Ηνωμένο Βασίλειο
Τους τελευταίους μήνες παρακολουθώ μια συζήτηση που έχει ανοίξει στο Ηνωμένο Βασίλειο με αφορμή τις θέσεις του βρετανού υπουργού Παιδείας. Η βασική του παιδαγωγική τοποθέτηση συνοψίζεται σε δύο λέξεις: military ethos. Στην επίσημη ιστοσελίδα του υπουργείου έχει αναρτηθεί και το σκεπτικό αυτής της οπτικής. Η αυτοπειθαρχία που επιτυγχάνεται μέσα από τη στρατιωτική προσέγγιση της τάξης οδηγεί στην ενδυνάμωση του ατόμου και στην ανάπτυξη της ομαδικότητας.
Ομολογώ ότι έμεινα άναυδη από την παιδαγωγική οπτική καθαυτή αλλά και από την ωμότητα με την οποία εκφράστηκε, από την ευκολία, στα όρια της θρασύτητας, με την οποία αναρτήθηκε επισήμως, από τον επιτακτικό της χαρακτήρα -πώς αλλιώς;- στο αίτημα για την εφαρμογή της. Προτάσσει ο υπουργός την αριστεία και τις υψηλές επιδόσεις, την απομνημόνευση δεδομένων, τη συσσώρευση γνώσεων, αφήνοντας στο περιθώριο την ανάπτυξη του πνεύματος συλλογικότητας. Περιορίζει μαθήματα που προϋποθέτουν τον διάλογο και τον αυθορμητισμό, μαθήματα που δραστηριοποιούν το σύνολο των μαθητών, όπως το θέατρο/δράμα, το οποίο περνά στη ζώνη των εξωδιδακτικών μεσημεριανών δραστηριοτήτων. Η Patrice Baldwin, πρώην πρόεδρος του Διεθνούς Οργανισμού για το Θέατρο/Δράμα στην Εκπαίδευση, αναρωτιέται «Οι επόμενες γενιές θα έχουν τη δυνατότητα να αναπτύξουν προσωπικές, κοινωνικές και συναισθηματικές δεξιότητες; Θα μάθουν να δουλεύουν ομαδικά και όχι ανταγωνιστικά;». Επιπλέον, σε ένα άρθρο στην Guardian ο βρετανός υπουργός υπεραμύνεται της ανάγκης για τιμωρία της όποιας παραβατικότητας προτρέποντας τους εκπαιδευτικούς να μη φοβούνται τις ποινές.
Επιδιώκει να «γκρεμίσει το τείχος του Βερολίνου» ανάμεσα στην ιδιωτική και τη δημόσια εκπαίδευση με απώτερο στόχο να επικρατήσει στρεβλά η ιδιωτική. Ουσιαστικά ενισχύει ένα ψυχροπολεμικό κλίμα, ακόμα και μέσα από το λεκτικό του, ανάμεσα στις δύο μορφές εκπαίδευσης. Έπειτα, όσοι εκπαιδευτικοί κρίνονται «ανεπαρκείς» συγκαταλέγονται στο «blob» (μαλακή άμορφη μάζα είναι η κόσμια μετάφραση), το οποίο έχει ορκιστεί να εξαλείψει. Συγκρούεται με τα συνδικάτα. Ζητά να μένουν τα σχολεία ανοιχτά 9-10 ώρες την ημέρα, 51 εβδομάδες τον χρόνο. Προτείνει να αυξηθούν τα διαγωνίσματα και η γραπτή αξιολόγηση με στόχο την «εκκαθάριση» των μετρίων (και κάτω), όχι την ενδυνάμωση, την ενσωμάτωση και την αποδοχή. Φανερά η αξιολόγηση συνδέεται με την απόρριψη και όχι την αυτοβελτίωση.
