ShareThis
Η Javascript πρέπει να είναι ενεργοποιημένη για να συνεχίσετε!

Λογοτεχνική Νέα Παιδεία

Η πορεία των αόπλων. Μια αφήγηση επιστροφής και μνήμης
pic

[28/12/2021]

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, Το χιόνι των Αγράφων

Μυθιστόρημα, Κίχλη, 2021

 

Η πορεία των αόπλων. Μια αφήγηση επιστροφής και μνήμης

Τα θεμέλιά μου στα βουνά

και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στους ώμους τους

και πάνω τους η μνήμη καίει

άκαυτη βάτος

Οδυσσέας Ελύτης, Το Άξιον Εστί, Ε’ Τα πάθη (1959)

Λοιπόν, άλλο ένα βιβλίο για τον ελληνικό Εμφύλιο. Και μάλιστα από έναν συγγραφέα γεννημένο το 1970, που ήδη έχει αφήσει έκτυπο το συγγραφικό του αποτύπωμα. Μήπως όλη αυτή η «ιστοριολατρία» είναι το βολικό άλλοθι μιας μυθοπλαστικής ένδειας; Η «σιγουριά» και η «εγγύηση» μιας εκδοτικής απόπειρας; Ο επιδιωκόμενος «θόρυβος» ένθεν κι ένθεν του ιδεολογικού εκκρεμούς; Η φιλοδοξία να προστεθεί άλλο ένα βιβλίο στον όγκο της λογοτεχνικής παραγωγής για τον Εμφύλιο; Ενστάσεις και απορίες καλοπροαίρετες.

Η συγγραφική υποκειμενικότητα του Χατζημωυσιάδη δεν επιδιώκει τίποτα από αυτά. Επιλέγοντας συνειδητά την ευθεία αναφορά και επεξεργασία του ίδιου του ιστορικού γεγονότος, ενδιαφέρεται μονάχα, εβδομήντα δύο χρόνια μετά το τέλος του Εμφυλίου, να αφηγηθεί τις ιστορίες ανθρώπων που βρέθηκαν σαν τον Ιησού τη νύχτα της Γεθσημανή παραδομένοι στις πληγές μιας από τα μέσα προδοσίας, μιας πολιτικής δολοπλοκίας, μιας ακατανόητης πορείας προς τον θάνατο, βορά στις μυλόπετρες μιας τυφλής κομματικής γραφειοκρατίας. Ένα βιβλίο το οποίο, αν διαβαστεί υπό το πρίσμα της ηθικής της ανάγνωσης, μπορεί να ανακατασκευάσει στο μυαλό του αναγνώστη την εικόνα του Εμφυλίου, μέσα από την προοπτική των μικροϊστοριών, της «Ιστορίας από τα κάτω», την προσφορότερη τεχνική, προκειμένου να αποδοθεί πληρέστερα το στίγμα της παθολογίας ή του παραλογισμού μιας ολόκληρης εποχής, με την ανακατασκευή του ιστού των αόρατων πτυχών της ιστορίας. Ο Χατζημωυσιάδης στο σπονδυλωτό αυτό μυθιστόρημα απομονώνει ορισμένα μυθοπλαστικά πρόσωπα για να φωτίσει τη βιογραφία τους, τις απόψεις τους, τα συναισθήματά τους, μετατρέποντας τους χαρακτήρες του σε κέντρο των πάντων. Ο Μίλαν Κούντερα, μιλώντας για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει την ιστορία, υποστηρίζει πως «από τις ιστορικές περιστάσεις δεν συγκρατώ παρά εκείνες που δημιουργούν για τα πρόσωπά μου μιαν αποκαλυπτική υπαρξιακή κατάσταση».[1] Άλλωστε, είναι γνωστό το συνεχές μεταξύ λογοτεχνίας και ιστορίας, μνήμης και Ιστορίας ως επιστήμης. Υπό το πρίσμα αυτό, έχει ενδιαφέρον πώς ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα γραμμένο το 2021 από ένα συγγραφέα της γενιάς του ’90, ανακατασκευάζει το τραυματικό παρελθόν.

