Στις 6 και 7 Φεβρουαρίου 2016 τα Εκπαιδευτήρια «Αυγουλέα Λιναρδάτου» σε συνεργασία με το περιοδικό Νέα Παιδεία και υπό την αιγίδα του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων διοργάνωσαν διημερίδα με τίτλο «Μελετώντας και Διδάσκοντας την Αρχαία Γλώσσα και Σκέψη στο Σύγχρονο Σχολείο». Η προσέλευση ήταν μεγάλη και ενθουσιώδης, τα σχόλια που ακούσαμε επαινετικά και ενθαρρυντικά, οι παρεμβάσεις εισηγητών και συνέδρων καίριες.
Ξεκίνησα να συντάσσω αυτό το κείμενο έχοντας στον νου μου ότι το θέμα δεν είναι τόσο η επικαιροποίηση του μαθήματος -για να χρησιμοποιήσω έναν δάνειο όρο από το επιστημονικό πεδίο της Πρόσληψης της Αρχαιότητας- όσο το γεγονός ότι μετά τη μεταρρύθμιση του 76 και με τις αλλαγές στη δεκαετία του 90 η συζήτηση ξεκινά εδώ και τόσα χρόνια από την ίδια αφετηρία, σαν την ημέρα της μαρμότας. Σε κάθε επιστημονική συνάντηση, οι ίδιες επισημάνσεις, που γίνονται κοινότοπες, κι αυτό είναι το πιο επικίνδυνο γιατί μπορεί να οδηγηθούμε σε παραιτημένη αποδοχή, σχεδόν μοιρολατρία. Αν μάλιστα το συνδυάσουμε με την απαξίωση των ανθρωπιστικών σπουδών, κυρίως των Κλασικών, παγκοσμίως, ίσως και να μην ξανασυναντηθούμε επιστημονικά οι φιλόλογοι.
Για να συνοψίσω τις προτάσεις που κατέθεσαν στη διημερίδα πανεπιστημιακοί δάσκαλοι με σοβαρό επιστημονικό έργο, μακρόχρονη εμπειρία και στιβαρή σκέψη, θα αναφερθώ δειγματοληπτικά στα εξής: την αναγκαιότητα η αρχαιομάθεια να περιλαμβάνει και τον ρωμαϊκό κόσμο, να απαρτίζεται από μαθήματα Ιστορίας, Λογοτεχνίας, πολιτισμού, επιστημών, στοιχείων καθημερινού ιδιωτικού και δημόσιου βίου, γλώσσας, ακόμα και παλαιογραφίας και παπυρολογίας. Ο αρχαίος κόσμος να διδάσκεται στο σύνολό του και την εξέλιξή του, μακριά από ιδεοληψίες και εθνικές αγκυλώσεις. Ίσως και μάθημα επιλογής τα Αρχαία; Ήταν κι αυτό μια πρόταση. Και όλα τα παραπάνω να υπηρετούνται από δασκάλους, με γνώσεις για το αντικείμενό τους και τη διδακτική του, διάθεση, εργατικότητα και ευελιξία στη σκέψη και τη διδακτική πράξη.
Τι σχέση έχει ο αρχαίος κόσμος με τους μαθητές του σύγχρονου σχολείου όμως; Συναντιούνται κάπου πέρα από την επίσκεψη στο μουσείο και τον αρχαιολογικό χώρο; Ο νέος προσανατολισμός του μαθήματος για τον οποίο γίνεται συχνά λόγος προϋποθέτει να έχει απαντηθεί ήδη το ερώτημα. Και στην αναζήτηση της απάντησης έχουν όλοι το μερτικό τους στη δουλειά. Οι δάσκαλοι της τάξης και οι μαθητές τους, οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι και οι φοιτητές τους, όσοι λαμβάνουν, επιτελικά, αποφάσεις για την Παιδεία και όλοι όσοι ασχολούνται με τις εναλλακτικές διδακτικές προσεγγίσεις μέσα από τις Τέχνες ή την τεχνολογία κ.ο.κ. Σε διημερίδες όπως αυτή οφείλουν να παρίστανται και να συμμετέχουν ενεργά, ακόμα και με έντονες διαφωνίες, όλα τα μέλη αυτής της «κοινότητας» χωρίς να περιμένουν ατομική πρόσκληση. Όπως είπε ο κ. Γιατρομανωλάκης, οι δάσκαλοι πρέπει να θεραπεύουν τα Αρχαία Ελληνικά. Όχι μόνο οι δάσκαλοι, θα προσέθετα, αλλά όλοι όσοι συμβάλλουν με κάποιο τρόπο στην εκπαιδευτική διαδικασία που αφορά ζητήματα αρχαιογνωσίας συνολικά.
