[7/10/2025]
«Μιλάμε αρχαία ελληνικά»: εξηγήσεις και παρεξηγήσεις
Το 2001 κυκλοφόρησε για πρώτη φορά από τις εκδόσεις Πατάκη το εγχειρίδιο Δέκα μύθοι για την ελληνική γλώσσα σε επιμέλεια του πρόσφατα εκλιπόντος Γιάννη Χάρη. Πρόκειται για συλλογική προσπάθεια με συμμετοχή διακεκριμένων επιστημόνων να ανασκευαστούν, να αναιρεθούν και να απορριφθούν διάφορα μυθεύματα που κυκλοφορούσαν μέχρι εκείνη την εποχή για τη γλώσσα γενικότερα και για την ελληνική γλώσσα ειδικότερα. Όπως μας πληροφορεί ο επιμελητής, Γ. Χάρης, στο προλογικό του σημείωμα, είχε παρατηρήσει πως έλειπε μια συντονισμένη και οργανωμένη «εξέταση της παραϊστορίας, ή της ιστορίας που μυθολογεί και μυθοποιεί τη γλώσσα» και με βάση αυτόν τον γνώμονα επιχείρησε να καταρτίσει «έναν ενδεικτικό κατάλογο με δέκα από τους βασικότερους μύθους γύρω από τη γλώσσα».
Έκτοτε έχουν ακολουθήσει πολλαπλές ανατυπώσεις του συγκεκριμένου εγχειριδίου. Και όχι μόνο αυτό, αλλά ας υπολογίσουμε και την τεράστια ποσότητα επιστημονικής γνώσης και διαλόγου -τόσο σε έκταση όσο και σε βάθος- που έχει μεσολαβήσει αυτό το ένα τέταρτο του αιώνα που μας χωρίζει από την πρώτη έκδοση αυτού του βιβλίου. Η αναμενόμενη αύξηση της εγχώριας και διεθνούς επιστημονικής παραγωγής φυσικά έχει συνοδευτεί και από την τεράστια έκρηξη της πρόσβασης που έχουμε πλέον στη πληροφορία εν γένει αλλά και ειδικά στην επιστημονική γνώση και στον επιστημονικό διάλογο χάρις στο διαδίκτυο και στις ευκαιρίες δικτύωσης και παρακολούθησης των επιστημονικών εξελίξεων, τάσεων, προσεγγίσεων, γεγονότων που προσφέρουν τα μέσα και οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης. Περισσότερο άλλοτε από ποτέ έχουμε πρόσβαση και μάλιστα εύκολη πρόσβαση στον επιστημονικό λόγο!
Θα περίμενε, λοιπόν, κανείς, είκοσι πέντε χρόνια μετά από την κυκλοφορία του εγχειριδίου που αναφέραμε προηγουμένως, οι μυθολογικές τοποθετήσεις για την (ελληνική) γλώσσα αν όχι να έχουν εκλείψει, τουλάχιστον να έχουν περιοριστεί δραστικά, τόσο στο ευρύ, μη εξειδικευμένο, κοινό όσο -και μάλλον κυρίως- στο εξειδικευμένο κοινό που επαγγελματικά δραστηριοποιείται και ασχολείται με το φαινόμενο της γλώσσας. Ωστόσο, διαπιστώνω ότι οι μυθολογίες για την ελληνική γλώσσα καλά κρατούν στον χώρο των εκπαιδευτικών που επωμίζονται τη διδασκαλία του γνωστικού αντικειμένου της (αρχαίας και σύγχρονης) γλώσσας. Μου προκαλεί εντύπωση και απογοήτευση το γεγονός ότι μία διόλου ευκαταφρόνητη αριθμητικά μερίδα φιλολόγων διακηρύσσει διαπρύσια και υπερήφανα ότι αποτελεί τον θεματοφύλακα της παράδοσης, του πολιτισμού και της ελληνικής γλώσσας, και ταυτόχρονα αρνείται πεισματικά να υιοθετήσει τον επιστημονικό λόγο και προσέγγιση απέναντι στη γλώσσα.