Η λογοτεχνία ως τέχνη του λόγου αλλά και ως κοινωνική πρακτική σχετίζεται και συνομιλεί αναπόδραστα με τον λόγο της επιστήμης της Ιστορίας. Στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης και μάλιστα σε ένα σύντομο διάστημα είδαν το φως εμβληματικά βιβλία με θέμα τον ελληνικό εμφύλιο, γραμμένα από απόσταση χρόνου, όταν οι συνθήκες έδειχναν πλέον ώριμες να μιλήσουμε για την τραυματική μνήμη. Βιβλία όπως «Το Κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου (1974), τα «Ακροκεραύνια» του Χριστόφορου Μηλιώνη (1976), το «Πένθιμο Εμβατήριο» του Σωτήρη Πατατζή (1978) άνοιξαν τον μεταπολιτευτικό διάλογο του ελληνικού μυθιστορήματος με τον Εμφύλιο. Γιατί όμως εν έτει 2021 να επιστρέψουμε στο 1948; Τι στ’ αλήθεια ήταν αυτό το τόσο σπουδαίο που συνέβη στην Ταξιαρχία των αόπλων, που ένας συγγραφέας επιθυμεί να το μνημειώσει λογοτεχνικά; Η απάντηση για μένα -ή μάλλον σε μένα- είναι προφανής: γιατί το σπονδυλωτό αυτό μυθιστόρημα μιλάει για τον άνθρωπο εν πολέμω που ταυτίζεται με το πεπρωμένο του, αγγίζοντας την ουσία της ανθρώπινης συνθήκης, όταν τα πάσης φύσεως ιδεολογικά υποστυλώματα καταρρέουν σαν χάρτινος πύργος. Από απόσταση επτά δεκαετιών, ο συγγραφέας θέλει να εκθέσει τις παράλληλες ιστορίες ανθρώπων που εκόντες άκοντες αποφάσισαν να ακολουθήσουν την τυφλή πορεία αυτοκτονίας, σαράντα περίπου ημερών, 1300 νεοσύλλεκτων μελών του ΔΣΕ, προερχόμενων κυρίως από επιστράτευση που είχε πραγματοποιηθεί τον Δεκέμβρη του 1947 και τον Γενάρη του 1948. Ο χώρος δράσης είναι κυρίως ο ορεινός όγκος της Όθρυος, του Κίσσαβου, του Ολύμπου, των Πιερίων και του Γράμμου.[2] Αυτό είναι το πυρηνικό γεγονός στο οποίο, συνεκδοχικά, αντικατοπτρίζονται τα χαρακτηριστικά μιας ολόκληρης εποχής. Σαράντα ημέρες μιας πορείας που γίνονται μεταφορά εν σμικρώ του καθ’ όλου. «Ο ιστορικός και πολιτικός λόγος για τον εμφύλιο ασχολείται με τις υπερατομικές όψεις, τα γεγονότα και τις αιτίες, ερευνά, κρίνει και συμπεραίνει. Λέει αλήθειες, δεν λέει την αλήθεια. Αυτή η συστηματικά απωθημένη αλήθεια είναι ανθρωπολογική, πέρα από την ιστορία, την κοινωνιολογία και την πολιτική. Πρόκειται για την υπεροχή του θανάτου πάνω στα άλλα «πανανθρώπινα», για τον θρίαμβο της ετερότητας, της ανθρώπινης αναδελφοσύνης και της κτηνωδίας. Γιατί η πρώτη, η στοιχειώδης ετερότητα δεν είναι ανάμεσα σε αλλοεθνείς ούτε ανάμεσα σε κοινωνικές τάξεις και ομάδες συμφερόντων. Είναι ανάμεσα σε άνθρωπο και άνθρωπο. Ο εμφύλιος ο δικός μας κοιταγμένος από κοντά, χωρίς λάβαρα και ψυχές βαθιές (!) επιβεβαιώνει αυτή τη φοβερή αλήθεια, που μόνο η λογοτεχνία μπορεί να δει».[3]