Από την άλλη, ο παραπάνω διάλογος, για να νοηματοδοτηθεί εκ νέου -αν όχι εκ βάθρων-, προϋποθέτει προσωπικές αναζητήσεις και περιπλανήσεις διδακτικού...υπαρξισμού πέρα από την πεπατημένη. Αναρωτιέμαι αν και εμείς οι φιλόλογοι, στην προσπάθειά μας να πειραματιστούμε διδακτικά, ξεχνάμε την επιστημονική μας ταυτότητα. Με δυο λόγια, εξακολουθούμε να μελετάμε, παρακολουθούμε τη βιβλιογραφία, τις δημοσιεύσεις ή απλώς «ξαναμοιράζουμε» την κεκτημένη μας γνώση στην τρίωρη εβδομαδιαία παρτίδα Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας; Το νέο δεν αφορά μόνο τον τρόπο αλλά και το περιεχόμενο. Αν ακολουθεί κανείς την πορεία της έρευνας, είναι βέβαιο ότι θα θέσει στον εαυτό του πρώτα το ερώτημα «Ποια η σχέση της αρχαιότητας με το σήμερα;». Μια γεύση, για παράδειγμα, μας δίνει η έρευνα του Peter Meineck για το προσωπείο στην αρχαία ελληνική τραγωδία και τη νευροεπιστήμη, που ανακοινώθηκε σε διεθνές συνέδριο στην Αθήνα το 2010. Οι εύκολες αναγωγές σε παρόμοιες συνθήκες, πρόσωπα ή γεγονότα είναι επισφαλής και ολισθηρός δρόμος αν δεν κατέχει κανείς καλά τη γνώση της αρχαιότητας. Και, μεταξύ μας, πόσοι μπορούμε να το ισχυριστούμε ότι είμαστε τόσο επαρκείς γνώστες και αναγνώστες της;
Κι ένα τελευταίο, πιο πολύ ως αίσθηση προσωπική παρά ως αντικειμενική επισήμανση. Η αγωνία μας να διδάξουμε το ανοίκειο της αρχαιότητας μέσα από το οικείο των μαθητών μας (εξ)ωθεί σε μια ασθμαίνουσα αναζήτηση νέων τρόπων, μέσων και εργαλείων. Γίνεται όλο και πιο δύσκολο να διατηρήσουμε τη δική μας αγάπη για αυτό που σπουδάσαμε και διδάσκουμε, όσοι το κάναμε από αγάπη και όχι από τύχη. Το μάθημά μας δεν είναι ερωτεύσιμο. Μπορεί να είναι πρωτότυπο, καινοτόμο, ρηξικέλευθο -προσθέστε ό,τι άλλο επιθυμείτε-, αλλά το περιεχόμενο του μαθήματος δε σαγηνεύει. Ο καθηγητής, πιθανόν. Αλλά δεν αρκεί. Αν μπορούσα να προτείνω κάτι, αυτό θα ήταν να στραφούμε στην ουσιαστική διαθεματικότητα, όχι αυτή ενός πρόχειρου project. Να διηθήσουμε σοβαρά την αρχαιογνωσία μέσα από άλλες επιστήμες, άλλες τροπικότητες σκέψης, για να διακρίνουν οι μαθητές μας υποφωτισμένες γωνιές του αρχαίου κόσμου και να τις ανακαλύψουν μόνοι τους. Ίσως έτσι ξαναβρούμε κι εμείς τη γοητεία και τη συγκίνηση.
Στην ιστοσελίδα www.avgouleaschool.gr (Το σχολείο → Ημερίδες/Διημερίδες) και στο κανάλι του σχολείου (αναζήτηση με το όνομα Εκπαιδευτήρια Αυγουλέα Λιναρδάτου) θα βρείτε βιντεοσκοπημένες εισηγήσεις.