ShareThis
Η Javascript πρέπει να είναι ενεργοποιημένη για να συνεχίσετε!

Λογοτεχνική Νέα Παιδεία

Λίγα λόγια για την οικοκριτική
Μόνο σε ψηφιακή μορφήΛογοτεχνικές γραφές: Δοκίμιο
pic

[17/11/2021]

Η οικοκριτική (ή πράσινες σπουδές) είναι μια σχετικά νεότερη τάση στην προσέγγιση των λογοτεχνικών κειμένων, που έρχεται να προστεθεί στη χορεία των προσεγγίσεων που εκκινούν από ένα πολιτικό ενδιαφέρον –στη συγκεκριμένη περίπτωση τον περιβαλλοντισμό–, πλάι στη φεμινιστική, την κουίρ και την μετα-αποικιακή κριτική μεταξύ άλλων. Πρόκειται στην πράξη για μια ιδεολογική ανάγνωση των κειμένων, που αναγνωρίζει τη σημασία της λογοτεχνίας στη δημιουργία, προώθηση ή υπονόμευση των κυρίαρχων αναπαραστάσεων σε ό,τι αφορά το φυσικό περιβάλλον και τη σχέση μας με αυτό. Όπως οι προσεγγίσεις που προαναφέρθηκαν, μελετά με κριτική διάθεση και καινοτόμα οπτική έργα του λογοτεχνικού κανόνα, αλλά αναδεικνύει παράλληλα και μια παράδοση κειμένων που είναι εγγύτερα στις ιδεολογικές της θέσεις – στη συγκεκριμένη περίπτωση, κείμενα τα οποία γονιμοποίησαν παλαιότερα ή συμπορεύονται σήμερα με τη νεότερη οικολογική ευαισθησία. 

Πρόκειται για μια ευρεία και εκλεκτικιστική τάση που υπηρετεί τα περιβαλλοντικά ενδιαφέροντά της αξιοποιώντας ένα μεγάλο φάσμα προσεγγίσεων και εργαλείων, από τις τεχνικές της εκ του σύνεγγυς ανάγνωσης μέχρι τις θεωρητικές διοράσεις και αναγνωστικές μεθόδους του μεταδομισμού, της αποδόμησης, της ψυχαναλυτικής κριτικής και του νέου ιστορικισμού, μεταξύ άλλων, ή μέσα από τη διασταύρωσή της με τα ενδιαφέροντα της φεμινιστικής ή της μετα-αποικιακής κριτικής. Παράλληλα βρίσκεται σε διάλογο με πεδία όπως η περιβαλλοντική και κοινωνική ιστορία,  η βιολογία και η ιστορία των βιολογικών θεωριών, η γεωγραφία, η ανθρωπολογία, η φιλοσοφία, η θρησκειολογία. Στο πλαίσιο της οικοκριτικής μπορεί επίσης να χρησιμοποιούνται έννοιες που αντλούνται από τον χώρο της οικολογίας, όπως η συμβίωση, το οικοσύστημα, η ενέργεια, η ανακύκλωση, κ.ά., προκειμένου να συζητηθούν λογοτεχνικά ζητήματα. Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι, πλάι στις αναλυτικές μελέτες, στο χώρο της οικοκριτικής υπάρχουν και κείμενα με μια λυρική ή αφηγηματική διάσταση, περισσότερο υμνητικά και λιγότερο κριτικά απέναντι στα έργα που επιδιώκουν να αναδείξουν.     

Η οικοκριτική αναδείχθηκε ως διακριτή τάση στις λογοτεχνικές σπουδές αρχίζοντας με την ίδρυση στις Η.Π.Α. της Association for the Study of Literature and Environment (ASLE) το 1992, και του περιοδικού της, Interdisciplinary Studies in Literature and Environment (ISLE), το 1993, καθώς και την έκδοση της ανθολογίας των Cheryll Glotfelty και Harold Fromm, The Ecocriticism Reader: Landmarks in Literary Ecology, το 1996. Η Cheryll Glotfelty αναγνωρίζεται γενικότερα ως μια από τις ιδρυτικές μορφές του πεδίου, ενώ στον ιστοχώρο της ASLE μπορεί κανείς να βρει πλούσιο και κατατοπιστικό υλικό αρχείου για την ανάπτυξη του πεδίου μεταξύ 1994-2009. Ο όρος οικοκριτική είχε χρησιμοποιηθεί σποραδικά ήδη από τη δεκαετία του 1970, ενώ σημαντική είναι την ίδια περίοδο η μελέτη του Raymond Williams, The Country and the City (1973), στην οποία ο συγγραφέας συζητά τους στόχους που εξυπηρέτησαν οι ιδεολογικές κατασκευές της υπαίθρου –συχνά ως ειδυλλιακής και άχρονης– σε αντιπαράθεση με την πόλη, στη λογοτεχνία.   

Στην πράξη, η οικοκριτική ανταποκρίνεται στη σύγχρονη περιβαλλοντική κρίση που γίνεται όλο και δυσκολότερο να αγνοήσουμε και η οποία μας φέρνει αντιμέτωπους με την ανάγκη, αρχικά, να συνειδητοποιήσουμε και, στη συνέχεια, να επαναπροσδιορίσουμε τις σχέσεις του ανθρώπου με το μη ανθρώπινο περιβάλλον, αλλά εντέλει και την ίδια την έννοια του περιβάλλοντος σε μια απόπειρα κατάλυσης του ιεραρχικού διπόλου άνθρωπος/φύση. Η μελέτη των αναπαραστάσεων και λειτουργιών της φύσης στα λογοτεχνικά έργα –συχνά ως σκηνικού, μεταφοράς ή συμβόλου, σπανιότερα ως φορέα δράσης– επιτρέπει να κατανοήσουμε την έκταση και τις μορφές του ανθρωποκεντρισμού και, με παράλληλες αναφορές στην περιβαλλοντική και κοινωνική ιστορία, τη φιλοσοφία ή τη θρησκειολογία, αναδεικνύει τους τρόπους με τους οποίους οι ποικίλες ιδεολογικές χρήσεις της φύσης συχνά υποστήριξαν την κατάχρησή της. Ιστορικοποιώντας την έννοια της φύσης όπως αυτή απαντά στα λογοτεχνικά κείμενα, οι οικοκριτικές μελέτες βοηθούν να κατανοήσουμε το πώς η αλληλεπίδραση των ανθρώπων με το φυσικό περιβάλλον διαμεσολαβείται από τις φιλοσοφικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις, τον βαθμό διάδοσης των επιστημονικών γνώσεων, τους πολιτικούς ή εθνικούς στόχους, το φύλο, την κοινωνική τάξη, τη γεωγραφική περιοχή. Παράλληλα, μια τέτοια προσέγγιση επιτρέπει να διερευνήσει κανείς και τη σχέση του ανθρώπου με εκείνες τις πλευρές του εαυτού που τις αντιλαμβάνεται και τις προβάλει ως ζωώδεις, μια σχέση συχνά δύσκολη και αντιφατική που αντικατοπτρίζει άλλωστε, όσο και επηρεάζει, και τη σχέση με τη φύση έξω από τον ίδιο. Σ’ αυτό το πλαίσιο άλλωστε μπορεί να συζητηθεί και η παραδοσιακή σύνδεση του γυναικείου φύλου με τη φύση. Από την άλλη πλευρά, η συζήτηση λογοτεχνικών έργων που διερευνούν ακριβώς τους όρους και την πολυπλοκότητα της συνύπαρξης του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον ή προωθούν μια αντίληψη αρμονικής συμβίωσης μεταξύ τους ή αναδεικνύουν –συχνά σε δυστοπικά ή μετα-αποκαλυπτικά οράματα– τους κινδύνους από την εμμονή στην καταστροφική κυριαρχία του ανθρώπου επάνω στο φυσικό περιβάλλον, επιτρέπει την ανάδειξη ενός οικολογικά πιο ευαίσθητου και ενήμερου στοχασμού για το φυσικό περιβάλλον, αλλά κάποτε και την κατάδειξη της γενεαλογίας του. Στρεφόμενη στην επικράτεια της μεταφοράς και του συμβόλου που είναι η λογοτεχνία, η οικοκριτική επιδιώκει με αυτούς και πολλούς άλλους τρόπους να επιφέρει μια θετική αλλαγή στην αντιμετώπιση του κυριολεκτικού περιβάλλοντος, που το είδος μας καταστρέφει με αξιοσημείωτη ταχύτητα και αποτελεσματικότητα.

Αναστασία Νάτσινα, Επίκουρη Καθηγήτρια, Τμήμα Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης

 

 

 


Συντάκτες

Ενημερωτικό δελτίο