Στις σχολικές αίθουσες, σε δημόσιες τοποθετήσεις, σε συζητήσεις σε ομάδες ή σε αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, σε άρθρα του ηλεκτρονικού ή έντυπου τύπου, σε εγχειρίδια ή βοηθήματα του εμπορίου, ακόμη και σε προγράμματα σπουδών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης εξακολουθούν να διακινούνται μυθεύματα για την ελληνική γλώσσα που ουδεμία σχέση έχουν με τον επιστημονικό λόγο. Παραφιλολογικά και ψευδογλωσσολογικά μυθεύματα περιβεβλημένα με μια επίφαση επιστημοφάνειας ανερυθρίαστα και αβασάνιστα διαδίδονται και υιοθετούνται σε επιμορφώσεις εκπαιδευτικών, σε μαθήματα νέων ή αρχαίων ελληνικών, σε βιντεοσκοπημένο υλικό ομιλιών στο ευρύ κοινό ορισμένων λίγων πανεπιστημιακών που κάνουν κατάχρηση της ακαδημαϊκής τους ιδιότητας και παρόλο που τα ερευνητικά τους και διδακτικά τους ενδιαφέροντα αφορούν κάθε πεδίο πέρα από την μελέτη της γλώσσας (από φιλοσοφία και παιδαγωγικά μέχρι την ιστορία της νεότερης Ελλάδας) πιστεύουν ότι νομιμοποιούνται να μιλούν για ζητήματα ιστορίας, μορφολογίας, σύνταξης, σημασιολογίας της ελληνικής και γενικότερης θεωρητικής γλωσσολογίας. Ένα συνονθύλευμα εθνικιστικών προκαταλήψεων, ιδεολογικών αγκυλώσεων, επιστημονικά αχαλίνωτου πάθους για την ελληνική και έλλειψης εξειδίκευσης και υποβάθρου αρκεί ώστε ένας φιλόλογος σήμερα (από τα σχεδόν είκοσι πανεπιστημιακά τμήματα που παράγουν σωρηδόν φιλολόγους αδιακρίτως) να υποστηρίξει ότι ουσιαστικά «μιλάμε αρχαία ελληνικά».
Ο ίδιος ο πυρήνας αυτής της τοποθέτησης είναι εξ ορισμού ανακριβής. Γιατί; Επειδή διαθέτει ως αφετηρία μια γενικευτική γενεαλογική αναφορά στην αρχαία ελληνική που αδιαφορεί, καταστρατηγεί, ισοπεδώνει και συγχωνεύει τις διαφορετικές εξελικτικές φάσεις της ελληνικής και ταυτίζει αυθαίρετα την «αρχαία ελληνική» με την αττική διάλεκτο των κλασικών χρόνων.
Καθόλου τυχαία η γεωγραφική διαφοροποίηση και η ποικιλότητα του ιερού τοτέμ της «αρχαίας ελληνικής» είναι εξοβελισμένη από τη μελέτη της αρχαίας γλώσσας και γραμματείας στα σχολεία. Και σκοπίμως είναι εξοβελισμένες οι υπόλοιπες φάσεις της ιστορικής εξέλιξης της ελληνικής από τη σχολική μας ύλη και παράδοση. Ο λόγος; Επειδή δεν εξυπηρετούν το συλλογικό εθνικό ιδεατό και αφήγημα της γλωσσικής «ενότητας» που απεγνωσμένα και παθιασμένα συχνά διαφημίζουμε και διαρκώς νιώθουμε την ανάγκη ότι πρέπει να αποδεικνύουμε μέσω της γλώσσας στα παιδιά μας. Επειδή ανεπαίσθητα υφέρπει στη χάραξη της γλωσσικής μας εκπαιδευτικής πολιτικής και σχεδιασμού το αδιαίρετο ζεύγος του «ομόαιμου-ομόγλωσσου» που πιστοποιεί την αυθεντική φυλετική ιθαγένεια μας. Σε αυτό το πλαίσιο είναι τουλάχιστον σκανδαλώδες να τοποθετούμαστε με όρους ποικιλότητας, διαλέκτων, γλωσσικής μεταβολής, δανεισμού, διαχρονίας, γιατί αντίκεινται στην σχολική κατασκευή της «γλωσσικής ενότητας», ενώ από την άλλη είναι βολικό να υποστηρίζουμε ότι σήμερα «μιλάμε αρχαία ελληνικά».