Ο Αμερικανός συγγραφέας Laird Hunt, μιλώντας με αφορμή την έκδοση στα ελληνικά του μυθιστορήματός του Neverhome (εκδ. Πόλις, 2021, μτφρ. Χρ. Οικονόμου), καταθέτει την άποψη ότι δεν ήθελε να μιλήσει «για» τις γυναίκες των αμερικανικού εμφυλίου, αλλά «εκ μέρους» των γυναικών που μεταμφιεσμένες σε άντρες πολέμησαν σ’ αυτόν. Το ίδιο, νομίζω, ισχύει και στην περίπτωση του Χατζημωυσιάδη. Μια κατάθεση ψυχής εκ μέρους κάθε Σωτήρη, Κυριάκου, Χαραλάμπη, Αποστόλη, Σωτηρίας, Αβράμη, Γεωργιάδη, που κανένα ιστορικό αρχείο δεν έχει καταγράψει ή δεν ενδιαφέρεται να διαφυλάξει. Σαν τα τραγούδια που δεν έχουν τραγουδηθεί ακόμα, και ένας επιζών ύστερα από χρόνια τα παίζει στη φυσαρμόνικά του μέσα στο αγιάζι των απάτητων βουνών, όχι σαν πολεμικό εμβατήριο αλλά σαν πένθιμο μοιρολόι μιας δράκας ανθρώπων που προσώρας πίστεψαν σε μια πίστη που λησμόνησε τον ίδιο της τον εαυτό, που έχασε την επαφή της με τον άνθρωπο και κατάντησε στείρα και στυγνή εξουσία, θύμα ωστόσο και η ίδια των τότε διεθνών συγκυριών που συνέργησαν ώστε οι πραγματικοί πρωταγωνιστές της Αντίστασης να στιγματιστούν, να λοιδορηθούν, να ριχτούν στο καλάθι της ιστορίας από τους ίδιους τους θλιβερούς της κομπάρσους.

Ο συγγραφέας είναι ένας δόκιμος εκπρόσωπος του λογοτεχνικού μας λόγου. Κάνει τομή σε γεγονότα που ο ίδιος δεν έζησε -ωστόσο το τραύμα τους έχει χαράξει βαθιά τη μνήμη του- και τα αφομοίωσε αισθητικά και μορφικά ως μέρος της αντίληψής του για την ιστορία και την πραγματικότητα, και που η τραυματική του μεταμνήμη («διαμεσολαβημένη δεύτερη μνήμη») τα ανακαλεί διαμεσολαβητικά, καθιστώντας ειδοποιό το γνώρισμα ενός ξενοκίνητου πολέμου που χώρισε για δεκαετίες τον λαό μας σε δυο αντιμαχόμενα μέρη.[4] Δεν είναι τόσο το συναίσθημα που καθοδηγεί τη γραφή του, όσο η κοινή λογική που εκφράζει το αίτημα, έως πότε ο άνθρωπος θα είναι το άθυρμα ενός πειράματος που διεξάγεται ερήμην του.

Το χιόνι των Αγράφων βρίσκεται εγγύτερα, από άποψη τεχνικής, στα Ακροκεραύνια του Μηλιώνη παρά στην αλληγορική γραφή των Άρη Αλεξάνδρου, Αντρέα Φραγκιά (Λοιμός) ή Αριστοτέλη Νικολαΐδη (Συνυπάρχοντες), με έκδηλο το ρεαλιστικό στοιχείο, το οποίο, ωστόσο δεν έχει τον χαρακτήρα του χρονικού (ή της «λογοτεχνίας-ντοκουμέντο») όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Ορθοκωστάς του Θανάση Βαλτινού ή του Φυγόδικου του Γιάννη Μανούσακα. Γι’ αυτό και Το χιόνι των Αγράφων δεν πρέπει να διαβαστεί ως ιστορικό έργο, παρά το γεγονός ότι ο συγγραφέας έχει διεξαγάγει έρευνα και έχει βασιστεί σε πρωτογενές ιστορικό υλικό, εξ ου και δεν είναι υποχρεωμένος να σεβαστεί την πειθαρχία της ιστορικής επιστήμης. Μην ξεχνάμε ότι η λογοτεχνία που σέβεται τον εαυτό της υπακούει στους δικούς της και μόνο κανόνες ποιητικής, οι οποίοι και καταξιώνουν ή όχι αισθητικά το έργο. Όπως πολύ σωστά έχει επισημάνει η Βενετία Αποστολίδου «συνήθως, τα πιο “αληθινά” ιστορικά στοιχεία σε μια λογοτεχνική αφήγηση είναι οι λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής, οι ανώδυνες πληροφορίες, όλα εκείνα που είναι απαραίτητα για να ανασυσταθεί η ατμόσφαιρα και τα συναισθήματα μιας εποχής και σε τούτο είναι βεβαίως απαράμιλλη η δύναμη της λογοτεχνίας».[5]   

