Πέθανε στα τέλη Απριλίου ο Απόστολος Σάντας, γνωστός για την ηρωική υποστολή της γερμανικής σημαίας από το Βράχο της Ακρόπολης, μαζί με το Μανώλη Γλέζο. Λίγο νωρίτερα γιορτάζαμε την επέτειο των 70 ετών από την ηρωική αυτοκτονία του Ευζώνου Κνωνσταντίνου Κουκίδη, ο οποίος τύλιξε γύρω του την Ελληνική σημαία και πήδηξε από το Βράχο της Ακρόπολης όταν του ζητήθηκε να την παραδώσει στους κατακτητές Γερμανούς.
Ή μήπως όχι;
Όταν ανέφερα σε φίλους τις δύο αυτές επετείους, άκουσα έκπληκτος να αναφέρουν διάφορες αμφισβητήσεις σχετικά. Σύμφωνα με κάποιους, ο Κουκίδης δεν υπήρξε καν, επομένως η ιστορία αυτή ήταν ένας μύθος. Σύμφωνα με άλλους, υπήρξε μεν, αλλά είχε ψυχολογικά προβλήματα και γι'αυτό πήδηξε από το Βράχο!
Έτσι, ανέτρεξα στην ιστορική έρευνα. Μετά στο διαδίκτυο συνάντησα από την ξεκάθαρη καταδίκη της αμφισβήτησης του ηρωισμού του Κουκίδη, μέχρι αρθρογράφους που βεβαίωναν ότι πρόκειται περί μύθου, με προφανή προπαγανδιστική αξία για την κατεχόμενη Ελλάδα. Ευτυχώς όμως συνάντησα και εκτενείς ιστορικές αναφορές, με πλήθος πηγών που φαίνονται αξιόπιστες και που ασχολούνται με το θέμα.
Πρόκειται περί μύθου
Μέσα από αυτές, πληροφορήθηκα ότι ο Δήμαρχος Αθηναίων κ. Δημήτρης Αβραμόπουλος, αποκάλυψε στις 12-10-2000 τιμητική πλάκα στη βάση του Βράχου της Ακρόπολης στη μνήμη του Κ. Κουκίδη, παρουσία του τότε υπουργού Δικαιοσύνης, κ. Μιχάλη Σταθόπουλου, του ο α' αντιπροέδρου της Βουλής, κ. Κώστα Γείτονα, του κ. Προκόπη Παυλόπουλου, των Μανώλη Γλέζου και Λάκη Σάντα, του τότε υπουργού Εξωτερικών, κ. Γ. Παπανδρέου αλλά και του Ρώσου ομολόγου του Ιγκόρ Ιβάνοφ, που βρέθηκε εκ συμπτώσεως στην Ακρόπολη και παρέστη για λίγα λεπτά στην εκδήλωση. Συνόδευσε όμως τελετή με τα παρακάτω λόγια, ασυνήθιστα για αποκαλυπτήρια ήρωα:
"Τιμάμε τον Κουκίδη, παρά το ότι η ιστορική έρευνα δεν απέδωσε επιστημονική απόδειξη για την ύπαρξή του και για την πράξη του αυτή. Ο θρύλος, όμως, ήταν και παραμένει υπαρκτός, και δημιουργήθηκε από την πρώτη στιγμή. Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι αν υπήρξε ο εύζωνας Κουκίδης. Το ερώτημα είναι αν εμείς, οι σημερινοί Ελληνες, θέλουμε να υπάρξει".
Το ζήτημα του "ήρωα Κουκίδη", ερευνήθηκε επίσης επισταμένως από διάφορα ΜΜΕ. Στην εκπομπή της ΕΤ1, "Σαν Παραμύθι", στις 26 Απριλίου 2000, ο αρμόδιος αξιωματικός της -τότε ανακτορικής- φρουράς αποκλείει την ύπαρξη εύζωνα με το όνομα Κωνσταντίνος Κουκίδης. "Αν ήταν στρατιώτης στους ευζώνους δεν υπήρχε περίπτωση να μην τον ήξερα" δήλωνε ο τότε επιλοχίας των ευζώνων Ανδρέας Μαχιμάρης. Στην ίδια εκπομπή, ο αντιστρατήγος Ιωάννης Κακουδάκης, διευθυντής στη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού τόνιζε: "Διαπιστώσαμε ότι δεν υπήρξε την περίοδο εκείνη στρατιώτης με το όνομα Κουκίδης Κωνσταντίνος. Στείλαμε έγγραφα σε όλες τις μονάδες, στο ληξιαρχείο, παντού. Πήγαμε στην Πλάκα να ζητήσουμε πληροφορίες. Πραγματική μαρτυρία ως σήμερα δεν έχει υπάρξει. Το ΓΕΣ έχει καταγράψει όλους τους φαντάρους κι όλους τους αξιωματικούς της περιόδου. Κάπου θα έπρεπε να ανήκει ο Κουκίδης. Ούτε εύζωνας υπήρξε ούτε ήταν φαντάρος. Ολα εξετάστηκαν". Ακόμα και ο Κώστας Φαράκος δήλωσε ότι, "από επιστημονική άποψη δεν έχει αποδειχθεί τίποτε. Αλλά δεν μπορούμε να το αρνηθούμε. Ακόμα και θρύλος να είναι, είχε και έχει τεράστια σημασία για το λαό".