Η «ενότητα» της ελληνικής, όπως διαφημίζεται και καταναλώνεται στα σχολικά συμφραζόμενα, είναι επίπλαστη και τεχνητή. Από μία επιμέρους γεωγραφική ποικιλία της ελληνικής του 5ου/4ου αι. π.Χ. με χρονοταξίδι χιλιετιών μεταπηδάμε στο σήμερα, στο εδώ και τώρα. Διδάσκουμε δοτικές, απαρέμφατα, ευκτικές, παραθετικά του ἀγαθός. Πολύ ωραία. Διδάσκουμε όπως πότε, γιατί και πώς υποχώρησε η δοτική; Διδάσκουμε πότε, γιατί και πώς περιορίστηκαν δραματικά τα απαρέμφατα; Παρακολουθούμε την εξέλιξη αυτών των μορφών ή δομών της ελληνικής μέσα στο πέρασμα των αιώνων; Τι υπήρχε στην αττική διάλεκτο, τι ακολούθησε στην ελληνιστική κοινή, σε τι έδωσε τη θέση του στη μεσαιωνική ελληνική και τι κατέληξε εν τέλει να είναι στο σήμερα;
Και αυτοί οι τρεις μέλλοντες που διδάσκουμε στο μάθημα των νέων ελληνικών με το τροπικό μόριο θα πώς στο καλό, πότε και γιατί εμφανίστηκαν στην ελληνική; Και αυτά τα τέσσερα παραθετικά του ἀγαθός, που παινευόμαστε για τη σημασιολογική διαφοροποίηση που είχαν, τι απέγιναν; Γιατί, πότε και πώς η πόλις μεταπλάστηκε σε πόλη και η γυνή μετατράπηκε σε γυναίκα; Και αυτή η πονεμένη ευκτική ή ο δυϊκός αριθμός γιατί, πότε και πώς εξαφανίστηκαν;
Πώς είναι δυνατόν να διακηρύσσουμε στα σχολεία την «ενότητα» της ελληνικής, όταν παραμερίζονται πλήρως αιώνες εξελίξεων και μεταβολών και δεν δείχνουμε μηχανισμούς, φαινόμενα, δυνάμεις, αρχές και νόμους της γλώσσας που πυροδοτούν τις εξελίξεις και τις μεταβολές και αποκαλύπτουν ακριβώς την ιστορική συνέχεια της ελληνικής; Είναι τουλάχιστον οξύμωρο, αν όχι υποκριτικό, να διαφημίζουμε την «ενότητα» και να υπερηφανευόμαστε για αυτήν, αλλά στη διδασκαλία, στη σχολική πράξη και στις επιμορφώσεις εκπαιδευτικών με το τριμερές σχήμα «νέα-αρχαία-νέα» να την καταργούμε με το να αφήνουμε στο σκοτάδι αιώνες γλωσσικής και ιστορικής συνέχειας της ελληνικής. Πώς κατανοείται η «ενότητα» άραγε από τους μαθητές όταν από τη νέα ελληνική τηλεμεταφερόμαστε χρονικά και γλωσσικά στην εποχή και στην διάλεκτο της γλώσσας των κειμένων του Θουκυδίδη;
Και πώς αποδεικνύουμε σε έναν/μια νεαρό/ή έφηβο/η δεκατεσσάρων χρονών ότι μιλάει χωρίς να το ξέρει αρχαία ελληνικά; Μέσω της αναγωγής και της ισοπεδωτικής ταύτισης του λεξιλογίου της νέας ελληνικής αποκλειστικά σχεδόν στο σχολικό εννοούμενο κατασκεύασμα των «αρχαίων ελληνικών». Έτσι θα του/της δώσουμε ως παράδειγμα τη λέξη «γαστρεντερολόγος» ή «φρενοκομείο» και θα του/της μιλήσουμε για τα τριτόκλιτα ουσιαστικά, για τα ουσιαστικά «γαστήρ» και «φρήν», μπερδεύοντας συχνά μάλιστα την ετυμολογία με τη μορφολογία. Πιθανότερο μάλιστα να μην αναφέρουμε την φωνολογική διαφοροποίηση και μεταβολή της ελληνικής που έχει επέλθει και να μην εξηγήσουμε την προφορά της αρχαιοελληνικής λέξης «φρήν».
