[31/12/2022]
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, Το Χιόνι των Αγράφων, Κίχλη, 2021
Ένα ουρλιαχτό αγάπης
Γράφει ο Κώστας Αγγελάκος
Πριν μερικές μέρες στο Μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Ιστορική έρευνα, Διδακτική και Νέες Τεχνολογίες» του Ιονίου Πανεπιστημίου παρακολουθούσα την παρουσίαση της αρχειακής έρευνας μιας μεταπτυχιακής φοιτήτριας με κύριο υλικό μελέτης δώδεκα (12) προσωπικές μαρτυρίες γυναικών-μαχητριών του Δημ. Στρατού (από το «Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο – Ε.Λ.Ι.Α» Θεσσαλονίκης). Πολλές φορές ακούγοντας τις μαρτυρίες αυτές είχα την αίσθηση ότι ακούω την αφήγηση του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη στο Το Χιόνι των Αγράφων.
Γράφτηκαν τόσα πολλά για το σπονδυλωτό αυτό μυθιστόρημα, πολύ ενδιαφέροντα, ίσως και επαναλαμβανόμενα ή αυτονόητα. Μια ανάλογη προσέγγιση θα αναφερόταν στα βασικά ερωτήματα: γιατί ένα ακόμα μυθιστόρημα για τον Εμφύλιο; Γιατί ο Εμφύλιος εξακολουθεί να αποτελεί πεδίο έμπνευσης και αναστοχασμού; κ.λπ. Δεν θα παραμείνουμε σ’ αυτή τη συζήτηση, παρότι έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Επειδή όμως την ίδια περίοδο διάβαζα πάλι την Πολιορκία του Αλέξανδρου Κοτζιά (και τώρα τον Γενναίο Τηλέμαχο ),σκέφτομαι πόσο θετικός έχει αποβεί αυτός ο αναστοχασμός για τον Εμφύλιο μέσα από τη λογοτεχνία. Διότι αν ο Π. Χατζημωυσιάδης έγραφε Το χιόνι των Αγράφων το 1953, θα είχε καταταχθεί από ένα μέρος της κριτικής στη «μαύρη πολιτική λογοτεχνία»!
Θα επιχειρήσουμε με την παρουσίαση αυτή μια πιο προσωπική προσέγγιση αναζητώντας το πρόσωπο, την ταυτότητα του συγγραφέα και του ανθρώπου Π. Χατζημωυσιάδη μέσα από το βιβλίο. Αφετηρία και αφορμή αποτελεί η προμετωπίδα στο νέο βιβλίο του Κ. Ακρίβου Ανδρωμάχη «Είναι λάθος να σκεφτόμαστε πως οι νεκροί είναι κάτι θλιβερό ή αποθαρρυντικό ή καταθλιπτικό. Όχι. Οι νεκροί είναι η ανεπιείκεια του παρελθόντος που εισβάλλει στο παρόν μέσα από ένα ουρλιαχτό αγάπης» MANUEL VILAS, OΡΔΕΣΑ, ΕΚΔ.ΙΚΑΡΟΣ. Αυτό είναι το βιβλίο του Παναγιώτη: ένα ουρλιαχτό αγάπης. Αγάπη για την ανεπιείκεια του παρελθόντος που εισβάλλει στο παρόν μέσα από τους ήρωες του βιβλίου αλλά πολύ περισσότερη αγάπη γι' αυτούς και τη στάση ζωής τους.
Ειδικότερα ο συγγραφέας ως ιστορικός ερευνητής έχει γνώση των ιστορικών τεκμηρίων καθώς και της ιστορικής γεωγραφίας των γεγονότων (από τα έμπεδα της Βράχας στην Ευρυτανία ως το αρχηγείο του ΔΣΕ στα χωριά της Φλώρινας). Τα σαφή όρια που θέτει ανάμεσα στην Ιστορία και τη Λογοτεχνία τα επισημαίνει ο συγγραφέας Δημ. Χριστόπουλος στην εξαιρετική κριτική για το βιβλίο στο περιοδικό Νέα Παιδεία: «Δεν είναι υποχρεωμένος να σεβαστεί την πειθαρχία της ιστορικής επιστήμης. Μην ξεχνάμε ότι η λογοτεχνία που σέβεται τον εαυτό της υπακούει στους δικούς της και μόνο κανόνες ποιητικής, οι οποίοι και καταξιώνουν ή όχι αισθητικά το έργο».
