Όπως και άλλοτε έχω σχολιάσει, στις αυτοδιοικητικές εκλογές και στις ευρωεκλογές φάνηκε για ακόμα μια φορά από τη μια η ανικανότητα των υποτιθέμενων επιφανών δημοσιογράφων να διευθύνουν μια συζήτηση, κι από την άλλη η ανικανότητα των πολιτικών να διαλέγονται. Οι συζητήσεις στα καφενεία θα έλεγα ότι αποτελούν μοντέλα συζήτησης συγκρινόμενες με την τηλεοπτική «χάβρα», που αποκαλείται πολιτική συζήτηση. Όλοι τους βέβαια στις τηλεορασοσυζητήσεις είναι «σπουδαγμένοι», αλλά την κοινωνική δεξιότητα του διαλόγου την αγνοούν. Και φαίνεται πως η κατάσταση δεν πρόκειται να αλλάξει, αφού αυτός ο τρόπος συζήτησης έχει πια καθιερωθεί ως υψηλού επιπέδου. Ανησυχητικό επίσης είναι το φαινόμενο της αύξησης των γλωσσικών «μαργαριταριών», που εκστομίζουν ή γράφουν οι θεωρούμενοι ως πρωτοκλασάτοι δημοσιογράφοι, πολιτευτές κ.ά. Τα γλωσσικά αυτά μαργαριτάρια συνήθως οφείλονται στη χρήση καθαρευουσιάνικων μορφολογικών τύπων, που οι χρήστες θεωρούν πως έτσι αναβαθμίζονται γλωσσικά κι αποκτούν κύρος.
Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι η χρήση των θηλυκών επαγγελματικών ονομάτων. Πρόκειται για θηλυκά ονόματα, που δηλώνουν καταξιωμένα επαγγέλματα και αξιώματα, τα οποία μέχρι τον 20ο αιώνα ασκούσαν αποκλειστικά άντρες, π.χ. υπουργός, γιατρός, βουλευτής, κλπ. Οι νεοκαθαρευουσιάνοι χρησιμοποιούν τον τύπο του αρσενικού και για το θηλυκό γένος, πιστεύοντας πως έτσι αναβαθμίζονται γλωσσικά π.χ. η πρέσβυς ή πρέσβης, η περιφερειάρχης, η βουλευτής, η ευρωβουλευτής, η γιατρός, η δικαστής, η εισαγγελέας, η πρύτανης κλπ. Θα πρέπει ίσως να σημειωθεί ότι στη νεοελληνική γλώσσα με την κατάληξη δηλώνεται και το γένος π.χ. δάσκαλος-δασκάλα, διευθυντής-διευθύντρια, αστυνόμος-αστυνομικίνα, περιπτεράς-περιπτερού. Τα αρσενικά στην ονομαστική έχουν κατάληξη /ς/, ενώ τα θηλυκά δεν έχουν, π.χ, δάσκαλος-δασκάλα. Στη γενική συμβαίνει το αντίθετο, π.χ. του διευθυντή-της διευθύντριας, του δάσκαλου-της δασκάλας. Θα περίμενε λοιπόν κανείς από τους σπουδαγμένους δημοσιογράφους, πολιτευτές και κάθε είδους λόγιους να ακολουθούν τους κανόνες της νεοελληνικής γλώσσας κι όχι να χρησιμοποιούν μορφολογικούς τύπους που δεν συνάδουν με τους κανόνες αυτούς. Κι αν δεν υπάρχει ο γλωσσικός τύπος, θα πρέπει να τον πλάσουν σύμφωνα με τους κανόνες της νεοελληνικής.
Η χρήση του αρσενικού τύπου για θηλυκό γένος δημιουργεί διάφορες κατηγορίες ιδιόκλιτων θηλυκών ονομάτων, που δεν μπορούν να ενταχθούν σε καμιά από τις υπάρχουσες κατηγορίες. Μερικά παραδείγματα.
-Μας έχει γανώσει το κεφάλι κάθε βράδυ η κα Όλγα Τρέμει με τις φράσεις: «η πρέσβης καλής θελήσεως της Ουνέσκο
/ η ομιλία της πρέσβεως. Έχουμε, δηλαδή, αρ. ο πρέσβης-του πρέσβη, ενώ θηλ. η πρέσβης-της πρέσβεως. Το περίεργο είναι ότι οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν για το θηλυκό τον τύπο πρέσβειρα, κάτι βέβαια που αγνοεί η ανελλήνιστη δημοσιογράφος.
-η περιφεριάρχης-της περιφερειάρχη, ον. ης, γεν.- η. Δεν υπάρχει τέτοιος τύπος στα ΝΕ. Ο ορθός τύπος θα ήταν η περιφερειάρχισσα.
-η ευρωβουλευτής-της ευρωβουλευτού, ον. ης,-γεν-ου. Ορθοί θα ήταν οι τύποι ευρωβουλεύτρια/ ευρωβουλευτίνα.
-η γραμματέας-της γραμματέως, ον. εας, γεν. εως. Ορθοί θα ήταν οι τύποι γραμματικίνα / γραμμάτισσα.
-η κοσμήτορας-της κοσμήτορα, ον. ας, γεν. α. Ορθός θα ήταν ο τύπος κοσμητόρισσα.
Με τη χρήση θηλυκών επαγγελματικών ονομάτων, με κατάληξη δηλωτική του γένους θ αποφεύγονταν όλα τα γλωσσικά μαργαριτάρια, που κάθε μέρα μας εκτοξεύουν ανελλήνιστοι δημοσιογράφοι. Βέβαια, όταν το επάγγελμα δεν είναι καταξιωμένο, οι γραμματιζούμενοι δεν έχουν κανένα πρόβλημα να χρησιμοποιήσουν γλωσσικό τύπο, που να δηλώνει το γένος, π.χ. θυρωρίνα, λουλουδού, νοσοκόμα, περιπτερού, καφετζού, τηλεφωνήτρια, κλπ. Το σύνολο επίσης των νεοελλήνων, που δεν έχουν το κόμπλεξ της γλωσσικής καταξίωσης, δεν έχουν κανέναν ενδοιασμό να χρησιμοποιήσουν θηλυκά επαγγελματικά με κατάληξη δηλωτική του γένους, π.χ. βουλευτίνα, γιατρίνα, δημαρχίνα, δικαστίνα, δικηγορίνα, νομάρχισσα, προεδρίνα, υπουργίνα κλπ. Με το θέμα έχουν ασχοληθεί αρκετοί, όπως οι: Κριαράς, Τριανταφυλλίδης, Λυπουρλής, Mackridge, Μπασλής, Μπαμπινιώτης, Τσοπανάκης κ.. ά., τους οποίους καλό θα ήταν να μελετήσουν οι δημοσιογράφοι, μια που, θέλουν δε θέλουν, είναι φορείς διάδοσης των ελληνικών.