Ξέρετε τι ακόμη θα ξεχάσουμε σκοπίμως να κάνουμε; Θα αδιαφορήσουμε και θα αποσιωπήσουμε το γεγονός ότι η πρώτη λέξη πρόκειται για δάνεια που υπάγεται στην λεξική κατηγορία των διεθνισμών ή ελληνογενών επιστημονικών όρων. Δεν θα επισημάνουμε ότι ο «γαστρεντερολόγος» υπήρξε νεολογισμός για την ελληνική που μας ήρθε σχετικά πρόσφατα από την αγγλική ή γαλλική γύρω στη δεκαετία του 1950 και ως εκ τούτου ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε ή πλάστηκε από τους (αρχαίους) Έλληνες. Η αναφορά στους νεολογισμούς, ως όρο και γλωσσικό φαινόμενο, φαντάζει πράξη ποινικά κολάσιμη και ιερόσυλη μπροστά στο μεγαλείο της αρχαίας ελληνικής. Δεν είναι βολικό, γιατί μετά πώς θα επικρίνουμε τους νέους για τους δικούς τους νεολογισμούς, που «καταστρέφουν» την ελληνική…
Επίσης, τεχνηέντως θα παραλείψουμε να εξηγήσουμε ότι η λέξη «φρενοκομείο» πλάστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1830 ως λόγιος σχηματισμός μέσω της διαδικασίας του διαχρονικού ή εσωτερικού δανεισμού της ελληνικής, εν είδει μεταφραστικού δανείου για την απόδοση του γερμανικού Irrenanstalt ή Irrenhaus. Σε κάτι τέτοια εμείς οι φιλόλογοι έχουμε επιλεκτική γνώση ή και αμνησία, αν μας ενδιαφέρει να αποδείξουμε την ενότητα, μπροστά στην οποία η επιστημοσύνη υποσκελίζεται από την προσωπική γλωσσική ιδεολογία ή επιστημονική άγνοια του καθενός.
Τέλος, κανείς φιλόλογος δε θα τολμήσει να ξεστομίσει ότι «μιλάμε λατινικά» ή «μιλάμε τουρκικά», παρά το πλήθος των λεξικών δανείων της ελληνικής από αυτές τις γλώσσες. Γιατί σε αυτή την περίπτωση ξανά απειλούμαστε και θα πρέπει να επεκταθεί σε πλευρές και φάσες της ελληνικής ιστορίας όπως η ρωμαιοκρατία και η τουρκοκρατία (βλέπετε, το λεξιλόγιο είναι μαρτυριάρικο το άτιμο και δεν μπορούμε να κρυφτούμε), που επίσης επιλέγουμε να μην διδάσκουμε αναλυτικά στα σχολεία μας και βολικά να προσπερνάμε επί τροχάδην ή να θέτουμε εκτός σχολικής ύλης… Από την άλλη, άντε μετά να κατηγορήσεις τη νεολαία πως αλλοιώνει, φθείρει (λες και οι γλώσσες είναι σακάκια), καταστρέφει την ελληνική μέσω του γλωσσικού δανεισμού από την αγγλική που εντοπίζεται στην κοινωνιόλεκτό της, αν προηγουμένως έχεις αναδείξει διαχρονικά τα δάνεια που έχουν ενσωματωθεί στους κόλπους της ελληνικής από πλειάδα γλωσσών. Είπαμε, δύο μέτρα και δύο σταθμά στη διδασκαλία, αρκεί να αποδεικνύεται περίτρανα η ενότητα.
Για να μην μακρηγορήσουμε περαιτέρω, ορισμένες καταληκτικές σκέψεις. Κανείς δεν αμφισβητεί την ιστορική συνέχεια της ελληνικής. Ωστόσο, η πτωμαΐνη της ιεροποίησης και της μυθικής αναγωγής της (αρχαίας) ελληνικής σε συνδυασμό με την παραισθησιογόνο ουσία του αρχαιοπληκτικού βερμπαλισμού εδώ και δεκαετίες δηλητηριάζουν την εκπαίδευσή μας και παλαιότερα και την κοινωνία συνολικά. Το επώδυνο ελιξίριο για όσους βρικόλακες αρέσκονται να τρέφονται με αυτές είναι ένα: ο επιστημονικός λόγος. Η θεραπεία όσων εμφανίζουν δυσανεξία σε αυτόν κρίνεται επιτακτική!
Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος, ΕΑΠ