχνία για παιδιά κι εφήβους. Κι αυτό δεν είναι άλλο από το σχολείο Χόγκουαρτς, ή αλλιώς το σχολείο που φοιτάει ο πασίγνωστος και πολυαγαπημένος Χάρι Πότερ, ο πρωταγωνιστής της ομώνυμης σειράς-φαινόμενο των εφτά βιβλίων της Βρετανίδας συγγραφέα Τζάνετ Ρόουλινγκ.[1] Από τότε που πρωτοεκδόθηκε (Αγγλία, 1998), κάτι που, μεταξύ άλλων, νομίζω ότι πέτυχε η συγκεκριμένη σειρά βιβλίων είναι να δημιουργήσει φανατικούς, μικρούς και μεγάλους, αναγνώστες που εύχονται να μπορούσαν να φοιτήσουν στο συγκεκριμένο σχολείο.
Το Σχολείο Χόγκουαρντς παρουσιάζει καταρχήν όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά ενός ιδιωτικού οικοτροφείου, τύπου σχολείου αρκετά διαδεδομένου στο Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο φυσικά και απευθύνεται σε παιδιά προερχόμενα, ως επί το πλείστον, από τα ανώτερα κι ανώτατα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα. Όχι όμως το Χόγκουαρντς. Το βασικό κριτήριο για να γίνεις αποδεκτός και να φοιτήσεις εκεί είναι το να έχεις μαγικές ικανότητες – αν και πάλι η φοίτηση ακόμη και σ’ αυτό το σχολείο προϋποθέτει καταβολή διδάκτρων, απλώς τα χρήματα είναι χρήματα προερχόμενα από τον κόσμο των μάγων και των μαγισσών και δεν έχουν καμία αξία στον δικό μας κόσμο.
Το Χόγκουαρντς δεν προτείνει κάποιον πρωτοποριακό τρόπο διδασκαλίας ή/και εκμάθησης. Δεν είναι ένα εναλλακτικό σχολείο, μάλλον το αντίθετο∙ είναι αρκετά τυπικό κι αναγνωρίσιμο από πολλές απόψεις. Κι ίσως ακριβώς εκεί να βρίσκεται και η μεγάλη αποδοχή του από τους αναγνώστες κι αναγνώστριες κάθε ηλικίας: είναι ένα σχολείο που μας είναι οικείο, μπορούμε να βρούμε κοινά σημεία με τη δική μας (παρελθούσα ή τωρινή) μαθητική ζωή.
Αυτό που νομίζω ότι βασικά το καθιστά ιδιαιτέρως γοητευτικό σχολείο είναι τόσο ο ίδιος ο χώρος και η καθημερινότητά του, που προσφέρει και απαιτεί την καθημερινή συνύπαρξη με φαντάσματα και μαγικά πλάσματα, ζώα και φυτά, όσο και το περιεχόμενο των μαθημάτων, που όλα σχετίζονται με κάποιον άμεσο ή έμμεσο τρόπο φυσικά με τη μαγεία και τον κόσμο των μάγων και των μαγισσών. Κι έτσι, ακόμη και η γνώριμή μας, βαρετή αποστήθιση στοιχείων, πινάκων, χρονολογιών μοιάζει να παραβλέπεται ή ακόμη και να συγχωρείται από τον αναγνώστη.
Με τρόπο οικείο για τα βιώματα του αναγνωστικού κοινού αναπτύσσονται και οι ήρωες, είτε αφορούν το μαθητικό πληθυσμό είτε το εκπαιδευτικό προσωπικό. Έτσι, συναντάμε τον αυστηρό καθηγητή ή κι εκείνον που «σε βάζει στο μάτι», την καθηγήτρια με ενσυναίσθηση, αλλά κι εκείνη που είναι αλλόκοτη και περίεργη όχι μόνο ως προς τις απόψεις της αλλά ακόμη κι εμφανισιακά, τον δημοφιλή αλλά μάλλον ανεπαρκή ως προς τις εκπαιδευτικές ικανότητές του καθηγητή ή εκείνον που θέλει να εφαρμόσει εναλλακτικούς τρόπους διδασκαλίας και προσεγγίζει περισσότερο… ολιστικά το κάθε παιδί. Όπως φυσικά κι έναν διευθυντή, που ως επί το πλείστον χαίρει σεβασμού και γενικότερης αποδοχής και ο οποίος, παρά την επιβλητική του αυστηρότητα, διακρίνεται και από αίσθηση του χιούμορ, γνήσια έγνοια, κατανόηση κι ενσυναίσθηση –αλλά και για τα μυστικά του «εκπαιδευτικά» σχέδια, που ανακαλύπτουν εμπειρικά οι μαθητές του ανακαλύπτοντας ταυτόχρονα κι ένα μυστικό του σχέδιο διαπαιδαγώγησης έως και σκληραγώγησης τους– και ιδιαιτέρως του πρωταγωνιστή.
Ο κόσμος των μαθητών σκιαγραφείται επίσης με αναγνωρίσιμους τύπους: την πολύ καλή και «σπασίκλα» μαθήτρια, τον φαινομενικά ανεπίδεκτο μαθήσεως, τον φοβισμένο εσωστρεφή μαθητή, τους θρασείς, αλλά και τους νταήδες, τον «αόρατο» αλλά και την εκκεντρική, όπως φυσικά κι εκείνον τον μαθητή που μπλέκεται είτε ηθελημένα είτε αθέλητα σε μπελάδες και που αναγκαστικά παραβιάζει τους κανόνες προκειμένου να επιλύσει το πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί κι εν τέλει… αναδεικνύεται σε ήρωα. Κι αυτός δεν είναι παρά ο πρωταγωνιστής των ιστοριών. Ο Χάρι Πότερ είναι ο τύπος του μέτριου μαθητή, που όμως βιωματικά κι εμπράκτως τα καταφέρνει χάρη στα ψυχικά και διανοητικά του χαρίσματα. Μπορεί να είναι διάσημος ερήμην του, ήδη από τη γέννησή του, αλλά χάρη στην προσωπικότητά του, ή/και τις αθλητικές του επιδόσεις και το θάρρος του γίνεται, εντέλει, αποδεκτός κι αγαπητός από τους συμμαθητές και τις συμμαθήτριές του – κι όχι, φυσικά, απ’ όλους… Γι’ αυτό και συχνά πέφτει θύμα bullying του ανταγωνιστή του και των νταήδων που τον ακολουθούν, όπως συχνά συμβαίνει άλλωστε και στα δικά μας σχολεία. Χωρίς οι καθηγητές να μπορούν ή ακόμη και να θέλουν να παρέμβουν, ο ενδοσχολικός εκφοβισμός μοιάζει να πρέπει να είναι μια «εσωτερική υπόθεση» του μαθητικού κόσμου ενός σχολείου.
Ταυτόχρονα, ο πρωταγωνιστής διαθέτει, κατά τη γνώμη μου, ένα ακόμη βασικό χαρακτηριστικό που κάνει τον ίδιο ιδιαίτερα συμπαθή αλλά και το σχολείο του να μοιάζει «ιδανικό»: είναι ένα παιδί που στον κόσμο των ανθρώπων περνάει δύσκολα και δεν είναι αποδεκτός, μάλλον «λάθος της φύσης». Ορφανός κι από τους δυο γονείς του μεγαλώνει υπό την κηδεμονία της θείας και του θείου του σαν άλλη… Σταχτοπούτα - και με ανάλογες συνθήκες διαβίωσης στο σπίτι τους – και υπό τον διαρκή εκφοβισμό του ξαδέρφου του. Στο σχολείο, λοιπόν, ο ήρωας είναι που βρίσκει ένα χώρο αποδοχής, ισότητας έως ακόμη και στοργής κι αγάπης. Το σχολείο του προσφέρει ένα ασφαλές καταφύγιο – κι όχι μόνο – σταδιακά θα μεταμορφωθεί στο σπίτι και την οικογένεια που δεν είχε ποτέ. Ένα σχολείο με παρόμοια χαρακτηριστικά, νομίζω, πως πολλοί και πολλές ενδόμυχα προσδοκού(σα)με κι ονειρευόμασταν/-ε αλλά ενίοτε έστω και σε μικρές διάσπαρτες στιγμές να βρήκαμε ή να βρίσκουμε: ένα σχολείο γοητευτικό, συναρπαστικό και ταυτόχρονα ένα σχολείο δεύτερο σπίτι μας, όπου μπορούσαμε να είμαστε ο εαυτός, η εαυτή, το εαυτό μας. Και νομίζω ότι επιπλέον και γι’ αυτόν τον λόγο το Χόγκουαρντς είναι τόσο αγαπητό σχολείο, εγκαινιάζοντας μια πολύ μεγάλη εκδοτικά παράδοση ανάλογων σχολείων-καταφυγίων, με παρόμοια τυπολογία στους ήρωες-ανθρώπινο δυναμικό των σχολείων, στα βιβλία για παιδιά και νέους.
