ShareThis
Η Javascript πρέπει να είναι ενεργοποιημένη για να συνεχίσετε!

Άρθρα

Όλα των θεών· και της ζωής και του θανάτου
pic

Κώστας Ακρίβος, Ανδρωμάχη, Μεταίχμιο, 2022, σελ. 137

Όλα των θεών· και της ζωής και του θανάτου

Μετά τον Ευριπίδη που το 424 π.Χ., μεσούντος του Πελοποννησιακού πολέμου, δίδαξε την πολυπρόσωπη και αινιγματική τραγωδία του Ανδρομάχη, ο πολύπειρος και πολυγραφότατος Κώστας Ακρίβος, έρχεται να αναζητήσει το δικό του συγγραφικό παλίμψηστο στην Ανδρωμάχη των ημερών μας, αναδεικνύοντας τις πολλαπλές διαστάσεις της έμφυλης βίας. Γιατί αυτή είναι στην ουσία η μυθοπλαστική κατασκευή του Ακρίβου, η α-χρονική γυναίκα, που αρθρώνει το δικό της λόγο: «Φως μονάχα η ζωή και όλα τα άλλα έρεβος» (σ. 129).

Στον ομηρικό κόσμο, που ο Ακρίβος ως φιλόλογος τον γνωρίζει πολύ καλά, συναντάμε τρεις γλωσσικούς δείκτες, όπως σημειώνει ο Δ. Ν. Μαρωνίτης, που παραπέμπουν στο σύνολο της ανθρώπινης υπόστασης. Πρόκειται για τις λέξεις δέμας, φυή και είδος, οι οποίες συχνά πυκνά χρησιμοποιούνται και στα δύο ομηρικά έπη, για να δηλώσουν το ζωντανό σώμα ηρώων και ηρωίδων, ενίοτε και των ανθρωπομορφικών θεών. Προφανώς οι δύο από τους τρεις αυτούς γλωσσικούς δείκτες ορίζουν το ανθρώπινο σώμα μεταφορικά, ενώ ο τρίτος τείνει προς την κυριολεξία.[1]

Στον μυθοπλαστικό κόσμο του Ακρίβου το μεγάθεμα του πολέμου προβάλλεται στην αντιηρωική εκδοχή του. Γι’ αυτό και δίνει κατεξοχήν τον λόγο στα θύματα και όχι στους ήρωες. Τα πολλαπλά πάθη του σώματος (ανδρικού ή γυναικείου, αδιάφορο) είναι ο φόρος που πληρώνουν τα πρόσωπα στον πόλεμο. Το πεδίο της μάχης δεν έχει τίποτα το ηρωικό. Ο Ακρίβος εικονογραφεί τον πόλεμο ως αποτρόπαια σφαγή, η οποία προσφέρει τα ανθρώπινα σώματα βορά στον Σκάμανδρο. Τα σώματα υποχρεώνονται να θυσιάσουν τον ίδιο τον εαυτό τους με τέτοιο τρόπο, ώστε να απεικονίσουν συνεκδοχικά ολόκληρο τον ανθρώπινο πολιτισμό σε καιρό πολέμου. Ο πόλεμος, εντέλει, ως το μέγιστο «κολαστικό», κατά Foucault, σύστημα, μεταποιεί το σώμα σε στόχο επιθέσεων υποβάλλοντάς το σε ευπείθεια και υποταγή. Καμία «πολιτική τεχνολογία του σώματος» δεν λειτουργεί ευφυέστερα απ’ ό,τι σε έναν πόλεμο, όπου το σώμα του άμαχου πληθυσμού θυμίζει το σώμα του κατάδικου που κωδικοποιεί τη μειωμένη ή και ανύπαρκτη αυτονομία που διαθέτει: στερήσεις, κακουχίες, ασθένειες, σεξουαλική βία, εκπόρνευση, ακρωτηριασμοί, βασανιστήρια, εκτελέσεις.

