(19/06/2021)
Είναι γνωστός ο ορολογικός πληθωρισμός που μαστίζει τις φιλολογικές επιστήμες, εάν, μάλιστα, λάβουμε υπόψη μας και την αλματώδη εξέλιξη που γνώρισαν κάποιες από αυτές μέσα σε διαφορετικές ‘σχολές σκέψης’. Σύγχυση στην ορολογία, ασάφειες ή/και επικαλύψεις δεν λείπουν από σχετικά πανεπιστημιακά συγγράμματα.
Έρχομαι κατευθείαν στο ζητούμενο: στις πανελλαδικές εξετάσεις η λογοτεχνία συνεξετάζεται ως ‘φτωχός συγγενής’ της γλώσσας. Μόλις το 2019, το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής έθεσε σε κυκλοφορία για την Γ’ Τάξη Γενικού Λυκείου «Φάκελο Εκπαιδευτικού» (εφεξής: ΦΕ) με διάφορες «Διδακτικές προτάσεις» σχετικά με ποικίλα κείμενα, όχι μόνον αμιγώς γλωσσικά / μονοτροπικά αλλά και πολυτροπικά (σε συνδυασμό δηλαδή με εικόνα, μουσική κτλ., που αντλούνται από το διαδίκτυο). Βασικός σκοπός της κυκλοφορίας του ΦΕ, όπως ρητά αναφέρεται στο τέλος του «εισαγωγικού σημειώματος», είναι να αρθούν «αντιφάσεις που δυσκόλεψαν» έως τώρα τόσο τους εκπαιδευτικούς όσο και, πολύ περισσότερο, τους μαθητές.
Για την καλύτερη επίτευξη αυτού του σκοπού περιλαμβάνεται στο τέλος «γλωσσάρι όρων», πρώτα «για το μάθημα της νεοελληνικής γλώσσας (εφεξής: ΓλΝΓ)» και έπειτα «για το μάθημα της λογοτεχνίας (εφεξής: ΓλΛ)».
Ο όρος ‘κειμενικοί δείκτες’ επεξηγείται αποκλειστικά στο ΓλΛ:
«Κειμενικοί Δείκτες. Είναι τα μορφικά στοιχεία του κειμένου που συνιστούν το εξωτερικό περίβλημα [;] αλλά και το σκελετό του [;]. Περιλαμβάνουν το λογοτεχνικό γένος/είδος, τις γλωσσικές επιλογές [τα ερωτηματικά και η έντονη γραφή, δικά μου], τους αφηγηματικούς τρόπους, τις αφηγηματικές τεχνικές, τη δομή, την πλοκή, τους χαρακτήρες κ.ά. Η συνδυαστική ερμηνεία των κειμενικών δεικτών μάς βοηθά να διερευνήσουμε τις ανταποκρίσεις μας στο κείμενο και να του αποδώσουμε νόημα.»
Τον όρο ‘κειμενικοί δείκτες’ συναντούμε, όμως, και στα γλωσσικά χαρακτηριστικά του ‘κειμενικού είδους’ της περιγραφής, και μάλιστα ως υποπερίπτωση των λεγόμενων ‘διαρθρωτικών λέξεων/φράσεων’. Στη «γλώσσα της περιγραφής», λοιπόν, εκτός από ρήματα, επίθετα κτλ. χρησιμοποιούνται (κατά το ΓλΛ) και:
«συνδετικές/διαρθρωτικές λέξεις/φράσεις: κειμενικοί δείκτες, επιρρηματικοί προσδιορισμοί που δηλώνουν τον χώρο (πάνω, κάτω, μπροστά, πίσω, αριστερά, δεξιά κ.λπ.)».
Σημειώνω, παρενθετικά, ότι ο καθιερωμένος γλωσσολογικός όρος ‘κειμενικοί δείκτες’ (αγγλιστί ‘discourse signals’ ή ‘d. markers’ -ιταλιστί ‘segnali discorsivi’) δεν αναφέρεται σε (περι)κειμενικά ή ειδολογικά χαρακτηριστικά αλλά σε ποικίλου είδους εκφράσεις που σηματοδοτούν και οριοθετούν την εσωτερική οργάνωση και ανάπτυξη ενός κειμένου (ή ενός συνεχούς λόγου, που μπορεί να είναι και διάλογος ή συνομιλία). Μ’ άλλα λόγια, ο όρος ‘κειμενικός δείκτης’ σχετίζεται περισσότερο με ό,τι παραδοσιακά ονομάζεται ‘διαρθρωτικές λέξεις και εκφράσεις’, όπως και με τους όρους που αφορούν τη συνοχή και τη συνεκτικότητα / νοηματική αλληλουχία ενός κειμένου και όχι με το λογοτεχνικό είδος, τις αφηγηματικές τεχνικές, τους χαρακτήρες κτλ., όπως ορίζεται πιο πάνω.
Είδαμε ότι στον ορισμό του ΓλΛ για τους κειμενικούς δείκτες συμπεριλαμβάνονται και οι ‘γλωσσικές επιλογές’, οι οποίες, όμως, ως κάτι το διαφορετικό, επεξηγούνται χωριστά (τόσο στο ΓλΝΓ όσο και στο ΓλΓ, με ελάχιστες φραστικές παραλλαγές). Παραθέτω:
«Γλωσσικές επιλογές / εκφραστικά μέσα: Οι γλωσσικές επιλογές του/της συγγραφέα αφορούν: α) την επιλογή του λεξιλογίου (ως γλωσσική ιδιοτυπία, ιδίωμα ή διάλεκτο του αφηγητή και ως ιδιόλεκτο των ηρώων)· β) τους γραμματικούς χρόνους, τις εγκλίσεις και τα ρηματικά πρόσωπα [ ]· γ) τη στίξη [ ]· δ) τα σχήματα λόγου, δηλαδή τις ιδιορρυθμίες του λόγου που αφορούν τη θέση των λέξεων και φράσεων στη σειρά του λόγου (σχήμα κύκλου, ασύνδετο/πολυσύνδετο, υπερβατό κ.ά.) και τη σημασία με την οποία χρησιμοποιείται μια λέξη ή φράση σε μια συγκεκριμένη περίπτωση (μεταφορά, παρομοίωση, αντίθεση κ.ά.). Όλες οι γλωσσικές επιλογές συνδέονται λειτουργικά με το νόημα και το ύφος του έργου.
