(06-06-2021)
Του Ε.Π. Παπανούτσου
Πρώτη δημοσίευση στο τεύχος 6 της Νέας Παιδείας (1978)
Τα δύο βαρυσήμαντα για την εκπαιδευτική μας ιστορία γεγονότα της τελευταίας τριετίας: η καθιέρωση της Δημοτικής ως μόνης γλώσσας του σχολείου σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες, και η υποχρεωτική φοίτηση όλων των παιδιών, του Ελληνικού Λαού μόνο στο εξάχρονο Δημοτικό αλλά και στον πρώτο (τριετή) κύκλο Μέσης Παιδείας (στο νέο «γυμνάσιο») έφεραν στο πρώτο επίπεδο του ενδιαφέροντος το πρόβλημα της διδασκαλίας των αρχαίων κλασικών συγγραφέων στις τάξεις του γυμνασίου. Ορθά έπραξε η πολιτεία που δεν επηρεάστηκε από τα ανευθυνολογήματα των ψευτοουμανιστών και χάραξε και στο κεφάλαιο τούτο με γενναιότητα το σωστό δρόμο: η διδασκαλία, της αρχαίας ελληνικής γλώσσας αρχίζει από την A' Τάξη του δεύτερου (τριετή) κύκλου της Μέσης παιδείας (του «Λυκείου») και στο Γυμνάσιο τα αρχαία κείμενα διδάσκονται δόκιμες μεταφράσεις στη Δημοτική, για να δροσίζουν όλα τα Ελληνόπουλα το πνεύμα τους στις αστείρευτες πηγές του πολιτισμού μας, και να μην ευνοηθούν μόνα όσα θα προχωρήσουν στο Λύκειο.
Πώς όμως διδάσκεται ένας αρχαίος συγγραφέας από μετάφραση; Ιδού το πρόβλημα που σήμερα συγκινεί κάθε ευσυνείδητο εκπαιδευτικό και δικαίως απασχολεί ζωηρά τα διοικητικά στελέχη της μέσης παιδείας του κέντρου και της περιφέρειας. Πρόθεσή μου σε τούτο το σύντομο άρθρο να εκθέσω κι εγώ μερικές σκέψεις που μπορούν ίσως να βοηθήσουν στη λύση του.
Στην ανάπτυξη της γνώμης μου θα προϋποθέσω ότι ο φιλόλογος που έχει αναλάβει να διδάξει ένα αρχαίο κείμενο από μετάφραση, έχει απελευθερωθεί διανοητικά και συναισθηματικά από τη δεισιδαιμονία του «κλασικισμού». Δεν πιστεύει δηλαδή ότι ασεβεί απέναντι σε έναν κλασικό συγγραφέα, ότι προδίνει τα μεγαλουργήματά του, όταν τα προσφέρει στους εφήβους του σχολείου όχι στη γλώσσα, πού γράφτηκαν, αλλά σε μίαν άλλη κι ας είναι αυτή η άλλη η δική μας, η Νεοελληνική, που υπερήφανα υποστηρίζουμε ότι είναι η ζωντανή συνέχεια, η ιστορική απόληξη της αρχαίας στους χρόνους μας. Γνωρίζω ότι δυστυχώς υπάρχουν ακόμα στα σχολεία μας, όχι μόνο παλαιοί αλλά, και νέοι συνάδελφοι (ελπίζω, όχι πλέον πολλοί, όπως άλλοτε), καλοπροαίρετοι δίχως άλλο και πνευματικά έντιμοι, που δεν έχουν απαλλαγεί από αυτή την πλάνη. Δεν