[17/11/2021]
Στο Μαύρο νερό, εξορύξεις υδρογονανθράκων μολύνουν έναν τόπο στα βουνά της Ηπείρου, οι περισσότεροι κάτοικοι είτε τον εγκαταλείπουν είτε πεθαίνουν, και μένουν πίσω μονάχα μια χούφτα άνθρωποι, σ’ ένα χωριό σχεδόν ολότελα έρημο πια – και στο κέντρο της ιστορίας είναι ένας Πατέρας (έτσι ανώνυμος, με βιβλικό κεφαλαίο Π) κι ο εκ γενετής ανάπηρος γιος του εξαιτίας της μόλυνσης, ο Χριστόφορος, που τον κουβαλάει παντού στην πλάτη του ο Πατέρας – και πλάι τους, μια νεανική φωτογραφία που τους συντροφεύει, είναι η μητέρα, που πέθανε λίγο μετά που γέννησε το αγόρι. Το χωριό σταδιακά ερημώνει τελείως. Από τους λιγοστούς υπόλοιπους χωριανούς, που όμοιοι με φαντάσματα κατοικούν ανάμεσα στους πιο πολυάριθμους νεκρούς τους, άλλοι πεθαίνουν κι αυτοί, ή φεύγουν οι τελευταίοι και, με τον Πατέρα και τον Χριστόφορο να ’χουν μείνει μονάχοι τώρα, το Μαύρο νερό κλείνει με μια δισταχτική νότα αισιοδοξίας να ηχεί, αφήνοντας τον αχνό απόηχό της να συνοδεύει το βέβαιο τέλος, που μένει άρρητο.
Αν το Μαύρο νερό είναι, ας πούμε, ένας θυμωμένος αδερφός, γιατί γράφτηκε πράγματι με θυμό και στεναχώρια, το καλοκαίρι που κατέκαψε η φωτιά το Μάτι κι άρχισαν δοκιμαστικές γεωτρήσεις στην Ήπειρο, η Θάλασσα, γραμμένη την επόμενη χρονιά (κι έναν χρόνο προτού μας επισκεφτεί ο κορωνοϊός), κατά κάποιον τρόπο είναι η γαλήνια αδερφή του, κι ας είναι και οι δύο ιστορίες «εσχατολογικές».
Ένα εννιάχρονο κορίτσι που ’ναι μεγαλωμένο σ’ ένα ορεινό χωριό και δεν έχει δει ποτέ τη θάλασσα, βρίσκεται χάρη σε μια μετάλλαξη σε μερικά γονίδια να εξαιρείται από το τέλος του μεγαλύτερου μέρους της ανθρωπότητας όταν, με το λιώσιμο των παγετώνων, φανερώνεται ένας αρχαίος μετεωρίτης κι απ’ αυτόν απελευθερώνεται ένας ολέθριος «ιός». Το κορίτσι, ανώνυμο σ’ όλη την ιστορία, καταφεύγει σε μια από τις υπόγειες πόλεις που φτιάχνονται επί τούτω για να φιλοξενήσουν τους επιζώντες, ενώ η επιφάνεια της γης αφήνεται στους ήδη νεκρούς και στους υπόλοιπους που ’ναι βέβαιο πως επίσης θα χαθούν. Από την υπόγεια πόλη του το κορίτσι, είκοσι χρόνια μετά, γυναίκα πια, βγαίνει ξανά στην επιφάνεια της γης μαζί με μια συνταξιδιώτισσα, φίλη κι ερωτική σύντροφο, και ξεκινά ένα ταξίδι αυτογνωσίας που, μ’ ενδιάμεσο σταθμό το έρημο πατρικό της, τη φέρνει στη θάλασσα και σε μια νέα αρχή εκεί.
Εάν είναι αυτές οι δυο μου ιστορίες αδέρφια, σίγουρα πάντως δεν είναι ομοζυγώτες. Είναι γραμμένες με τρόπο ολωσδιόλου διαφορετικό, αν και με μια λιτή ποιητικότητα στη γραφή και των δύο. Το Μαύρο νερό, βαρύ, ηπειρώτικο βουνίσιο στην ψυχή του εάν όχι και στο ιδίωμά του, κρατάει ίσως κάτι απ’ όλη την ιδιαίτερη πεζογραφία της Ηπείρου, αλλά φέρνοντάς την σ’ ένα άλλο είδος, μίλια μακριά από την ηθογραφία, στη λογοτεχνία την αποκαλούμενη «μετα-αποκαλυπτική»· ενώ στις σχέσεις των ανθρώπων, στην υπόκωφη συγκίνηση και τη βαθιά αγάπη που ’χει η σχέση πατέρα-γιου, ακόμα και στη λαϊκή θρησκευτικότητα των προσώπων, έστω κι αν μοιάζει ο Θεός να είναι απών, ίσως ηχεί αχνή, βαθιά στα μύχια της ιστορίας, μια παπαδιαμαντική καρδιά να χτυπά.
Αντίθετα, η Θάλασσα, όχι ασυνείδητα, γράφτηκε όλη κάπως σαν λυρικό ποίημα, με τα λάιτ μοτίφ να είναι στην πραγματικότητα η ουσία της ιστορίας κάτω απ’ την επιφανειακή ιστορία που αφηγήθηκα επιτροχάδην παραπάνω: η πέτρα με τον αμμωνίτη που βρίσκει το κορίτσι ψηλά στο βουνό κι είναι ολόιδια στο σχήμα με τον αρχαίο μετεωρίτη που φανερώνεται όταν λιώνουν οι πάγοι· το κλειδί που βρίσκει στο έρημο πατρικό της κι ανοίγει την πόρτα για να μπει, και ξανά το σκουριασμένο κλειδί που βρίσκει στο βυθισμένο ερείπιο ενός σπιτιού βουτώντας στο τέλος της ιστορίας στη θάλασσα· ο τρόπος που καθαρίζει η μητέρα του κοριτσιού ένα ροδάκινο κι ο ίδιος τρόπος που κόβει η σύντροφος του κοριτσιού –της γυναίκας πλέον– μια τομάτα… Όλα αυτά τα μικρά πράγματα, και δεκάδες άλλα, φτιάχνουν στην ουσία το αφήγημα κάτω από την ιστορία, ως ψυχικά σύμβολα μεταφρασμένα σε ύλη, ή το αντίστροφο.
Και στις δύο νουβέλες, επίσης, είναι έκδηλη η αγάπη μου για τον κινηματογράφο του Αντρέι Ταρκόφσκι. Όταν έπλαθα τις σκηνές με τον Πατέρα και τον ανάπηρο γιο να περιπλανιόνται μες στο δάσος με τα σκουριασμένα απομεινάρια από τις γεωτρήσεις ανάμεσα στα δέντρα, στο μυαλό μου είχα το Στάλκερ. Και στη Θάλασσα υπάρχουν πλέον άμεσες αναφορές σε τρεις ταινίες του Ταρκόφσκι (Ο καθρέφτης, Στάλκερ, Η θυσία), που τις παρακολουθεί η ηρωίδα μου σε μιαν αίθουσα στην υπόγεια πόλη.
Και κάτι ακόμα κοινό, όχι ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο ιστορίες μου μόνο, αλλά στις περισσότερες που ’χω γράψει. Αν υπάρχει μια φιλοσοφική θέση από πίσω τους, είναι αυτή του υπαρξισμού όπως τον εννοώ εγώ, ή μάλλον όπως τον νιώθω.
Αλλά τελικά μ’ έναν τρόπο για τον συγγραφέα τους παραμένουν ανεξήγητες. Μια ιστορία ξαφνιάζει καταρχάς αυτόν που τη γράφει. Από πού έρχεται; Γιατί τη σκέφτηκε; Μπορούν να δοθούν πολλές απαντήσεις, και κάποιες να τις δώσει ίσως κι ο ίδιος ο συγγραφέας, αλλά στην πραγματικότητα υπάρχει πάντα κάτι υποσυνείδητο που αναβρύζει κι αρδεύει την ιστορία, ερήμην του χεριού και του συνειδητού νου. Και μπορεί αυτό το «κάτι» να είναι εντέλει και το πιο σημαντικό.
Μιχάλης Μακρόπουλος, συγγραφέας