ShareThis
Η Javascript πρέπει να είναι ενεργοποιημένη για να συνεχίσετε!

Άρθρα

Το γλωσσο-εκπαιδευτικό μας πρόβλημα

Προσωπικά ουδέποτε διανοήθηκα ότι κινδυνεύει να χαθεί η ελληνική γλώσσα. Η ελληνική γλώσσα δεν πρόκειται να χαθεί όσο υπάρχει ο ελληνικός λαός. Και δεν εννοώ τόσο τους μορφωμένους, τους διανοούμενους, τους δήθεν ή την ανώτερη κοινωνική τάξη -αυτοί πάντα τα πάνε καλά με τους επικυρίαρχους και με τη γλώσσα τους- αλλά τον αυθεντικό λαό με τη στέρεη λαϊκή ρίζα, που κρατάει πάντα τη γλώσσα ζωντανή. Ότι δεν κινδυνεύει όμως να χαθεί η ελληνική γλώσσα δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν προβλήματα σχετικά με τη συντήρησή της και ότι δε χρειάζεται αδιάκοπη επαγρύπνηση και έλεγχος κυρίως σ’ αυτούς που εκπέμπουν δημόσιο λόγο, στα ΜΜΕ δηλαδή και ειδικά στα λεγόμενα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, όπου ο καθένας γίνεται πλέον δημοσιογράφος και ό,τι προκύψει. Κορωνοϊός όμως δεν είναι μόνο ο Covid 19 . Είναι και ένα σωρό άλλοι, διάσπαρτοι.

Ιδιαίτερα οξύ είναι το γλωσσικό πρόβλημα στην εκπαίδευση. Πρόβλημα ορατό,  μετρήσιμο και άκρως σοβαρό. Είναι ορατό και μετρήσιμο, α) διότι  περισσότεροι από τους μισούς υποψήφιοι για εισαγωγή στα ΑΕΙ (55% περίπου) βαθμολογήθηκαν φέτος στη Νεοελληνική Γλώσσα με βαθμό κάτω από τη βάση. Πολύ υψηλό ποσοστό και είναι εύκολο να έχει το Υπουργείο πλήρη, ακριβή και λεπτομερή στοιχεία γι’ αυτό. β) διότι στο γνωστό PISA, το  Πρόγραμμα Αξιολόγησης μαθητών από όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ κατά το τέλος της υποχρεωτικής φοίτησης σε τρία γνωστικά αντικείμενα (Κατανόηση Κειμένου, Μαθηματικά, Φυσικές Επιστήμες) η χώρα μας κρατάει σταθερά μια από τις τελευταίες θέσεις. Γιατί; Εδώ μας ενδιαφέρει κυρίως η «κατανόηση κειμένου» που σχετίζεται με τη γλώσσα, παρόλο που το πρόγραμμα PISA χρησιμοποιεί -και σωστά- στην  εξέταση πολυτροπικά κείμενα. Πάντως οι Έλληνες μαθητές είναι κάτω από τη βάση των χωρών του ΟΟΣΑ.

Οι Έλληνες μαθητές κατανοούν λιγότερο και αυτό σημαίνει ότι η γλώσσα τους υστερεί. Όταν η γλώσσα υστερεί, υστερεί μαζί και η δυνατότητα σκέψης, άρα και η προσληπτική (αντιληπτική) ικανότητα, άρα και η δυνατότητα κατανόησης. Κάποτε άκουσα τη γνωστή ιστορικό καθηγήτρια Μαρία Ευθυμίου να λέει δημόσια ότι το αντιληπτικό επίπεδο πολλών φοιτητών της είναι επίπεδο μαθητών έκτης δημοτικού της δικής της γενιάς. Άλλη φιλόλογος, «διακεκριμένη καθηγήτρια επαρχιακού Πανεπιστημίου» έστειλε πρόσφατα στον Κώστα Γεωργουσόπουλο (κατά μαρτυρία του ίδιου) «είκοσι γραπτά σε φωτοτυπία (με καλυμμένο το όνομα) επί πτυχίω φοιτητών της Φιλοσοφικής Σχολής που το καλύτερο γλωσσικά είχε σε πέντε σελίδες 200 (!) ορθογραφικά, συντακτικά και κυρίως εννοιολογικά λάθη» (ΤΑ ΝΕΑ, Βιβλιοδρόμιο, 1-2 Αυγ.2020). Προφανώς αυτοί οι φοιτητές δεν θα έπρεπε να βρίσκονται στο πανεπιστήμιο. Βρίσκονται όμως, και μάλιστα έτοιμοι να γίνουν φιλόλογοι και να διδάξουν! Τι να διδάξουν; Φαύλος κύκλος.

Η γλώσσα των μαθητών λιγοστεύει. Γιατί; Μήπως επειδή η αξιολόγηση έχει εκλείψει, η προαγωγή είναι πλέον ακώλυτη και έτσι τελειώνουν το γενικό λύκειο και εισάγονται στα ΑΕΙ όσοι σε παλαιότερες εποχές θα έμεναν στάσιμοι στην Α’ ή στη Β’ γυμνασίου; Μήπως επειδή υπάρχει εκπαιδευτικός πληθωρισμός και επιστημονικό προλεταριάτο; Μήπως επειδή υπάρχουν ένα σωρό άλλες προκλήσεις και απαιτήσεις, αγγλικά και άλλες ξένες γλώσσες, τηλεόραση, Η/Υ, κινητά; Μήπως επειδή υπάρχει υποβάθμιση της εκπαίδευσης και γενική εκπαιδευτική αδιαφορία; Όμως η πολιτεία δεν μπορεί να αδιαφορεί. Αντίθετα έχει χρέος να βλέπει τα προβλήματα και το συγκεκριμένο γλωσσο-εκπαιδευτικό πρόβλημα είναι ιδιαίτερα σοβαρό και ίσως είναι σχετικά διαχειρίσιμο. Είπαμε: λιγότερη γλώσσα θα πει λιγότερη σκέψη, άρα λιγότερη κατανόηση κειμένου. Λιγότερη κατανόηση κειμένου θα πει λιγότερη κατανόηση του κόσμου που μας περιβάλλει, φανερώνει πολίτες ανίκανους να αντιληφθούν τη συγκεκριμένη κοινωνική, πολιτική, πνευματική πραγματικότητα, φανερώνει άγνοια, έκπτωση και χαμηλό αντιληπτικό επίπεδο. Αυτό θέλει άραγε η πολιτεία;

Όχι, υποθέτω. Περιμένουμε λοιπόν από τους αρμόδιους φορείς -κυρίως από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής- αν όχι να λύσουν το πρόβλημα,  τουλάχιστον να το δουν, να σκύψουν με ενδιαφέρον, να το αναδείξουν και να προωθήσουν συγκεκριμένους τρόπους και μηχανισμούς αντιμετώπισης. Γιατί όχι και ένα Πρόγραμμα Εθνικής Αξιολόγησης μαθητών κατά το πρότυπο του PISA, προσαρμοσμένο στα καθ’ ημάς;


Συντάκτες

Ενημερωτικό δελτίο