Ταυτόχρονα ο συγγραφέας ως πολιτικό υποκείμενο περιδιαβαίνει την πολιτική και κοινωνική μας ιστορία με κριτικό τρόπο. Δεν χάνει το όλον , την ευρύτερη εικόνα αλλά επικεντρώνεται στην αμφισβήτηση των μηχανισμών, των προσώπων και των συνθηκών, ειδικά στον Εμφύλιο, που καθιστούν τους πρωταγωνιστές των έξι ιστοριών όχι έρμαια των παθών της Ιστορίας ούτε «χρήσιμους ηλίθιους» αλλά εκφραστές της δύναμης της υποκειμενικότητας στην Ιστορία (όπως αναφέρει ο Έντσο Τραβέρσο στο βιβλίο του Ιδιότυπα παρελθόντα: Το «εγώ» στη γραφή της Ιστορίας (εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου). Θα έλεγα σχηματικά ότι ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης αναδεικνύει τους ήρωές του σε επαναστατικά υποκείμενα και φυσικά δηλώνει την πίστη και τον θαυμασμό του στην ατομική αυτή επανάσταση. Γι' αυτό ταυτίζεται με τον δεκαεξάχρονο Κυριάκο Σιάτρα, που επιλέγει «να πολεμήσει για την ψυχή του πατέρα του» και να «βρει το δίκιο του», και συμπάσχει μαζί του τη στιγμή της εκτέλεσής του αναρωτώμενος ανθρώπινα και πολιτικά ταυτόχρονα με ένα ουρλιαχτό αγάπης: «Ποιος πατέρα θα βρει τώρα το δικό σου δίκιο; ποιος, ποιος, ποιος;»
Πράγματι ο συγγραφέας Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης ως ανθρώπινη ύπαρξη εκφράζεται ως πάσχων συνάνθρωπος, ως αλληλέγγυος των ταπεινών, καταφρονεμένων και αδικημένων. Φαίνεται πως αντιμετωπίζει με ευαισθησία και τόλμη την επιλογή της αγάπης, ερωτικής ή αδελφικής: τη συνειδητή επαναστατική στάση του Απόστολου Ουλιόπουλου να είναι κοντά στην παιδική του αγάπη, τη Θεανούλα, και να παραμείνει μαζί της τόσο στη δυσβάστακτη πορεία των Αόπλων όσο και στον θάνατο. Ανάλογη είναι η στάση του προς τον αποδιοπομπαίο δηλωσία Χαράλαμπο Σουρούτση, ο οποίος με τόση ευαισθησία αναζητά το σταυρουδάκι της πνιγμένης αγαπημένης του. Άπλετη κατανόηση προς τον Αβράμη που επέζησε ενός τοπικού ολοκαυτώματος κρυμμένος στον φούρνο και σ' αυτόν τον χώρο επιλέγει να κρυφτεί για πάντα, μακριά από τη φρίκη του Εμφυλίου.
Ο συγγραφέας είναι όμως έντονα καταγγελτικός, στα όρια της εξέγερσης, με παθογενείς συμπεριφορές, εξοργιστικά στερεότυπα, χυδαία πρόσωπα ή δογματικούς μηχανισμούς: ενάντια στη βία και την κακοποίηση που υφίσταται η Σωτηρία από τον βιαστή πατέρα, ενάντια στην θρασύδειλη πισώπλατη εκτέλεση του εξιλαστήριου θύματος - έντιμου αξιωματικού του Δημοκρατικού Στρατού Γεωργιάδη κ.λπ. Για τον συγγραφέα Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη οι ήρωές του, οι απλοί ανώνυμοι άνθρωποι του Εμφυλίου και των ιστορικών εξελίξεων, έχουν δικαιωθεί με τις επιλογές τους, διότι προτείνουν με τη στάση τους, όπως και ο ίδιος έναν αξιακό κώδικα που οδηγεί σε αυτό που ζητούσαν: μια κοινωνία δίκαιη και ελεύθερη τόσο σε ευρύτερο πολιτικό επίπεδο όσο και στην καθημερινότητα.
Η τελευταία και πιο σημαντική ιδιότητα του συγγραφέα είναι αυτή του τεχνίτη του λόγου, του αυθεντικού αφηγητή, του δασκάλου της Γλώσσας. Προσωπικά θεωρώ ύψιστο σημείο ποιότητας του βιβλίου τη γλώσσα του, που με την τεχνική του δημιουργού αναδεικνύει όλα τα παραπάνω. Υπάρχουν περιγραφές, σκηνές, εικόνες στο βιβλίο που είναι «αισθητικά κομψοτεχνήματα» σκληρού ρεαλισμού ή λυρικής αποτύπωσης του θανάτου. Ενδεικτικά αναφέρονται: οι σκηνές και οι εικόνες όχι μόνο των σφαγμένων ζώων που τα γδέρνει ο πατέρας και τα θυμάται η Σωτηρία και παραπέμπουν στον βιασμό της από αυτόν, αλλά κυρίως η σκηνή που εκείνη θα γδάρει το βιαστή της. Η μαγεία του υδάτινου κόσμου του Πηνειού στον οποίο κολυμπάει η Σωτηρία. Η εικόνα της μάνας (στην ιστορία του Γεωργιάδη) και το μισοφαγωμένο πρόσωπο της νέας κοπέλας «που δεν πρόλαβαν να το σκεπάσουν». Στην ιστορία του Αβράμη, που έζησε ένα από τα μικρά ολοκαυτώματα των ναζί, στο χωριό του: «το μάτι του είχε τη σκοτεινιά του φούρνου, η ψυχή του την κάπνα της καμένης ανθρακιάς». Κορύφωση στο πεδίο αυτό το παιχνίδι της Γλώσσας με το χιόνι και τις αντιφατικές καταστάσεις που φωτίζονται ή σκεπάζονται από αυτό.
Επειδή, λοιπόν, «Η Ιστορία θα συνεχίσει να αφήνει πατημασιές και πτώματα στο χιόνι», αυτό που φωτίζει το Χιόνι των Αγράφων είναι το ουρλιαχτό αγάπης των θυμάτων και των απλών ανθρώπων, όχι μόνο του Εμφυλίου αλλά όλων των ιστορικών εξελίξεων -φυσικά και των σημερινών- να αποκτήσουν φωνή μέσα από τη λογοτεχνία. Κι αυτή την πρό(σ)κληση οι σύγχρονοι συγγραφείς δεν θα την αφήσουν αναπάντητη, θέλουν, δεν θέλουν!
Δεν επιτρέπεται η αναδημοσίευση, ολική, μερική ή περιληπτική αναπαραγωγή, η κατά παράφραση ή διασκευή των κειμένων που περιέχονται στο τεύχος με οποιονδήποτε τρόπο (ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο), χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη.