ShareThis
Η Javascript πρέπει να είναι ενεργοποιημένη για να συνεχίσετε!

Νέα - Δραστηριότητες

Διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής: εξηγήσεις και παρεξηγήσεις
08-08-2025 13:52:45
Παρεμβάσεις
pic

[8/8/2025]

Διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής: εξηγήσεις και παρεξηγήσεις

Την περίοδο που διανύουμε έχει ξεσπάσει θύελλα αντιδράσεων στον χώρο των φιλολόγων εξαιτίας της φημολογούμενης εισήγησης του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής προς το Υπουργείο Παιδείας για την εισαγωγή του μαθήματος των Οικονομικών στο ωρολόγιο πρόγραμμα της Α’ Λυκείου από τη νέα σχολική χρονιά, γεγονός που οδηγεί στη μείωση διδασκαλίας του μαθήματος των Αρχαίων Ελληνικών κατά μία διδακτική ώρα. Έτσι, έχει κυκλοφορήσει ένα πλήθος ανακοινώσεων από διάφορους συλλόγους ή επιστημονικές ενώσεις. Μεταξύ αυτών έτυχε να παρατηρήσω την ανακοίνωση της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων (ΠΕΦ) που κυκλοφόρησε στα social media και ευρύτερα στο διαδίκτυο (π.χ. στο site alfavita). Σε ορισμένα σημεία, λοιπόν, αυτής της ανακοίνωσης η ΠΕΦ διατυπώνει ορισμένες τοποθετήσεις της σχετικά με τη σημασία και την αναγκαιότητα διδασκαλίας του μαθήματος ως γνωστικού αντικειμένου ευρύτερα και ειδικότερα για την σημασία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στη γλωσσική καλλιέργεια των μαθητών/μαθητριών. Ωστόσο οι τοποθετήσεις της επί θεμάτων γλωσσικής διδασκαλίας στο κείμενο αυτό είναι τουλάχιστον αυθαίρετες, πρόχειρες, αδικαιολόγητα γενικευτικές και σε μεγάλο βαθμό επιστημονικά μετέωρες, όπως θα παρουσιάσουμε στη συνέχεια. Προς αποφυγή, λοιπόν, παραπλανητικών παρεξηγήσεων και παρανοήσεων, από τις οποίες εδώ και δεκαετίες μαστίζεται και χειμάζεται η χάραξη εκπαιδευτικής (γλωσσικής) πολιτικής της χώρας μας, κρίνονται απαραίτητες οι παρακάτω εξηγήσεις.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση της ΠΕΦ, «τα Αρχαία Ελληνικά, μαζί με όλα τα γνωστικά αντικείμενα τα οποία εντάσσονται στον κύκλο των Ανθρωπιστικών Σπουδών, συμβάλλουν καθοριστικά στη γλωσσική διδασκαλία, στην κατανόηση και αφομοίωση της  μητρικής γλώσσας […]», ενώ παρακάτω επισημαίνεται ότι «είναι κοινή διαπίστωση ότι η κατάκτηση και αφομοίωση της γλώσσας αποτελούν την αναγκαία προϋπόθεση για τη διδασκαλία των άλλων γνωστικών αντικειμένων και επιστημών». Πρώτα απ’ όλα, τίθεται σοβαρό ζήτημα ως προς την απουσία της επιστημονικής ορολογίας που χρησιμοποιείται ή μάλλον ως προς την ρευστότητα με την οποία χρησιμοποιείται.