Αυτή ακριβώς την παράδοση στο είδος της λογοτεχνίας του φανταστικού μοιάζει ν’ ακολουθεί και η σειρά βιβλίων Λέσχη αλλόκοτων πλασμάτων του Γιώργου Παναγιωτάκη, που εγκαινιάστηκε με το βιβλίο Το Μυστικό Καταφύγιο το 2017.[2] Η βασική ιδέα, εκείνη των διαφορετικών ανθρώπων, θυμίζει πολύ το διάσημο και εξόχως ιδιαίτερο οπτικά cross-over βιβλίο Μις Πέρεγκριν-Στέγη για ασυνήθιστα παιδιά[3] του Ράνσομ Ριγκς, που κυκλοφόρησε στην Αμερική το 2011.[4] Και στα δυο βιβλία «ασυνήθιστα», παιδιά με μεταφυσικές δυνατότητες, που ελέγχουν τον αέρα, ανάβουν φωτιά με τα χέρια τους, δίνουν ζωή σε άψυχα αντικείμενα, μπορούν να επιταχύνουν την ανάπτυξη φυτών, αλλά και σωματικά «δύσμορφα», που έχουν στο πίσω μέρος του κεφαλιού τους μια μουσούδα με κοφτερά δόντια ή είναι αόρατα, στην περίπτωση του Ριγκς, ή «αλλόκοτα πλάσματα», παιδιά που διαφέρουν κυρίως σωματικά, που έχουν πτερύγιο στην πλάτη, που όταν κλαίνε προκαλούν σεισμούς, που είναι διπλά ή ανάποδα, που μεταμορφώνονται σε αρκούδα, στην περίπτωση του Παναγιωτάκη, βρίσκουν καταφύγιο σε ανάλογα οικοτροφεία όπου, χάρη και στους παρόμοιας φύσης ενηλίκους που τα στελεχώνουν, μπορούν να ζουν προστατευμένα από τον έξω κόσμο, στην περίπτωση του Ριγκς βασικά από τον μεταφυσικό κίνδυνο που τα απειλεί και στην περίπτωση του Παναγιωτάκη κυρίως από την κοινωνία που τα αντιμετωπίζει ως παρείσακτους. Τα παιδιά μέσα σ’ αυτό το προστατευμένο μεν αλλά ποτέ εντελώς ακίνδυνο περιβάλλον – όπως άλλωστε συμβαίνει και στα βιβλία του Χάρι Πότερ αλλά και στα σχολεία της καθημερινότητάς μας – καταφέρνουν ν’ αποδεχτούν την ιδιαίτερη φύση τους, να καλλιεργήσουν τις ασυνήθιστες και αλλόκοτες δυνατότητές τους, να συνάψουν μεταξύ τους σχέσεις, να αλληλοϋποστηρίζονται και να δρουν αλληλέγγυα όταν οι περιστάσεις το απαιτήσουν. Όπως, δηλαδή, φανταζόμαστε ή και βιώνουμε ως αναγνώστες ότι συμβαίνει σ’ ένα σχολείο δικό μας, ένα σχολείο των απλών καθημερινών ανθρώπων.