γράφω γι' αυτούς, ούτε θα επιχειρήσω τώρα να τους μεταπείσω• το ζήτημα είναι σοβαρό και η ανάπτυξή του θα απαιτούσε έκταση μεγάλη. Τη βοήθειά μας χρειάζονται οι άλλοι, που όχι μόνο πιστεύουν στην ανάγκη της «διδασκαλίας των Αρχαίων από μετάφραση», αλλά και αναγνωρίζουν τη μορφωτική τους αξία. Δεν είναι όμως παρασκευασμένοι (διδαγμένοι και γυμνασμένοι) από τα φοιτητικά τους χρόνια για ένα τέτοιο έργο και συχνά βρίσκονται σε αμηχανία πώς να το οργανώσουν για να είναι αποτελεσματικό. Τι θα πούμε σ' αυτούς; Να τους πούμε (εμείς οι πρεσβύτεροι που αγωνιστήκαμε, μέσα σε αντιδράσεις και απειλές προϊσταμένων, για να τα βγάλουμε πέρα), προτού αρχίσουν να συλλέγουν το διδακτικό υλικό και τα διδακτικά βοηθήματά τους, να σκεφτούν επίμονα τα εξής πράγματα:
Αν συμβουλεύω το φιλόλογο - εκπαιδευτικό, πριν αναζητήσει τη σωστή μέθοδο για τη διδασκαλία των Αρχαίων από μετάφραση, να σκεφτεί καλά απάνω στα τρία ερωτήματα, το κάνω (όπως καταλαβαίνει, ελπίζω ο αναγνώστης) επειδή έχω γνώμη ότι η μέθοδος είναι συνάρτηση της θέσης που θα πάρει απέναντί τους. Πιστεύει ή όχι στη σημασία που έχει για την αγωγή του ανθρώπου η Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, και πώς φαντάζεται αυτή τη σημασία; Μήπως, αντί να καταφύγουμε σε εκείνα τα γλωσσικά δυσπρόσιτα κείμενα, μπορούμε - στα παραγωγικά κεφάλαια της παιδείας μας - να τα αντικαταστήσουμε με «ομοειδή» νεότερα, που βρίσκονται κοντά μας και κατά τη γλωσσική μορφή και ως προς το ψυχοκοινωνικό κλίμα τους; Από την αρχή κιόλας η απάντησή μας πρέπει στο ερώτημα τούτο να είναι κατηγορηματική. Το ίδιο και στα επόμενα δύο. Διδάσκοντας τους Αρχαίους κλασικούς σε όλους ανεξάρτητα τους νέους (όχι μόνο σε εκείνους που προορίζονται για ανώτερους ή για ειδικού τύπου σπουδές) σε τι αποβλέπουμε; Να επιπλώσουμε τη μνήμη τους μερικές «εικόνες» ή «φράσεις», «στίχους» ή «σκελετούς ιδεών» για να παραστήσουν τον κλασικοθρεμμένο αρχαιογνώστη, ή προχωρώντας θα επιχειρήσουμε να οργώσουμε το έδαφος της ψυχής τους, να φωτίσουμε το πνεύμα τους, για να γνωρίσουν καλύτερα τον εαυτό τους και τη ζωή γύρω τους, να τους κάνουμε πιο στερεούς, πιο συνειδητούς, υπεύθυνους, «πιο ανθρώπους»;
Και τέλος: Θα τα βγάλει πέρα ο φιλόλογος σε ένα τόσο δύσκολο έργο, όπου έχει να αντιμετρηθεί με όλα τα είδη του λόγου: ποίηση, ιστορία, ρητορική, φιλοσοφία; Θα περνάει από πάνω τους βιαστικά και επιπόλαια ή θα αρτιώσει τον επιστημονικό του οπλισμό, θα κινητοποιήσει όλες τις ενδιάθετες ικανότητές του για να εισχωρεί στο βάθος των νοημάτων που θα διερευνά;
Για να διευκολύνω στις απαντήσεις τους τους νέους προπάντων φιλολόγους που δεν έχουν ζήσει την εκπαιδευτική ιστορία στα πρώτα χρόνια του αιώνα μας και να τους διαφυλάξω από την πλάνη ότι ο δημοτικισμός πολέμησε στα σχολεία την «πατροπαράδοτη» αρχαιογνωσία, θα παραθέσω τη ρητή τη δήλωση του Αλέξανδρου Δελμούζου, που πρώτος επιχείρησε στο «Σχολείο του Βόλου» (1908-1911) να διδάξει συστηματικά τους αρχαίους συγγραφείς από μετάφραση. Αν έλειπαν, γράφει, από το Σχολείο τα κλασικά κείμενα, δεν θα έλειπε μόνο η ασύγκριτη μορφωτική δύναμη του αρχαίου κόσμου, αλλά και η βάση για κάθε ανώτερη και βαθύτερη εθνική και ανθρωπιστική μόρφωση. Και είναι τόσο η εθνική, η εκπολιτιστική και δυναμογόνα σημασία του κόσμου αυτού, ώστε όλοι οι δημοτικιστές πλειοδοτούν στους ύμνους των κλασικιστών και το νομίζουν απαραίτητο και ο απόφοιτος ακόμη του Δημοτικού σχολείου κάτι δυνατό να αισθανθεί και να νιώσει από τη μεγάλη προγονική δημιουργία, πολύ περισσότερο ο απόφοιτος ενός αστικού σχολείου, και πιο πολύ όποιος θα φοιτήσει σε Γυμνάσιο»1. H γραμμή αυτή τηρείται έως σήμερα χωρίς παρέκκλιση από τούς οπαδούς του Εκπαιδευτικού Δημοτικισμού. «Η Αρχαία Ελληνική Γραμματεία» μπορεί κανείς να διαβάσει σε πρόσφατα δημοσιευμένο βιβλίο «κορυφαία στιγμή της πνευματικής Ιστορίας του ανθρώπου, και κληρονομιά μας εθνική να μην ήταν, πάλι θα έπρεπε να έχει μια από τις πρώτες θέσεις στον πίνακα των μορφωτικών αγαθών μας. Έτσι την αισθάνονταν και έτσι την ετίμησαν όλοι οι προχωρημένοι στον πολιτισμό λαοί. Και οι μεγάλοι συγγραφείς του κόσμου. Έργα σαν τα Ομηρικά έπη, τα αττικά δράματα, τις πραγματείες του Ιπποκράτη, την Ιστορία του Θουκυδίδη, τους Πλατωνικούς διαλόγους, τα μαθήματα του Αριστοτέλη, τους λόγους του Δημοσθένη - μια φορά μονάχα γέννησε το πνεύμα του ανθρώπου. Δεν ξαναγίνονται. Ό,τι και να σπουδάσουν οι νέοι μας - όχι μόνο φυσική ή φιλοσοφία, αλλά και βοτανική ή πολεοδομία - θα τα βρουν μπροστά τους. Οφείλει λοιπόν το Σχολείο να τους δώσει μια πρώτη γνωριμία με τούτους τους ακατάλυτους θησαυρούς»2.