Εξ όσων είμαι σε θέση να γνωρίζω, δεν είναι terminus technicus η φράση «αφομοίωση της γλώσσας», που επαναλαμβάνεται στο κείμενο αυτό. Τουλάχιστον στα χωράφια που εγώ και πολλοί άλλοι καλλιεργούμε, σπέρνουμε και θερίζουμε, όταν αναφερόμαστε στη γλωσσική διδασκαλία, αξιοποιούμε καθολικά αποδεκτούς όρους διεθνώς, όπως γλωσσική επίγνωση, γλωσσική ικανότητα, επικοινωνιακή ικανότητα, γλωσσικός γραμματισμός. Άραγε τι εννοεί η ΠΕΦ όταν ισχυρίζεται εντελώς άκριτα, αόριστα και αβασάνιστα ότι η διδασκαλία μίας γεωγραφικής ποικιλίας της ελληνικής του 5ου/4ου αι. π.Χ., δηλαδή της αττικής διαλέκτου των κλασικών χρόνων, βοηθάει και μάλιστα καθοριστικά (;) στο να κατανοήσουμε και να αφομοιώσουμε τη μητρική μας γλώσσα, παρόλο που μεσολαβούν σχεδόν 25 αιώνες διαχρονίας της ελληνικής στο ενδιάμεσο στους οποίους έχουν λάβει χώρα ριζικές ανακατατάξεις και μεταβολές στο φωνολογικό, μορφολογικό, συντακτικό και λεξιλογικό της σύστημα; Και, επιπροσθέτως, έχει πράγματι τέτοιο καθοριστικό, σύμφωνα με την ΠΕΦ, αντίκτυπο η διδασκαλία μια επιμέρους μορφής από μια φάση της διαχρονίας μιας γλώσσας στην συγχρονία των ομιλητών αυτής της γλώσσας;  

Καταρχάς, υπάρχει ολόκληρος διακριτός επιστημονικός τομέας που αφορά, μελετά και ερευνά την κατάκτηση της μητρικής γλώσσας από τους ομιλητές (language acquisition ή first-language acquisition). Το ερώτημα «πώς κατακτάται η πρώτη γλώσσα» ακόμα και σήμερα απασχολεί την επιστημονική κοινότητα που προσπαθεί να δώσει απαντήσεις. Παράλληλα, όμως, έχουν προκύψει κοινές σταθερές και καθολικά αποδεκτές επιστημονικές παραδοχές. Μία από αυτές είναι ότι ο φυσικός ομιλητής οποιασδήποτε γλώσσας, μέχρι να ξεκινήσει τη φοίτησή του στηn πρωτοβάθμια εκπαίδευση, έχει μάθει να μιλάει άπταιστα τη μητρική του γλώσσα, χωρίς να έχει προηγηθεί εξάσκηση, εκπαίδευση και διδασκαλία. Από την άλλη μεριά, δεν αποτελεί επιστημονική παραδοχή ούτε έχει αποδειχθεί ότι η ενδελεχής διδασκαλία μιας φάσης της διαχρονίας μιας γλώσσας συμβάλλει στην ενίσχυση και ανάπτυξη είτε της γλωσσικής επίγνωσης είτε γλωσσικής ικανότητας είτε της επικοινωνιακής ικανότητας των ομιλητών, πόσο μάλλον να κατακτήσει και να αφομοιώσει το… ήδη κατακτημένο και αφομοιωμένο. Αν ήταν έστω και κάπως βάσιμη μια τέτοια υπόθεση και είχαμε αξιόπιστα ερευνητικά πορίσματα, τότε σε όλα τα εκπαιδευτικά συστήματα ανά τον κόσμο στη χάραξη των γλωσσικών πολιτικών τους θα περιλαμβανόταν η διδασκαλία μιας φάσης της διαχρονίας με σκοπό οι ομιλητές να «κατανοήσουν και να αφομοιώσουν τη μητρική τους γλώσσα». Ταυτόχρονα, με ποια επιστημονικά κριτήρια μπορούμε να επιλέξουμε ή να αποκλείσουμε τη μία ή την άλλη φάση της διαχρονίας μιας γλώσσας ως την κατάλληλη για να διαδραματίσει τον ρόλο που ισχυρίζεται η ΠΕΦ ότι διαδραματίζει η διδασκαλία της αττικής διαλέκτου δήθεν στην κατάκτηση και αφομοίωση της σύγχρονης ελληνικής; Για ποιο λόγο, δηλαδή, η αττική διάλεκτος συμβάλλει σε όλα αυτά που υποστηρίζει η ΠΕΦ και όχι η μεσαιωνική ελληνική, που από ιστορικογλωσσολογική άποψη βρίσκεται εγγύτερα στη νέα ελληνική;

