23-02-2021
Ο καλύτερος τρόπος για να τιμήσουμε, και γιατί όχι, να γιορτάσουμε την επέτειο των διακοσίων χρόνων της επανάστασης του 1821, δεν πρέπει να είναι άλλος από το να αναστοχαστούμε πάνω στο ήθος και τις αξίες των πρωταγωνιστών της, χωρίς βεβαίως να παραβλέπουμε και τον σημαντικό, αποτελεσματικό ρόλο που διαδραμάτισε ο απλός λαός στον αγώνα προς την ελευθερία. Τέτοιους πρωταγωνιστές θα μπορούσε κανείς να μνημονεύσει πολλούς: Κολοκοτρώνης, Μιαούλης, Κανάρης, Υψηλάντης, Καραϊσκάκης, Μπουμπουλίνα, Βύρωνας...
Η περίπτωση του Ιωάννη Καποδίστρια κατέχει σημαντική θέση στο πάνθεο των άδολων κορυφαίων αγωνιστών. Έχουν ειπωθεί και γραφτεί πολλά τόσο για την προσωπική του ζωή, όσο κυρίως για τον ρόλο του ως πρώτου κυβερνήτη της ελεύθερης Ελλάδας. Από την πλειάδα των σχετικών βιβλίων ξεχωρίζουμε τέσσερα πρόσφατης εκδοτικής παραγωγής βιβλία, ένα ιστορικό και τρία λογοτεχνικά, που με τον δικό τους τρόπο φωτίζουν την προσωπικότητα και το έργο του Κυβερνήτη.
Το βιβλίο ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ Ο “αμνός” της Παλιγγενεσίας των Ελλήνων των Θάνου Βερέμη-Ιάκωβου Μιχαηλίδη (Μεταίχμιο) πραγματεύεται την ιστορία του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας και ταυτόχρονα είναι ένα οδοιπορικό στον προεπαναστατικό και επαναστατημένο ελληνικό κόσμο, από την ελληνική χερσόνησο ως τη Βιέννη, την Τεργέστη, την Οδησσό και την Αγία Πετρούπολη. Μέσα από τις σελίδες του αναδεικνύονται τα κρίσιμα επαναστατικά διλήμματα που αντιμετώπισε ο Ελληνισμός στις αρχές του 19ου αιώνα, οι αποφάσεις που έλαβε, καθώς και οι συνέπειές του, αλλά και οι αντιφάσεις και οι αντίρροπες δυνάμεις που οδήγησαν στη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια. Χαρακτηριστικό της ατμόσφαιρας, όσο και της γραφής του εν λόγω βιβλίου, είναι το περιστατικό με την επιστολή που έστειλε ο Καποδίστριας στον προύχοντας των Λαγκαδίων Αναγνώστη Δεληγιάννη στις 10 Μαΐου 1828, με την οποία τον επιπλήττει αγανακτισμένος γιατί δεν κατέθεσε τη συνεισφορά του, “μονάχα τριάντα τάλιρα”, στην Εθνική Τράπεζα, τη στιγμή που γνώριζε ότι το κράτος τα είχε μεγάλη ανάγκη προκειμένου να περιθάλψει όσους είχαν ανάγκη.
Η μυθιστορηματική αφήγηση της Καρολίνας Μέρμηγκα ΚΑΤΙ ΚΡΥΦΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ (Μελάνι) επικεντρώνεται σε μια σύντομη ιστορική στιγμή ανάμεσα στην Τουρκοκρατία και τη Βαυαροκρατία που δεν ονοματίστηκε ποτέ. Μια σχισμή χρόνου, μια φωτεινή εισπνοή ελπίδας όπου όλα μπορούσαν να γίνουν, μ΄ έναν άνθρωπο που προσπάθησε να τα κάνει. Αυτός ο άνθρωπος, ο “ξένος”, βρίσκεται σήμερα ολόγυρά μας, παντού και πουθενά΄ το αποτύπωμα του έργου του είναι ακόμα ορατό, ενώ ο ίδιος λίγο πολύ παραμένει άγνωστος. Κι αυτός ο άνθρωπος έχει όνομα: Ιωάννης Καποδίστριας. Παρακολουθούμε στο βιβλίο την επίσκεψη του Καποδίστρια στην τουρκοκρατούμενη ακόμα Ακρόπολη τον Ιανουάριο του 1831: “Περπατάς αργά με το κεφάλι σκυφτό γύρω από το Κάστρο και κάτω από τα βλέμματα της τουρκικής φρουράς, ανάμεσα σε κομματιασμένα μάρμαρα, γκρεμισμένα σπίτια, βρόμικα σοκάκια [...]. Και τι έχουν να σου πουν αυτά τα συντρίμμια; Εσύ που ξέρεις απέξω τα αρχαία κείμενα, που ταξίδεψες μέχρι τα βάθη του κόσμου σου μ΄ εκείνες τις λέξεις και τις ιδέες που γεννήθηκαν εδώ, ακούς κάτι ακόμα; Είναι τόση η σιωπή μέσα στην καταστροφή, τόσο εκκωφαντική η σιωπή της βυθισμένης μνήμης. Απέσβετο το λάλον ύδωρ.”