Η βία, συνυφασμένη με την Ιστορία, απασχολεί φυσικά και τη Λογοτεχνία, εφόσον η τελευταία επιτρέπει τόσο τη δημιουργική μετάπλαση εμπλέκοντας και ιδεολογικά ζητήματα όσο και τον φωτισμό αθέατων πλευρών, όχι βέβαια με την έννοια της ιστορικής τεκμηρίωσης, αλλά ως πρόθεση εναργέστερης ανασύστασης των ψυχολογικών και κοινωνικών παραμέτρων των ιστορικών δρώμενων, με το σκεπτικό ότι ενώ οι ιστορικοί γράφουν Ιστορία, οι λογοτέχνες γράφουν ιστορίες.

Η «ιστορία» του Ακρίβου, με τη φωνή και από τη σκοπιά της Ανδρομάχης, είναι στην ουσία μια προσπάθεια αποτύπωσης του τρόπου με τον οποίο κατασκευάζονται οι ανδρισμοί σε καιρό πολέμου. Όπως έχει αποδειχθεί, ο στρατός και η θεμελιώδης απασχόλησή του, δηλαδή ο πόλεμος και η βία, συνιστούν κυριολεκτικά και συμβολικά πρακτικές ανδρισμού. Ταυτόχρονα, οι στρατοί κυριαρχούνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από αξίες υπερανδρισμού, με την έννοια ότι ο στρατός αποτελεί το κύριο υπόλειμμα των παραδοσιακών τελετουργιών δημιουργίας ανδρισμού. Στην Ανδρωμάχη του Ακρίβου, τα ευάλωτα γυναικεία σώματα, που η βία και το πένθος τα λυγίζουν, υποχρεώνονται να ανταποκριθούν στις επιταγές της πολιτικής εξουσίας. Ωστόσο, βρίσκουν το θάρρος, μέσα στις πιο αντίξοες γι’ αυτά συνθήκες, να μην υποκύψουν στη γοητεία του θανάτου, αλλά να δηλώσουν την κατάφασή τους στη δύναμη της ζωής: «Η Τύχη και η Τόλμη να είναι οι δικοί σου θεοί, οι μόνοι θεοί στη ζωή σου, μικρέ δεύτερε Αστυάνακτα. Καινούρια μου ψυχή» (σ. 137).

Ο έμπειρος Ακρίβος γνωρίζει να πλάθει με μεγάλη δεξιοτεχνία τους χαρακτήρες, όχι μόνο της Ανδρομάχης, η οποία πρωταγωνιστεί αλλά και των υπόλοιπων προσώπων. Εξάλλου, η δυναμική πολυφωνία του μυθιστορήματος, κατά Μπαχτίν, βρίσκει με ιδανικό τρόπο την εφαρμογή της στην Ανδρωμάχη του Ακρίβου. Γι’ αυτό και οι χαρακτήρες εδώ μιλούν όχι ως φερέφωνα της συγγραφικής παντοδυναμίας, αλλά εκφέρουν τον δικό τους, αυτεξούσιο, χειραφετημένο από την αυθεντία του συγγραφέα λόγο, σε μια διαρκή λεκτική αντιπαράθεση του «εγώ» με το «έτερο», όπου η θερμοκρασία της φωνής κυμαίνεται από ψυχρή έως θερμή.

Απόσπασμα:

«Έσκυψα το κεφάλι. Ύστερα εκείνος γύρισε τα μάτια στο παιδί και ζήτησε να το πάρει από την αγκαλιά της Πρόκνης. Έσκουξε αυτό. Τρόμαξε με τα χάλκινα άρματα του πατέρα του που άστραφταν στον ήλιο και την αλογίσια φούντα στο κράνος. Πικρό χαμόγελο έσκασε στα χείλη μου. Έβγαλε ο Έκτορας την πλουμιστή περικεφαλαία, την ακούμπησε καταγής και σήκωσε τρυφερά τον γιο στα χέρια. Πατέρας που αγαλλιάζει χορεύοντας και παίζοντας το βρέφος παιδί του. Εικόνα γαλήνια, ειρηνική. Ο αχός του πολέμου μακρινός, ψεύτικος. Η ζωή να νικάει τον θάνατο» (σ. 113).

Δημήτρης Χριστόπουλος, φιλόλογος - συγγραφέας

Διαβάστε τις πρώτες σελίδες.

[1] Δ. Ν. Μαρωνίτης, «Το ανθρώπινο σώμα και τα πάθη του στον Όμηρο», εφ. Τα Νέα, 24/11/2008.


Συντάκτες

Ενημερωτικό δελτίο