Η Ιωάννα Σωτήρχου χαρακτήρισε πρόσφατα το έργο ζωής του Άρη Αλεξάνδρου Το Κιβώτιο, που εξακολουθεί να παίζεται στο Studio Μαυρομιχάλη «μια σπαρακτική συντριβή του μαχόμενου ιδεαλισμού από την απόλυτη εξουσία του ιερατείου που νομοτελειακά καταντά παράλογη».[6] Δεν βρίσκω καταλληλότερο τρόπο πύκνωσης για το τι αντιπροσωπεύει Το χιόνι των Αγράφων. Σε τελική ανάλυση, για τον Χατζημωυσιάδη, η μνήμη είναι η ιδιωτική του λογοτεχνία.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

«Πήγαν και τον στήσανε στα ριζά της απέναντι πλαγιάς κοντά στο νεκροταφείο της Βράχας. Ήταν ένα σκάμμα εκεί. Αντιφέγγιζαν απ’ τους δαυλούς οι σκιές των επίστρατων. Χιόνι έπεφτε από πάνω, σήκωσε τα μάτια ψηλά. Πυκνές πυκνές νιφάδες, σαν το τρίχωμα της Αμαλίτσας, κείνη τη φορά που πρόλαβε να την κουρέψει. δίπλα του φέραν τον άλλον και τον βάλαν δυο μέτρα μακριά του. Τον άκουγε να κλαίει με πνιχτούς λυγμούς. Έκανε ένα πλάγιο βήμα, του άπλωσε το χέρι, του ’δωσε κι ο άλλος το δικό του. Απέναντι σηκώνονταν τα όπλα. Άνοιξε τα μάτια και κοίταξε μπροστά του. Τα πάντα ακινητούσαν. Και τα σηκωμένα όπλα. Και τα παγωμένα πρόσωπα. Και το βλέμμα της βοηθού του Γούσια. Και οι νιφάδες που ’πεφταν. Και ο Άρης που ’τρεχε γαβγίζοντας προς το μέρος του. Όλα σταματημένα. Μοναχά το μυαλό του έψαχνε απάντηση στο ερώτημα: Ποιος, πατέρα, θα το βρει τώρα το δικό σου δίκιο;

Τρεις πυροβολισμούς πρόλαβε να ακούσει. Τρεις φορές πρόλαβε να επαναλάβει την ερώτηση.

Ποιος; Ποιος; Ποιος;»

 

Δημήτρης Χριστόπουλος

 

[1] Κούντερα, Μ. (1989). Η τέχνη του μυθιστορήματος, μτφρ. Φίλιππος Δρακονταειδής. Αθήνα: Εστία.

[2] Το μυθιστόρημα συνομιλεί με σημαντικές ιστορικές πηγές:

- Σάνδρης, Βασίλης Γ. Πορεία θανάτου. Μια δραματική ιστορία στη δίνη του ελληνικού εμφυλίου μέσα από τις εμπειρίες αυτοπτών μαρτύρων - Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο, 2018.

- Γιαννακόπουλος Σταμάτης, Σταύρος [Ανταίος Πέτρος]. Η ελπίδα πάγωσε στις κορφές: κάθοδος στην κόλαση του Εμφυλίου

- Γιαννακόπουλος, Σταύρος [Ανταίος Πέτρος]. Ηρωική πορεία, Ανατύπωση. Αθήνα: Μνήμη, 1978.

[3] Δ. Ραυτόπουλος, Εμφύλιος και Λογοτεχνία. Αθήνα: Πατάκης, σ.10.

[4] Ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου την ονομάζει μνήμη επιγόνων, που αποτυπώνει από απόσταση αλλά όχι χωρίς οδύνη το βιοπολιτικό σοκ το οποίο υπέστη η ιστορική γενιά των γονιών τους· στην περίπτωσή μας η γενιά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και της εμφύλιας σύρραξης. (βλ. Β. Χατζηβασιλείου, «Εκ των προτέρων σημαδεμένη μνήμη», oanagnostis.gr.)

[5] Βενετία Αποστολίδου, «Λογοτεχνία και Ιστορία. Μια σχέση ιδιαίτερα σημαντική για τη λογοτεχνική εκπαίδευση». Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.

[6] Εφ-Συν, 17.12.21.


Συντάκτες

Ενημερωτικό δελτίο