Ένα τέτοιο, απλό και συνηθισμένο σχολείο, με καθημερινά παιδιά είναι ένας από τους βασικούς τόπους διεξαγωγής της πλοκής στη νουβέλα της Τζένης Κουτσοδημητροπούλου Κοραλλιογενής ύφαλος (2020).[5].Όμως ταυτόχρονα είναι κι ο χώρος που με αφορμή ένα ατυχές επεισόδιο αρκετά συνηθισμένο και γνώριμο τουλάχιστον στα ελληνικά σχολεία - προσφέρει εμπράκτως δικό της χώρο στη νεαρή πρωταγωνίστρια να αποκαλύψει την αγάπη της για τη ζωγραφική και ειδικά για το γκράφιτι. Μ’ αυτόν τον τρόπο, εκείνη θα πάψει να είναι, αλλά περισσότερο να νιώθει, αόρατη και θ’ αποδεχτεί τόσο τον εαυτό της και την όποια διαφορετικότητά της όπως εκείνη την αντιλαμβάνεται και τη βιώνει, όσο και το σχολικό περιβάλλον γύρω της. Καταλυτικό ως προς αυτό θ’ αποδειχτεί το καλά κρυμμένο «σχέδιο» του διευθυντή του σχολείου, που ως ένας ακόμη διευθυντής με ενσυναίσθηση, με τις κεραίες του πάντα ανοιχτές, μοιάζει να γνωρίζει όχι μόνο αυτά που υποψιάζονται οι μαθητές και μαθήτριές του, αλλά κι εκείνα που δεν περνάνε καν από το μυαλό τους. Χάρη, λοιπόν, σ’ εκείνον και στη δική του επιμελημένα κρυμμένη φροντίδα είναι που το σχολείο μπορεί ν’ αναδειχτεί σε χώρο που εμπράκτως δείχνει ότι θέλει και μπορεί να χωρέσει όλους, παρά την όποια παραβατική συμπεριφορά ή/και διαφορετικότητά τους.
Όπως χωράει και τη μικρή πρωταγωνίστρια στο βιβλίο Μπρούντζος και Ηλιοτρόπιο του Τσάο Γουέν Σουέν (Κίνα 2005, Ελλάδα 2020).[6] Η μικρή πρωταγωνίστρια είναι ένα παιδί που ορφανεύει αναπάντεχα κοντά στο συγκεκριμένο χωριό που λαμβάνει δράση η βασική εξωτερική πλοκή του βιβλίου και το οποίο το διεκδικεί και το κερδίζει να το υιοθετήσει η οικογένεια του Μπρούντζου, του έτερου πρωταγωνιστή του βιβλίου. Ο Μπρούντζος θ’ αποδειχτεί ο καλύτερος αδερφός για τη μικρούλα ηρωίδα. Τόσο, που, όταν τελικά θα τεθεί το δίλημμα ποιο από τα δύο παιδιά θα πρέπει να πάει στο σχολείο, αφού η οικογένεια δεν έχει τα χρήματα να στείλει και τα δυο παιδιά, ο πρωταγωνιστής θα φροντίσει ώστε να πάει εκείνη, εγκαταλείποντας στην ουσία το δικό του όνειρο να φοιτήσει σε σχολείο. Μπορεί να του φαίνεται και πιο ταιριαστό και δίκαιο, καθώς ο ίδιος είναι μουγγός και συχνά έχει τύχει κοροϊδευτικών σχολίων τόσο από τα υπόλοιπα παιδιά, ακόμη και από τον δάσκαλο. Έτσι, το σχολείο αναδεικνύεται ακόμη εντονότερα ως ένας χώρος που ναι μεν είναι έτοιμος ν’ αποδεχτεί μια συγκεκριμένη διαφορετικότητα, δηλαδή την ορφάνια της μικρής πρωταγωνίστριας, δεν είναι όμως μάλλον έτοιμος ν’ αποδεχτεί και σίγουρα να διαχειριστεί την αλαλία του πρωταγωνιστή, τη δική του διαφορετικότητα και αναπηρία. Αν και το συγκεκριμένο βιβλίο διαδραματίζεται την εποχή της πολιτιστικής επανάστασης (1966-1976) του Μάο Τσε Τουνγκ, και πέρα από τη μεγάλη λογοτεχνική του αξία (δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ο συγγραφέας του είναι βραβευμένος με το Βραβείο Άντερσεν), καταφέρνει να προβληματίσει σε σχέση με το πόσα έχουν, που σίγουρα έχουν αλλάξει μισό αιώνα μετά, στα σχολεία και στο εκπαιδευτικό σύστημα. Όπως και το να φωτίσει με τον δικό του ευαίσθητο τρόπο γραφής προβληματισμούς πάνω σε ζητήματα που αναδεικνύονται ως καίρια και καυτά και στα σχολεία του σήμερα: ο αποκλεισμός μαθητών από τη μαθησιακή διαδικασία, η συμπερίληψη, η διαφοροποιημένη διδασκαλία.