Για να κατανοήσουμε ακριβέστερα πως ο αρχαιοπληκτικός βερμπαλισμός εξοστρακίζει την επιστημοσύνη στη χώρα μας, από τις τοποθετήσεις επιστημονικών ενώσεων μέχρι τα προγράμματα σπουδών, ας μου επιτραπεί η χρήση μιας αναλογίας, με σκοπό να καταστεί σαφές τι έχουμε αναλύσει μέχρι τώρα και σε μη ειδικούς αναγνώστες μας. Από τη στιγμή που γεννιόμαστε, όλοι μας είμαστε εκ φύσεως και εκ γενετής εφοδιασμένοι με ένα τεράστιο υπολογιστικό σύστημα, τον εγκέφαλο. Ο υπολογιστής αυτός διαθέτει μεταξύ πολλών άλλων ένα πολύ χρήσιμο πρόγραμμα ή λογισμικό, τη γλώσσα. Μέχρι να φτάσουμε χονδρικά έξι ετών, έχει ολοκληρωθεί η εγκατάσταση της έκδοσης του λογισμικού, που είναι η πρώτη μας γλώσσα (π.χ. ελληνική, ισπανική κ.λπ.) στη σημερινή της μορφή και τρέχει κανονικά το λογισμικό αυτό. Κατά τη διάρκεια της σχολικής μας φοίτησης διαρκώς κάνουμε ενημερώσεις (τα γνωστά σε όλους «updates») και επεκτάσεις στο λογισμικό αυτό, με σκοπό να αναβαθμίσουμε το ήδη εγκαταστημένο σύστημα. Τέτοιες ενημερώσεις είναι η εκμάθηση της ορθογραφίας, η μεταγλωσσική επίγνωση, η ενίσχυση της κριτικής γλωσσικής επίγνωσης, η διεύρυνση του γλωσσικού και λεξιλογικού μας ρεπερτορίου κ.ά. Στην Ελλάδα ισχυριζόμαστε εντελώς ανερυθρίαστα, αβασάνιστα και ισοπεδωτικά ότι, για να κατανοήσουμε και να αφομοιώσουμε την υπάρχουσα έκδοσή του, πρέπει να εισαγάγουμε παράλληλα μια… παλαιότερη έκδοση αυτού του λογισμικού, την αττική διάλεκτο των κλασικών χρόνων, παρόλο που μετά τόσους αιώνες διαθέτουν σημαντικές διαφορετικές εργοστασιακές ρυθμίσεις οι δύο αυτές εκδόσεις (ενδεικτικά  δήλωση όψης στον μέλλοντα, απουσία ευκτικής, περιορισμός από πέντε σε τέσσερις πτώσεις στο ονοματικό σύστημα, ριζική μορφοσυντακτική διαφοροποίηση των μετοχικών και απαρεμφατικών τύπων κ.ά.).

Επειδή ήδη έχουμε θέσει αρκετούς προβληματισμούς, θα αναλύσουμε σε επόμενο κείμενό μας και θα εξετάσουμε με παραδείγματα και επιστημονική ορολογία το εάν και κατά πόσο η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών συνδράμει ριζικά στην κατανόηση ή στην επαρκή χρήση της γλώσσας μας σήμερα. Ολοκληρώνοντας, αξίζει να αναφέρουμε την αντίστοιχη ανακοίνωση του Συνδέσμου Φιλολόγων Κορινθίας για το ζήτημα της φημολογούμενης κατάργησης μίας ώρας διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών Α’ Λυκείου. Πρόκειται για μια υποδειγματική για επιστημονική ένωση παρέμβαση, η οποία αξιοποιεί στον μέγιστο βαθμό τα πορίσματα της επιστήμης και θέτει τόσο στην κοινωνία όσο και στους ειδικούς τους απολύτως αναγκαίους και επιτακτικούς προβληματισμούς αναφορικά με την πορεία του εκπαιδευτικού μας συστήματος και τον ρόλο των ανθρωπιστικών σπουδών.

Σας παροτρύνω έντονα να τη διαβάσετε.

Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος, γλωσσολόγος

Ενημερωτικό δελτίο