Δε διαφωνήσαμε λοιπόν με τους ιδεολογικά διαφορετικά προσανατολισμένους συναδέλφους ως προς τη γενικότερη μορφωτική σημασία των κλασικών όσοι ανέκαθεν πιστέψαμε ότι πρέπει από νωρίς να πλησιάσουμε στη σημερινή, στη ζωντανή μορφή της γλώσσας μας. Όλοι μάλιστα οι εκπαιδευτικοί έχουμε συμφωνήσει στην παραδοχή ότι εκείνο που περιμένουμε από τη διδασκαλία των Αρχαίων κλασικών, δεν είναι απλώς η πρόσκτηση γνώσεων, αλλά η διεύρυνση του πνευματικού ορίζοντα των μαθητών μας, η εκλέπτυνση και το βάθεμα της σκέψης, ο εξευγενισμός της ψυχής τους. Σε αυτούς τους στόχους θα αποβλέψουμε και με αυτά τα μέτρα θα εκτιμήσουμε την επιτυχία της διδασκαλίας μας. Δεν ωφελεί να «πληροφορηθεί» ο μαθητής (με τη βοήθεια του βιβλίου ή τη δική μας) την υποδοχή του χαροκαμένου πατέρα του Έκτορα από τον μαινόμενο ακόμα για το χαμό του αγαπημένου του φίλου Αχιλλέα, ή τους διαλεκτικούς διαξιφισμούς των Αθηναίων και των Μήλιων στη συνάντηση που έχει σκηνοθετήσει ο Θουκυδίδης. Πρέπει οι σελίδες αυτές να εισβάλουν στην ψυχή του με όλη τη δύναμη και τη λάμψη του νοήματός τους (όπως και ένας σωκρατικός ορισμός στους πλατωνικούς διαλόγους) και να τη φωτίσουν: να τη μερέψουν, να την υψώσουν, να την αναπτερώσουν. Αφού κοινωνήσει τα «νοήματα» (τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τις διαθέσεις του κλασικού συγγραφέα), πρέπει ο νέος με παρόρμηση και με την ενθάρρυνση τη δική μας να μη μείνει ο ίδιος (αγροίκος, άξεστος, αμαθής και αδιάφορος, βίαιος και απειρόκαλος), αλλά να γίνει ένας άλλος άνθρωπος. Και για να φτάσουμε σ' αυτό το σκοπό, δεν θα αφήσουμε κανένα δρόμο απάτητο, όλους θα τους πορευτούμε - και της «ποίησης» τη λεωφόρο, και της «ιστορίας» το μονοπάτι, και τον ανήφορο της «φιλοσοφίας», «ποιητές» με τον ποιητή, «ιστορικοί» με τον ιστορικό, «φιλόσοφοι» με τον φιλόσοφο. Δύσκολη, πολύ δύσκολη και καταπονητική η «πρωτεϊκή» δουλειά μας. Αλλιώς όμως δεν γίνεται. Ο φιλόλογος θα ετοιμαστεί, θα ασκηθεί, θα κουραστεί, για να τα καταφέρει. Όσα μπορέσει, γιατί όλα δεν γίνονται, και με τις καλύτερες ακόμα προθέσεις μας.
Μα έχουμε τόσο καλές μεταφράσεις των κειμένων που μας αναθέτει το σχολικό πρόγραμμα να διδάξουμε; Υπάρχουν πραγματικά μεταφράσεις καμωμένες με γνώση και ευαισθησία, με ακρίβεια και σαφήνεια που «σώζουν» - στα μέτρα του δυνατού - το πνεύμα, την εκφραστική δύναμη τού πρωτότυπου; Ας μη παρασυρθούμε στη διένεξη που επιθυμούν όσοι αντιδρούν, προ πάντων ας μην μπούμε στις λεπτομέρειες και στην περιπτωσιολογία. Στο κεφάλαιο αυτό είμαστε πιο ευνοημένοι σήμερα από όσο ήταν οι συνάδελφοί μας το 1916. Και όμως ιδού με πόση σοφία θέτει το ζήτημα τα χρόνια εκείνα πάλι ένας πρωτοπόρος ο Αλέξανδρος Δελμούζος: «Έπειτα νομίζω» γράφει (στην ίδια μελέτη που αναφέρω παραπάνω) «ότι και τέλεια ακόμη αν δεν είναι μια μετάφραση, μπορεί να μας ανοίξει τον κόσμο του πρωτοτύπου και να μας δώσει πολλά, γιατί όσο και αν χαθεί η αρμονία του στίχου και οι ιδιαίτεροι πλουσιότατοι χρωματισμοί του, πάντα θα μας δώσει την τεχνική και ψυχολογημένη σύνθεση, τη δυνατή περιγραφή, την απλότητα, και τον πλούτο από τις ιδέες και τα συναισθήματα, τους ζωντανούς χαρακτήρες, κάποιαν δυνατή πνοή από τη μεγάλη τέχνη. Φυσικά, η διδασκαλία από μεταφράσεις θα είναι τόσο γονιμότερη όσο βαθύτερα ξέρει τους κλασικούς ο δάσκαλος. Γιατί έτσι εύκολα θα μπορεί να καταφεύγει στο πρωτότυπο, να συγκρίνει, να διορθώνει και να συμπληρώνει το μεταφραστή».
