[02/01/2022]
«Εγώ με ξένα τούβλα δε χτίζω»
του Δημήτρη Χριστόπουλου
Θυμάμαι τις συναρπαστικές συζητήσεις μας με τον Δάσκαλο. Θαρρώ, στη δική του περίπτωση μόνο το σχήμα κατεξοχήν τού ταιριάζει. Μιλούσαμε λοιπόν με τον Νικήτα Παρίση. Για την κριτική της λογοτεχνίας, για το ίδιο το σώμα της λογοτεχνίας, για τις θεωρίες και τη δημιουργική γραφή. Πάντα γοητευτικός συζητητής, ακριβόλογος και στακάτος. Τη φλυαρία, τον φιλολογισμό και τη λεξιθηρία τις αντιπαθούσε. Λίγες ώρες πριν από την εκδημία του επικοινωνήσαμε με μέιλ. Του ζητούσα τη γνώμη του για ένα διήγημα που είχα γράψει. Η απάντησή του άμεση, όπως πάντα, και ειλικρινής: «Δημήτρη, τη λογοτεχνία την έχουμε στεγνώσει, έχασε το μέσα της χυμό και είναι μια λογοτεχνία χωρίς λογοτεχνικότητα».
Ο Νικήτας Παρίσης, γεννημένος την 1η Αυγούστου του 1935, ανήκει στη λεγόμενη Δεύτερη Μεταπολεμική Γενιά συγγραφέων - την ιδιωτικότερη και εξομολογητικότερη σε σχέση με την Πρώτη - αν και πρωτοδημοσιεύει πολύ μεταγενέστερα. Σημασία, βέβαια, δεν έχει πότε αποφασίζει κάποιος να δημοσιεύσει, αλλά οι συνθήκες μέσα στις οποίες διαμορφώνει την προσωπικότητά του και οι οποίες καθορίζουν τόσο την αισθητική του όσο και τις θεματικές επιλογές του. Η Δώρα Μέντη σημειώνει μεταξύ άλλων πως «ο ταραγμένος μεταπολεμικός κόσμος, η κοινωνική αλλοτρίωση, η αστικοποίηση, η νοσταλγία του γενέθλιου χώρου, η ανθρώπινη μοναξιά αποτελούν τα πιο αγαπητά θέματα νεότερων πετυχημένων διηγηματογράφων», κάτι που φυσικά ισχύει και στην περίπτωση του Ν. Παρίση.
Η κριτική δεν στάθηκε διόλου γενναιόδωρη μαζί του ούτε όσο ζούσε ούτε όταν απεβίωσε. Αυτό πρέπει να το ομολογήσουμε. Το δικό του «όρθιο ανάστημα» δεν επέτρεψε τη σύναψη σχέσεων στο πλαίσιο ενός δικτύου αλληλοϋποστήριξης, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος υπήρξε λίαν γενναιόδωρος και δοτικός. Επέλεξε να υπηρετήσει την Τέχνη και τη ζωή και όχι τα ευτελή αναγνωστικά γούστα του κόσμου με το “μπλέντερ” της γραφής, στο οποίο καταφεύγουν ακόμα και καταξιωμένοι συγγραφείς, γοητευμένοι από τα νούμερα των υψηλών πωλήσεων.
Αυτός στάθηκε και ο βασικός λόγος για τη συγγραφή αυτού του κειμένου. Να δοθεί ένα κίνητρο αλλά και έναυσμα να μελετηθεί το ευάριθμο αλλά πλούσιο έργο του, όπως του αξίζει. Άλλωστε η αξιολόγηση ενός συγγραφέα δεν πρέπει να γίνεται ούτε με ηλικιακά ούτε με ποσοτικά κριτήρια. «Αν θέλεις να ξεκλειδώσεις ένα κείμενο, έλεγε, να μην απομακρύνεσαι ποτέ από αυτό, και σε καμία περίπτωση να μην το χρησιμοποιείς για να επαληθεύσεις τις θεωρίες σου». Ακολουθώντας την προτροπή του, θα επιχειρήσουμε μια ανασκόπηση του πεζογραφικού του έργου στηριζόμενοι στο ίδιο το σώμα των λογοτεχνικών του κειμένων. Είναι αλήθεια πως η πολύτιμη συγγραφική κληρονομιά του είναι προϊόν των τελευταίων χρόνων της ζωής του, γεγονός που ενδεχομένως οφείλεται στη συνειδητοποίηση πως η ζωή λιγοστεύει αλλά και στο χρέος απέναντι στις επόμενες γενιές να καταθέσει τη δική του μαρτυρία για όσα ο ίδιος βίωσε ως άνθρωπος της λεγόμενης «βασανισμένης γενιάς».