Ένα σχολείο που να χωράει και να εμπνέει κάθε παιδί ξεχωριστά μοιάζει να είναι το σχολείο των ονείρων μας, σκέφτομαι. Και νομίζω πως η λογοτεχνία για παιδιά και νέους έχει πολλά παρόμοια σχολεία αναδείξει∙ σχολεία που, αρκετές φορές, μοιάζει έως και να τα ζηλεύουμε, παρ’ όλο που μας υπενθυμίζουν τις δικές μας αδυναμίες – ή ίσως κι εξαιτίας αυτού…
[1] Τα βιβλία της σειράς Χάρι Πότερ: Χάρι Πότερ και η φιλοσοφική λίθος (1998), μετάφραση: Μάια Ρούτσου, Χάρι Πότερ και η κάμαρα με τα μυστικά (1999)μετάφραση: Καίτη Οικονόμου, Χάρι Πότερ και ο Αιχμάλωτος του Αζκαμπάν (1999) μετάφραση: Καίτη Οικονόμου, Χάρι Πότερ και Το Κύπελλο της Φωτιάς (2000) μετάφραση: Καίτη Οικονόμου, Χάρι Πότερ και Ο Ημίαιμος Πρίγκιψ (2003) μετάφραση: Καίτη Οικονόμου, Χάρι Πότερ και Οι κλήροι του Θανάτου (2005), μετάφραση: Καίτη Οικονόμου, Χάρι Πότερ και Το καταραμένο παιδί (2007), μετάφραση: Καίτη Οικονόμου. Όλα κυκλοφορούν από τις «Εκδόσεις Ψυχογιός»
[2] Τα άλλα βιβλία της σειράς είναι: Παναγιωτάκης, Γιώργος Όταν ήρθαν για εμένα (2017), Η Δοκιμασία (2018), Το Νέο Αίμα (2020). Όλα από τις «Εκδόσεις Πατάκη».
[3] Ριγκς, Ράνσομ, Μις Πέρεγκριν-Στέγη για ασυνήθιστα παιδιά, (2013), μετάφραση: Λένα Ταχμαζίδου, «Πλατύπους Εκδοτική». Το βιβλίο αποτέλεσε το πρώτο μιας τριλογίας που ακολούθησε, αλλά και τη βάση και γι’ άλλα βιβλία του που σχετίζονται με τους ήρωες τους συγκεκριμένου βιβλίου. Στην Ελλάδα έχει εκδοθεί μόνο το πρώτο.
[4] Στο συγκεκριμένο βιβλίο βασίστηκε η ομώνυμη ταινία (2016) σε σκηνοθεσία του Τιμ Μπάρτον και σενάριο της Τζέιν Γκόλντμαν
[5] Κουτσοδημητροπούλου, Τζένη, Κοραλλιογενής ύφαλος, 2020, Εκδόσεις Μεταίχμιο
[6] Τσάο Γουέν Σεν, Μπρούντζος και Ηλιοτρόπιο, 2020, μετάφραση Δημήτρης Σωτάκης, Εκδόσεις Πατάκη.