H σελίδα αυτή λέει πολλά, ας την ξαναδιαβάσει ο νέος φιλόλογος και θα αποφασίσει να πάρει στα σοβαρά την εργασία του. Και ας προσέξει τα δύο κύρια και καίρια σημεία της:
α. Ότι τα στοιχεία που πρέπει να αναδείχνει μια δόκιμη μετάφραση και που το έργο του κλασικού φιλολόγου είναι να τα ξεκαθαρίσει όσο μπορεί περισσότερο και να τα δώσει στην προσοχή και στην εκτίμηση, στο θαυμασμό και στην αγάπη των μαθητών του, είναι η τεχνική και η ψυχολογημένη σύνθεση, η δυνατή περιγραφή, η απλότητα, το βάθος και ο πλούτος ιδεών και συναισθημάτων, οι ζωντανοί χαρακτήρες. Είναι αυτονόητο ότι δάσκαλος και μαθητές κατά την επεξεργασία του κειμένου θα προσέξουν και θα υπογραμμίσουν τα λεγόμενα «πραγματολογικά» (βιογραφικά, ιστορικά, γεωγραφικά κτλ.) και «πολιτισμικά» (θεσμούς, ήθη, έθιμα κτλ.) στοιχεία. Φιλολογική όμως παρουσίαση, «ερμηνεία», σημαίνει πριν απ' όλα προβολή και ανάλυση του περιεχομένου και της μορφής του έργου και όσα ονομάζονται παραπάνω αποτελούν ακριβώς το περιεχόμενο και τη μορφή του. Ας τα σημειώσει λοιπόν στον «οδηγό» του ο δάσκαλος - ερμηνευτής και ας τα διατηρεί ζωηρά στον νου του όταν εκτελεί τη διδακτική του εργασία.
β. Ότι τόσο γονιμότερη, (ευστοχότερη, πληρέστερη, αποτελεσματικότερη) θα είναι η «διδασκαλία από μετάφραση» όσο βαθύτερα γνωρίζει τούς κλασικούς του ο δάσκαλος. Αλίμονο στον φιλόλογο - ερμηνευτή που δεν κατέχει το πρωτότυπο, δεν «παίζει στα δάχτυλα» τον αρχαίο συγγραφέα που θα διδάξει από μετάφραση. Ο μαθητής δεν είναι καθόλου ή δεν είναι ακόμα σε θέση να πλησιάσει το πρωτότυπο. Ο δάσκαλος όμως από αυτό θα ξεκινάει και διαρκώς σ' αυτό θα επιστρέφει όταν διδάσκει. Στη γλώσσα τους πρέπει ο Όμηρος και ο Σοφοκλής να «τραγουδούν» μέσα στην ψυχή του, στη γλώσσα τους επίσης να «ρητορεύουν» μέσα του ο Λυσίας και ο Ισοκράτης ή να «συζητούν» τα πρόσωπα των πλατωνικών διαλόγων. Τότε μόνο θα μπορεί (μεσολαβώντας νοερά) να βάζει τους κλασικούς να «μιλούν» με τους μαθητές του όχι στη δική τους, αλλά στη σημερινή μας γλώσσα.