Πρόκειται περί αλήθειας
Ταυτόχρονα, συνάντησα και πλήθος αναφορών που φαίνεται να αποδεικνύουν την ιστορική ακρίβεια του φερόμενου ως μύθου. Παραθέτω ενδεικτικά τις πιο πειστικές από αυτές:
Εκτός της υπόθεσης του Κουκίδη, όμως, βρήκα και πολλές αμφισβητήσεις για την άλλη γνωστή ηρωική πράξη, την υποστολή της γερμανικής σημαίας από την Ακρόπολη από τους Μανώλη Γλέζο και Απόστολο Σάντα. Σύμφωνα με τους αμφισβητίες, το μεν γεγονός είναι διαμφισβήτητο, διότι την επομένη οι ίδιοι οι Γερμανοί εξέδωσαν ανακοίνωση όπου ανέφεραν το γεγονός και τις κυρώσεις για τους υπευθύνους και προέβησαν σε συλλήψεις υπαλλήλων του αρχαιολογικού χώρου, όμως υπονοείται ότι δεν ήταν ο Γλέζος και ο Σάντας που προέβησαν στην πράξη αυτή, και πως απλά εκμεταλλεύθηκαν την ευκαιρία για να εδραιώσουν την υστεροφημία τους. Ή, κατά άλλους, ήταν μεν οι δυο τους που ανέβηκαν στο Βράχο, όμως δεν υπέστηλαν τη σημαία, απλά την έκλεψαν από το μέρος όπου την είχαν αποθηκεύσει οι Γερμανοί. Απόδειξη για αυτό αποτελεί το γεγονός ότι στην ανακοίνωσή τους η Γερμανοί δεν μιλούν για υποστολή, αλλά για υπεξαίρεση, δηλαδή κλοπή. Τέλος, κάποιοι θέλουν το Μ. Γλέζο μέλος της ΕΟΝ εκείνη την περίοδο, και την "υιοθέτησή" της πράξης του από το ΚΚΕ να γίνεται εκ των υστέρων για προφανείς προπαγανδιστικούς σκοπούς!
Η ανάγκη για απομυθοποίηση
Διαβάζοντας τα παραπάνω, έπιασα τον εαυτό μου να αναρωτιέται για το ρόλο που επιφυλάσσει η κοινωνία μας στους ήρωες, και για την ανάγκη απομυθοποίησης που φαίνεται να διακατέχει το σύγχρονο Έλληνα. Είχα γράψει παλαιότερα για τη νεοελληνική ροπής προς τη συνομωσιολογία (Ν. Ρώσση, Εθνικός ναρκισσισμός και συνωμοσιολογία στο Διαδίκτυο, Νέα Παιδεία-Γλώσσα, τ. 133), όμως τα παραπάνω φαίνονται να ξεπερνούν αυτή την απλή εξήγηση, και να γεννούν ένα νέο ερώτημα: είμαστε άραγε ανίκανοι να δεχτούμε απλά μία ηρωική πράξη χωρίς να προσπαθήσουμε να την αναλύσουμε, εξηγήσουμε, αμφισβητήσουμε και μέ κάθε τρόπο φέρουμε στα μέτρα μας;
Σε πιο πολωμένες πολιτικά περιόδους, θα φανταζόμουν πως οι λόγοι είναι κομματικοί: ο ήρωας αμφισβητείται επειδή ανήκει στην αντίπαλη πλευρά. Όμως η ερμηνεία αυτή δεν φαίνεται να επαρκεί σήμερα. Αντίθετα, πιστεύω ότι η τάση απομυθοποίησης αποτελεί έκφραση μίας γενικότερης αμφισβήτησης που διαπερνά την ελληνική κοινωνία, και που εκδηλώθηκε με αφορμή την οικονομική κρίση, χωρίς όμως να προκλήθηκε από αυτήν. Έτσι, ο δικομματισμός έχει αντικατασταθεί από τις προτροπές περί εμπρησμού της Βουλής - εξέλιξη που φυσικά θα ευνοήσει ακραίους πολιτικούς χώρους, αλλά που υιοθετείται άκριτα και από άτομα που δεν εκπροσωπούνται από αυτούς. Ταυτόχρονα, η γενική αμφισβήτηση έχει αντικατασταθεί από βεβαιότητα περί διαφθοράς όλων ανεξαιρέτως των δημοσίων λειτουργών.