Πάμε, τώρα, στα ζητούμενα του θέματος που δόθηκε στους μαθητές στο μάθημα «Νεοελληνική γλώσσα και λογοτεχνία» στις 14.6.2021.
Στο Β.3, προκειμένου να ερμηνευθεί «η πρόθεση της συντάκτριας του Κειμένου 1», ζητήθηκε από τους μαθητές να αναφέρουν «τρεις (3) διαφορετικές γλωσσικές επιλογές με τις οποίες επιτυγχάνει τον στόχο της, παραθέτοντας τα αντίστοιχα χωρία» και να εξηγήσουν «τη λειτουργία της καθεμιάς από αυτές στο κείμενο». Κατά την Ομοσπονδία Εκπαιδευτικών Φροντιστών Ελλάδος, σε μιαν επαρκή ενδεικτική απάντηση μπορούν να συμπεριλαμβάνονται οι εξής γλωσσικές επιλογές: «η συντάκτρια χρησιμοποιεί (1) α΄ πληθυντικό ρηματικό πρόσωπο στο συγκεκριμένο απόσπασμα [ ] προκειμένου να προσδώσει συλλογικότητα στο κείμενό της και να δείξει πως η ανάγκη να οραματιστούμε το μέλλον δεν αποτελεί ζητούμενο μόνο για τον αναγνώστη αλλά και για την ίδια· (2) εκτεταμένη χρήση μεταφορών με την οποία προσδίδει συναισθηματική φόρτιση στα λεγόμενά της και αισθητική απόλαυση στο δέκτη· (3) ρητορικό ερώτημα στο τέλος της παραγράφου μέσω του οποίου φανερώνεται η επιθυμία της συντάκτριας να οδηγήσει τον δέκτη σε συναισθηματική διέγερση, προκειμένου να εμπλακεί και ο ίδιος στα γραφόμενά της και με αυτόν τον τρόπο να οδηγηθεί σε κοινό συμπέρασμα με εκείνη».
Στο «Γ1» ζητήθηκε από τους μαθητές, σε ένα δεκαοκτάστιχο ποίημα, όπως είναι είναι το ποίημα «Στον Σείριο» του Νίκου Γκάτσου, να «αξιοποιήσουν» στην απάντησή τους «τρεις (3) διαφορετικούς κειμενικούς δείκτες του ποιήματος». Κατά την ΟΕΦΕ, σε μιαν επαρκή ενδεικτική απάντηση μπορούν να συμπεριλαμβάνονται οι εξής κειμενικοί δείκτες: «(1) ένα σχήμα λόγου, όπως είναι η αντίθεση, με την οποία τονίζεται με παραστατικό τρόπο η αλλαγή διάθεσης των παιδιών· (2) η χρήση του ευθέος λόγου στα λόγια του δασκάλου· (3) η χρήση του γ’ ρηματικού προσώπου «δάκρυσαν», «βάλαν», με την οποία (4) ο παντογνώστης αφηγητής παρουσιάζει με αντικειμενικότητα τη συναισθηματική αλλαγή των παιδιών στο άκουσμα των επίγειων συνθηκών».
Σε ένα ποιητικό κείμενο με συνειρμική νοηματική αλληλουχία, η δομή του οποίου οργανώνεται με βάση τον συνδυασμό του κυκλικού σχήματος με μιαν αντίθεση, δεν είναι νοητό να ζητείται η παρουσία δεικτών εσωτερικής οργάνωσης και νοηματικής μετάβασης από ενότητα σε ενότητα, ό,τι δηλαδή κυρίως εξυπηρετούν οι κειμενικοί δείκτες σε επιχειρηματολογικά και άλλου είδους κείμενα. Επομένως, στην ουσία, καταφεύγουμε πάλι σε γλωσσικές επιλογές, όπως γίνεται και στην ενδεικτική απάντηση της ΟΕΦΕ. Μόνο που σ’ αυτές τις επιλογές, συμπεριλαμβάνεται (ως επιπλέον ‘κειμενικός δείκτης’) και ο παντογνώστης αφηγητής, προκειμένου, όμως, για ένα ποιητικό / μη αφηγηματικό κείμενο μόλις 18 στίχων!
Τα ερωτήματα που τίθενται, είναι μοιραία τα εξής: α) έχουν, άραγε, αρθεί οι «αντιφάσεις που δυσκόλευαν» έως τώρα τόσο τους εκπαιδευτικούς όσο και, πολύ περισσότερο, τους μαθητές; β) εάν όχι, πού θα στηριχθούν οι συνάδελφοι βαθμολογητές, προκειμένου ν’ αξιολογήσουν με ενιαία και αντικειμενική βάση τα γραπτά των μαθητών, σε μιαν εξέταση από την οποία κρίνεται το ακαδημαϊκό και επαγγελματικό τους μέλλον;
του Θανάση Νάκα, Ομ. Καθηγητή Γλωσσολογίας Ε.Κ.Π.Α.