Μια τρίτη παρατήρηση (που έχει ήδη διατυπωθεί από καινοτόμους παιδαγωγούς και κλασικούς φιλολόγους, ενδεικτικά αναφέρω τον Δελμούζο πάλι και τον Ι. Θ. Κακριδή) χρειάζεται, νομίζω, για να συμπληρωθεί η εικόνα. Ο αρχαίος συγγραφέας πρέπει με τη διδασκαλία μας μέσα τάξη να αναστηθεί, να ζωντανέψει, να γίνει «παρών». Και τούτο θα το επιτύχουμε άμα συσχετίσουμε τις ιδέες, τα συναισθήματα, τις διαθέσεις και τις κρίσεις του με τα ζωντανά στοιχεία του δικού μας κόσμου, του δικού μας εθνικού πολιτισμού: με τα παραμύθια, τις παροιμίες, τα τραγούδια του λαού μας, με τις αντιλήψεις, τα ήθη και τους θεσμούς της κοινωνίας μας, τις αρετές, τα ελαττώματα του εθνικού μας χαρακτήρα. Έτσι θα γνωρίσουμε καλύτερα τούς αρχαίους κλασικούς μέσα από τον εαυτό μας, και τον εαυτό μας μέσα από εκείνους. Όχι κατεβάζοντας τους στα μέτρα μας, αλλά ανεβαίνοντας εμείς στα δικά τους.
Ας προσέξουμε όμως μην πέσουμε εδώ σε μια παγίδα, γνωστή από το πάθημα παλαιότερων συναδέλφων μας: στην αλαζονεία, και στη μεγαλοστομία αυτοπροβολής («Είμαστε οι απευθείας απόγονοι, οι μόνοι νόμιμοι κληρονόμοι εκείνων και έχουμε δικαιώματα στη δόξα τους»,…). Όταν μιλούμε στο σχολείο για τους ευκλεείς προγόνους, να μιλούμε σεμνά και με ταπεινοφροσύνη, όχι με τον στόμφο της πατραγαθίας. Οι μεγάλοι συγγραφείς τιμούν όχι τούτον ή εκείνο τον λαό, αλλά την ανθρωπότητα ολόκληρη. Όσοι διεκδικούν το προνόμιο της προτεραιότητας για τούτον ή εκείνο τον ισχυρό έστω λόγο, ας ξέρουν (και να το λέμε αυτό στους μαθητές μας) ότι η μεγάλη κληρονομιά είναι βάρος στους ώμους, όχι έπαρση στις κεφαλές των ευσυνείδητων ανθρώπων.
Και η μέθοδος της διδασκαλίας των Αρχαίων μετάφραση; Μιλήσαμε για το «Τι», δεν θα πούμε τίποτα για το «πώς»;
Το έργο τούτο αυτός που υπογράφει το άρθρο θα το αφήσει σε άλλους για πολλούς λόγους, και κυρίως γιατί πιστεύει μίαν ανορθόδοξη θεωρία: ότι το μάθημα, το οποιαδήποτε μάθημα, ιδίως όμως το φιλολογικό, είναι η πνευματική δημιουργία πού δεν σχεδιάζεται από πριν ούτε εκτελείται μηχανικά με διαγράμματα και τυπικές οδηγίες. Όπου η κάθε δημιουργική πράξη είναι απόρροια έμπνευσης και προϋποθέτει σε εκείνον που θα τις επιχειρήσει, εκτός από την ενημερότητα του επιστήμονα και την οξυδέρκεια του ψυχολόγου (αφού απευθύνεται σε νέους) ενθουσιασμό και φαντασία, ιδιότητες δηλαδή που δεν «προγραμματίζονται». Στο θέμα λοιπόν της «τεχνικής» του μαθήματος οι ενδιαφερόμενοι ας συμβουλευτούν άλλους. Ένα μόνο έχω εγώ να τους συστήσω: να προσπαθούν όταν διδάσκουν τους μεγάλους Κλασικούς να έχουν στα θρανία όχι παθητικούς ακροατές, αλλά δραστήριους συνεργάτες, και ένας τρόπος υπάρχει να τους αποκτήσουν: κατά τη διδασκαλία τους να μη μονολογούν, αλλά να διαλέγονται με τους μαθητές τους. H Αρχαία Γραμματεία έχει η ίδια επεξεργαστεί το «όργανο» για την προσπέλαση του πνεύματος από το πνεύμα, και αυτό είναι ο διάλογος.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