Δεν ισχυρίζομαι ότι δεν είναι και οι ίδιοι οι δημόσιοι λειτουργοί συνυπεύθυνοι για την κατάσταση. Αν τολμούσαν να τιμωρήσουν τα μέλη τους εκείνα που παρανόμησαν, δεν θα εισέπρατταν σήμερα τη γενική περιφρόνηση. Αφού αναλώθηκαν στην εξυπηρέτηση των ιδιοτελών συμφερόντων της ομάδας τους, είναι αναπόφευκτο να θεωρηθούν από τους πολίτες ως συνένοχοι στη διαφθορά. Όμως πιστεύω ότι ούτε αυτή η ερμηνεία είναι αρκετή για να περιγράψει τη γενική απομυθοποίηση που βιώνουμε.
Σε μία γενιά που δεν έχει εκθρέψει ινδάλματα, και όπου θεωρείται δημοσιογραφία η έκθεση των πιο ανθρώπινων και ιδιωτικών στιγμών κάθε πιθανού ήρωα, δεν είναι ίσως περίεργο που επικρατεί η απομυθοποίηση. Η οικειότητα γεννά την περιφρόνηση, όπως λέει κι ο Σέξπιρ. Τι είναι όμως αυτό που τροφοδοτεί την ανάγκη για κατεδάφιση των ειδώλων και των μύθων;
Οι εραστές των συνομωσιών θα ισχυριστούν ότι όλα είναι αποτέλεσμα κάποιας ξενόφερτης προσπάθειας αλλοτρίωσής μας, με ανθελληνικούς σκοπούς. Όμως οι ίδιοι είναι που συνήθως σπεύδουν πρώτοι να ισοπεδώσουν τους θεσμούς της χώρας, χωρίς μάλιστα να αντιλαμβάνονται την ειρωνεία του γεγονότος της απόδοσης των πράξεών τους σε αντεθνικούς φορείς. ’λλωστε, είναι αυτοί που μέσα από τις λαϊκιστικές, υπεραπλουστευτικές προσεγγίσεις των προβλημάτων της χώρας αποπροσανατολίζουν τον πολίτη και τον οδηγούν στην περαιτέρω περιφρόνηση των θεσμών. Έτσι, η ερμηνεία αυτή είναι μάλλον αμφισβητήσιμη.
Μία άλλη πιθανή ερμηνεία είναι αυτή που θέλει την ανάγκη αυτή να τροφοδοτείται από την επιθυμία για αλήθεια και την κατανόηση του γεγονότος ότι όλοι είμαστε εν δυνάμει ήρωες. Ανάλογα με τη θέση μας και τις δυνατότητές μας, κάνουμε καθημερινά πλήθος επιλογών, κάποιες ενάρετες και κάποιες ανήθικες. Τείνουμε, βέβαια, να τις αγνοούμε επειδή τις θεωρούμε μικρές, και τις κρίνουμε με βάση τις επιλογές άλλων, που έχουν όμως διαφορετικές δυνατότητες από εμάς. Εντούτοις, με τον τρόπο αυτό αγνοούμε μία βασική αλήθεια - ότι τελικά τη ζωή μας ορίζουν τα μικρά πράγματα, όχι τα μεγάλα.
Και τέλος, μία ακόμα πιθανή ερμηνεία είναι ότι η παρουσία ηρώων μας θυμίζει τη δική μας μικρότητα, και ότι η σύγκριση αυτή μας είναι ανυπόφορη. Έτσι, επιλέγουμε να μειώσουμε τους ήρωες μη αντέχοντας τον συναγωνισμό μαζί τους, και ισοπεδώνοντας οτιδήποτε μας ξεπερνά. Ίσως, δηλαδή, προσπαθούμε να φέρουμε τους ήρωες στα μέτρα μας επειδή δεν αντέχουμε τη δική μας μικρότητα.
Ο αναγνώστης ας επιλέξει ποια ή ποιες από τις ερμηνείες του ταιριάζουν.