Και υποστηρίζει την εκπαιδευτική του πολιτική συνολικά με την εξής εξοργιστικά παραπειστική αναλογία «Φανταστείτε ότι έχετε να επιλέξετε όχι ανάμεσα σε σχολεία αλλά σε αεροπορικές εταιρείες. Η μία είναι η Test Airlines, ακριβής και σοβαρή. Η άλλη είναι η Warm and Fuzzy Airlines. Ποια είναι η διαφορά τους. Στην Test Airlines απαραίτητη προϋπόθεση είναι να έχουν επιτύχει οι πιλότοι στις εξετάσεις ώστε να είναι βέβαιο ότι μπορούν να πιλοτάρουν. Είναι τόσο παλιομοδίτικο αυτό; Στην Warm and Fuzzy Airlines, δεν ενδιαφέρονται αν οι πιλότοι τους διαθέτουν τις απαραίτητες γνώσεις. Επικεντρώνονται στο αίσθημα ζεστασιάς και θαλπωρής που προσφέρουν στους επιβάτες. Εσείς ποια εταιρεία θα επιλέγατε;». Το σκεπτικό, και η αντίστοιχη ρητορική, ξεκινά από τη διττή φύση του ιδιωτικού σχολείου, από τη δύσκολη ισορροπία μεταξύ της επιχείρησης και του εκπαιδευτικού ιδρύματος. Το β σκέλος, όμως, το παραβλέπει απαξιώνοντας τον παιδαγωγικό ρόλο του εκπαιδευτικού. Όσο για τους μαθητές, υπάρχει κίνδυνος να μετατραπούν σε exam robots, όπως προειδοποιεί ο John Cridland, διευθυντής του CBI, στους The Times.
Σε TEDx του 2006 ο Sir Ken Robinson είχε επισημάνει «Το εκπαιδευτικό μας σύστημα είναι στοιχειοθετημένο στην ιδέα της ακαδημαϊκής ικανότητας. Το όλο σύστημα εφευρέθηκε- στον κόσμο δεν υπήρχαν στην πραγματικότητα δημόσια συστήματα εκπαίδευσης πριν τον 19ο αιώνα. Όλα σχεδιάστηκαν για να καλύψουν τις ανάγκες της βιομηχανοποίησης». Αν, λοιπόν, το εκπαιδευτικό σύστημα υπηρετεί την εκάστοτε κυρίαρχη ιδεολογία, τι κρύβεται στην πραγματικότητα πίσω από το «στρατιωτικό ήθος»; Τελικά, τι υπηρετεί η αλλαγή προς το εκ πρώτης όψεως φιλελεύθερο στην εκπαιδευτική πολιτική και τις ατζέντες της;
Ο βρετανός πολίτης του μέλλοντος καλείται, δηλαδή, να στηρίξει αποκλειστικά την ανόρθωση της βρετανικής οικονομίας, υποθέτω. Αλλωστε, η αδυναμία του βρετανικού εκπαιδευτικού συστήματος να αντεπεξέλθει στις οικονομικές ανάγκες της χώρας ήταν η αιτία που οδήγησε στη μεταρρύθμιση. Πρώτα, λοιπόν, θα μάθει να πειθαρχεί τον εαυτό του (ο μέσα του λοχίας θα δίνει εντολές), να δουλεύει σκληρά, να διαγκωνίζεται για την αριστεία. Και αν φανεί ανεπαρκής σε αυτή την κούρσα, θα ναι πολίτης β κατηγορίας, ο οποίος σαφώς και δε θα μείνει «αναξιοποίητος». Αν δεν είναι ικανός, θα του τάξουν αναγνώριση και κύρος μέσα από ένταξη σε άλλες ομάδες. Η πικρία της αποτυχίας, ενδεχομένως ο φθόνος προς τον άριστο, θα βρει διέξοδο στη συμπόρευση όχι με τους άριστους βέβαια, αλλά με μια άλλη ομάδα «δυνατών». Γιατί, για να είμαστε ειλικρινής, ποιος θέλει να ναι με τους αδύνατους;
Στα καθ ημάς τώρα. Στην εκπαίδευση έχουμε δει αρκετές από τις παραπάνω μεταρρυθμίσεις είτε ως προτάσεις είτε ως αποφάσεις. Ως προς τη στρατιωτική πειθαρχία μόνο μια επίταξη (γλώσσα λανθάνουσα;) έχουμε υποστεί. Τουλάχιστον ακόμα δεν έχουμε δει το στρατιωτικό ήθος στην ιστοσελίδα του ΥΠΑΙΘ. Όσο εμείς ερίζουμε για το ποιες ειδικότητες έχουν προτεραιότητα στη διδασκαλία συγκεκριμένων αντικειμένων ή συγκεντρώνουμε λαχανιάζοντας μόρια από επιμορφώσεις, η στρατιωτικοποίηση (sic) εκτείνεται σταδιακά. Πολύ φοβάμαι ότι θα τη δούμε σύντομα ανάγλυφα στη σύνθεση του επόμενου Ευρωκοινοβουλίου, ίσως εντελώς απροκάλυπτα πλέον σε ευρωπαϊκό θεσμικό επίπεδο.
Νατάσα Μερκούρη
Laura McInerney (2013), Gove's 'progressive betrayal' seems to be a private school phenomenon, The Guardian, 17 December
(2013) Michael Gove speaks at the SMF, Social Market Foundation, 5 February