[10/11/2024]
"Κι εγώ δεν είμαι η Κοκκινοσκουφίτσα": Ένα σημείωμα για την "Κρεατόπιτα" της Αγγελικής Δαρλάση
Της Νατάσας Μερκούρη
Ένα μαμαδίστικο κίτρινο τάπερ, τετράγωνο, μετρίως βαθύ, στο κέντρο της σκηνής αναμένει να καθήσει το κοινό στις δύο πλευρές του βαγονιού. Παρασυρμένοι/-ες από τον τίτλο, υποθέτουμε πως περιέχει κομμάτια κρεατόπιτας. Αντιλαμβανόμαστε ότι θα γίνουμε συνταξιδιώτες, αλλά δεν ξέρουμε τίνος, ποιου δρομολογίου και με ποιον προορισμό.
Το κοινό είναι έτοιμο να παρακολουθήσει την παράσταση Η κρεατόπιτα, στο Τρένο στο Ρουφ, σε κείμενο και σκηνοθεσία της Αγγελικής Δαρλάση, και πρωταγωνίστριες τη Φανή Γέμτου και τη μουσική του Χρήστου Αλεξόπουλου.
Μια μητέρα, ταλαιπωρημένη από την πολύωρη εργασία, τη δυσβάσταχτη ακρίβεια, άλλη μια διαδήλωση, επιστρέφει στο σπίτι της, στον μικρόκοσμό της. Που κι αυτός γίνεται πνιγηρός: αύξηση ενοικίου, έξωση, συγκατοικήσεις, χρονομισθώσεις. Ένα καθημερινό αδιέξοδο. Η έφηβη κόρη της, όμως, λείπει. Η ανησυχία και οι φόβοι της είναι το κίνητρο να την αναζητήσει στην πόλη. Αναγκάζεται να ξεφύγει από την τετριμμένα ασφαλή διαδρομή σπίτι-δουλειά-σπίτι και να περιδιαβεί την πόλη, με ένα τάπερ κρεατόπιτα αγκαλιά. Δεν είναι σωστό να μπει σε ξένα σπίτια μ’ άδεια χέρια. Ούτε να βγει σ’ άγνωστους δρόμους χωρίς την πυξίδα που παρασκεύασε η ίδια, με αγάπη και την έγνοια να τραφείς με κάτι που θα σε «κρατήσει».
Οι στάσεις είναι πολλές. Καθεμιά κι ένας κόσμος. Σε κάθε στάση μαθαίνει και κάτι ακόμα για την κόρη της, από εκείνα που της ήταν άγνωστα. Σαν τη γνωρίζει από την αρχή ή σαν να θυμάται λίγο λίγο όσα είχε ξεχάσει για την έφηβη κόρη και την κάποτε έφηβη μητέρα.
Στη διαδήλωση, νιώθει 25άρα μεσήλικας. Στο σπίτι του φίλου της κόρης, την ακινητοποιεί η κοινωνική ανισότητα. Στον σκοτεινό δρόμο συναντάει την οργή. Στο σπίτι των προσφύγων, τη «χαστουκίζει» ο αγώνας για την επιβίωση, η δική της προνομιούχα θέση. Στο κοινωνικό κέντρο, η δική της πείνα για φαγητό, η δική της πείνα για κατανάλωση, τα κλειστά μάτια στην παγκόσμια κοινωνική αδικία. Η γνωριμία με την οικογενειακή βία και τον βίαιο καταναγκασμό ενός εκπαιδευτικού συστήματος, που αφαιρεί, τελικά, την προσωπική επιλογή.
Από στενό σε στενό, η βία απλώνεται στον δρόμο, όχι πίσω από κλειστά παράθυρα: απαγόρευση κυκλοφορίας, θύμα σωματεμπορίας ζητά βοήθεια. Η γυναίκα κλείνει τα μάτια. «Άνοιξε τα μάτια σου. Άνοιξέ τα. Μην κλείνεις τα μάτια. Άνοιξέ τα!»
Κι ενώ η ερώτηση-ρεφρέν είναι «Από πού ξέρει το παιδί μου αυτούς τους ανθρώπους;», στην επόμενη στάση, στο κλαμπ, πάνω σε ένα φιλί από έναν άγνωστο η αναζήτηση αναδιπλώνεται, κάνει αναστροφή και κορυφώνεται. Η γυναίκα αφήνει για λίγο το τάπερ, αφήνεται στο κλίμα της διασκέδασης, αλλά... η σωματική της ανάγκη την προσγειώνει. Μαζί με έναν αιφνιδιαστικό, βίαιο, εντελώς αναιτιολόγητο σωματικό έλεγχο.
Στο πυκνό σκοτάδι, συναντά τη σωματική βία, τον βιασμό, τον ξυλοδαρμό και μια δολοφονία από την αστυνομία. Το δικό της σπίτι; Τελικά, υπάλληλη έννοια, όχι βέβαια αμελητέα.
Μέσα σε μια ομοβροντία βίας, ένα άδειο, μαγαρισμένο τάπερ στα χέρια και το σάλι της γιαγιάς στους ώμους, ένα πλεχτό-φυλαχτό, την οδηγούν στο σπίτι. Τίποτα δεν θα είναι ίδιο, γιατί και άνοιξε τα μάτια στον κόσμο και έστρεψε το βλέμμα προς τα μέσα. Με ένα άλμα, η μητέρα-γυναίκα αναμετρήθηκε με όλα εκείνα από τα οποία απέστρεφε το βλέμμα. Θα συνεχίσει με γενναιότητα, όχι χωρίς φόβο, αλλά με θάρρος, χωρίς αίσθημα ματαιότητας, σε έναν κόσμο που θα παρέμενε ο ίδιος αν εκείνη δεν έβγαινε έξω.
Ως θεατές, αναγνωρίσαμε οικείες -χωροχρονικά- συνθήκες, είτε προσωπικές είτε κοινωνικές. Η αοριστία του τόπου, όμως, δίνει στο κείμενο ευρύτητα, «χώρο» να διαβαστεί οπουδήποτε στον δυτικό κόσμο, οπουδήποτε η βία σε κάθε της μορφή είναι ο κάποτε ανομολόγητος συμπρωταγωνιστής, οπουδήποτε οι άνθρωποι αποφασίζουν να μιλούν.
Ουσιαστικά, θεατρικός μονόλογος. Οι διάλογοι εκφωνούνται από ένα πρόσωπο μόνο και λειτουργούν ως στοιχείο πλοκής. Μια απάντηση, μια βρισιά, μια ερώτηση σπρώχνουν τη γυναίκα στην αναζήτηση. Η αλλαγή, όμως, συντελείται εσωτερικά, είναι πρωτίστως προσωπική υπόθεση, ένας εσωτερικός μονόλογος, που εσωτερικεύει όλους τους διαλόγους, όλες τις συναντήσεις. Είναι μια πορεία εξομολόγησης, που η Αγγ. Δαρλάση επιλέγει να μοιραστεί.
Η προσωπική αλλαγή είναι απαραίτητη για να συντελεστεί, ή έστω να ξεκινήσει, η κοινωνική αλλαγή; Μας αφορά όλους και όλες; Εξαρτάται αν τολμάμε να βγούμε έξω ή αν ψιθυρίζουμε σαν το ζευγάρι του Γ. Σεφέρη στην «Τελευταία μέρα» «Βαρέθηκα το δειλινό, πάμε στο σπίτι μας / πάμε στο σπίτι μας ν’ ανάψουμε το φως». Με δυο λόγια, η Κρεατόπιτα της Αγγελικής Δαρλάση είναι ένα έργο πολιτικό.
Η Φανή Γέμτου, με την ερμηνεία της, ισορρόπησε το λυρικό στοιχείο της προσωπικής αγωνιώδους ματιάς της πρωταγωνίστριας με το πολιτικό στοιχείο του έργου, τη σκληρότητα των συνθηκών, τις αλήθειες που δεν κρύβονται. Η μουσική σύνθεση του Χρήστου Αλεξόπουλου αλλά και η ηχητική επιμέλεια ήταν η άλλη πρωταγωνίστρια της παράστασης. Μέσα στο βαγόνι δεν ακροώμασταν τους ήχους, ήμαστε μέσα τους. Μας περιέβαλαν σαν «ένδυμα» ταξιδίου, που προσαρμοζόταν σε κάθε στάση. Σαν το απόλυτα λιτό σκηνικό και το double face κοστούμι από τον Κωνσταντίνο Ζαμάνη, που ξεδίπλωνε τον μέσα κόσμο έξω. Μαζί με τους φωτισμούς της Μελίνας Μάσχα, ο χώρος του βαγονιού μεταμορφωνόταν σε τόπο δράσης, σύγκρουσης, μοναξιάς κι αναστοχασμού.
Το παράδοξο με αυτή την παράσταση είναι ότι μπαίνεις σε ένα βαγόνι, δεν έχεις κινηθεί ούτε εκατοστό, αλλά βγαίνεις σε μιαν άλλη πραγματικότητα.
Το βιβλίο κυκλοφορεί από την Κάπα Εκδοτική.
Εισιτήρια για την παράσταση (από 2/11/2024, κάθε Σάββατο και Κυριακή) στο more.com.