ΤΟ ΠΙΚΡΟ ΠΟΤΗΡΙ-Ο Καποδίστριας, η Ρωξάνδρα και η Ελλάδα της Λένας Διβάνη (Πατάκης) παρακολουθεί τη διαδρομή του Ιωάννη Καποδίστρια προς τη δόξα και τον θάνατο – από τη γέννησή του στα ενετοκρατούμενα Επτάνησα ως το τραγικό του τέλος στο Ναύπλιο. Είναι ένας μοναχικός ήρωας, που χάρισε χωρίς δεύτερη σκέψη τον εαυτό του στην Ελλάδα και στέγνωσε ακόμα και την καρδιά του για να ζήσει η πατρίδα του. Το πικρό ποτήρι το ήπιε συνειδητά μέχρι τέλους μόνος του, αφήνοντας “ορφανή” τη μοναδική γυναίκα που αγάπησε, τη Ρωξάνδρα Στούρτζα. Από τη μια ο Ιωάννης, ο σταυροφόρος της μόρφωσης, ο γιατρός των φτωχών, ο κοσμοπολίτης κοσμοκαλόγερος, ο ταμένος στην πατρίδα και, από την άλλη, η Ρωξάνδρα που τον εκλιπαρεί να τον συντροφέψει καθώς ανεβαίνει τον Γολγοθά του΄ δυο ερωτευμένοι που δεν ήταν γραφτό να γίνουν ζευγάρι, ωστόσο σφράγισαν την ιστορία της Ελλάδας. “Πόσο θα ήθελα, Θεέ μου, να είμαι κοντά σας σ΄ αυτές τις δύσκολες μέρες [...]. Πόσο διαφορετικά θα ήταν για μένα και για σας -το πιστεύω- αν ήμουν κοντά σας, να σας κρατώ το χέρι και να σας τα έλεγα όλα αυτά και τόσα άλλα, με τη φωνή της καρδιάς μου και όχι με γράμματα πάνω σε ένα λευκό χαρτί”.
Το μυθιστόρημα Η ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗ του Άρη Σφακιανάκη (Κέδρος) έχει για πρωταγωνιστή τον σωματοφύλακα του Ι. Καποδίστρια, από την αφήγηση του οποίου πληροφορούμαστε όλα όσα διαδραματίστηκαν γύρω από τον κυβερνήτη, από τη στιγμή που καταφτάνει στην Αίγινα μέχρι και τη στιγμή της δολοφονίας του. Ενώ στην αρχή γίνεται δεκτός με ανακούφιση και ενθουσιασμό, γρήγορα θα συναντήσει τα πρώτα εμπόδια: οι κοτζαμπάσηδες αντιδρούν, οι οπλαρχηγοί δυσανασχετούν, η αντιπολίτευση μηχανορραφεί. Σιγά σιγά ο κυβερνήτης εγκαταλείπεται απ΄ όλους, μέχρι τις 27 Σεπτεμβρίου του 1831 όταν θα πέσει νεκρός από τους Μαυρομιχάληδες στην είσοδο μιας εκκλησίας του Ναυπλίου. “Ήμουν τρία βήματα πίσω του, όταν είδα να ξεκολλάνε σαν φαντάσματα από τις παραστάδες της πόρτας του ναού οι δύο Μαυρομιχάληδες, οι ίδιοι εκείνοι που είχαμε συναντήσει νωρίτερα, ο θείος με τον ανιψιό. Ο μεγάλος, ο Κωνσταντίνος, άπλωσε το αριστερό του χέρι κι άρπαξε βίαια τον Κυβερνήτη απ΄ το σβέρκο σαν να ήταν γατί, ρίχνοντας καταγής το ημίψηλο από το κεφάλι του. Ταυτόχρονα έβγαλε με το άλλο χέρι την πιστόλα που είχε κρυμμένη μες στα ρούχα του. ''Κι εγώ κακά χερόβολα κι εσύ κακά δεμάτια!'' φώναξε στον Καποδίστρια, έφερε μεμιάς την κάννη του πιστολιού στο κεφάλι του Κυβερνήτη, ίσια στον κρόταφο, και τράβηξε τη σκανδάλη.”