Αγαπούσε την Ιστορία και αφοσιώθηκε στη Λογοτεχνία. Ιστορικός δεν έγινε («Το δικό μου μυαλό πάσχει από ιστορική συμφόρηση!» λέει ένας ήρωάς του), όπως άλλωστε και ο αγαπημένος του Καβάφης, αλλά υπηρέτησε την τέχνη του λόγου με κάθε τρόπο, από όλα τα μετερίζια: ως δάσκαλος, ως κριτικός, ως μελετητής, ως συγγραφέας. Ένας μυθιστορηματικός του ήρωας, ο ιστορικός Αντώνης Πετρίτσης σε συνέδριο για τα πενήντα χρόνια από το τέλος του Εμφυλίου, αφιερώνει την ομιλία του σε δύο πρόσωπα που γνώριζε, μικρό παιδί τότε, από τα χρόνια του Εμφυλίου, τον Αποστόλη και τον Πέτρο. «Η αλήθεια της ιστορικής επιστήμης δεν τους ξέρει. Τους ξέρει, όμως, η αλήθεια της ζωής μας», παραδέχεται ο ομιλητής. Κι αυτή την αλήθεια της ζωής μόνο η λογοτεχνία μπορεί να κεντήσει στο λευκό χαρτί.
Ας ξετυλίξουμε το νήμα από ένα εμβληματικό διήγημα με τίτλο «Εγώ με ξένα τούβλα δε χτίζω» το οποίο περιλαμβάνεται στη συλλογή Θα ’ναι νύχτα και Αύγουστος (Δόμος, 2010). Ένα διήγημα ποιητικής, σαφώς αυτοαναφορικό, όπως υπαινίσσεται και ο τίτλος: η λογοτεχνία θέλει δε θέλει είναι βαθιά βιωματική, αρκεί να ξέρει ο δημιουργός ποια βιώματα μπορούν να αποτελέσουν υλικό της μυθοπλασίας του αλλά και με ποιον τρόπο μπορεί να τα μεταπλάσει λογοτεχνικά. Ο Παρίσης όπως και οι ομήλικοι συνοδοιπόροι του δεν μπορούν να απαλλαγούν από το βάρος της ιστορίας, καθώς ενηλικιώθηκαν στη δύσκολη δεκαετία του ’40 και στα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια του ’50, σε χρόνια που οι ίδιοι δεν ήταν σε θέση να παίξουν ενεργό ρόλο στα πράγματα, αλλά βίωσαν έντονα τον αντίκτυπό τους, στριμωγμένοι κατά κάποιον τρόπο ανάμεσα σε δυο γενιές: την πρώτη μεταπολεμική, που είχε ενεργό ρόλο σε όλα όσα διαδραματίστηκαν, και στη γενιά του ’70, τη γενιά της αμφισβήτησης. Η δική του γενιά, η «βασανισμένη γενιά» που δεν πρόλαβε να ζήσει τις συμφορές που, ωστόσο, την άγγιξαν και τη μάτωσαν.
Αυτή τη φορά, έτσι σκέφτηκε, δε θα έγραφε ιστορική μελέτη. Αυτές οι γραφές είναι ψυχρές, έλεγε. Τα γεγονότα αποφλοιώνονται, στεγνώνουν, χάνουν για πάντα τη θερμοκρασία τους.
Θα δοκίμαζε, για πρώτη βέβαια φορά, την άλλη γραφή. Αυτή που ξέρει να δίνει τον πυρετό της κάθε στιγμής, τα άγρια δρολάπια που δέρνουν τους ανθρώπους και το περπάτημα, το άγριο ή το σιγανό και το ύπουλο των γεγονότων. Του άρεσε την άλλη γραφή να τη λέει μεγάλη αφήγηση. Η λέξη μυθιστόρημα δεν του άρεσε, δεν του πήγαινε, την απέφευγε. Του άρεσε να λέει: η μεγάλη αφήγηση. Και χόρταινε μ’ αυτές τις δυο λέξεις (σ. 66).
Τα θέματά του αντλούνται από τη σκληρή πραγματικότητα: το ύπουλο λιγόστεμα της ζωής, τη βεβαιότητα της αμετάκλητης φθοράς, τα ματαιωμένα όνειρα, τις παλιές μνήμες που ματώνουν, την ίδια την περιπέτεια της γραφής, τον έρωτα. Με τρόπο περίτεχνο γνωρίζει την τέχνη πώς να τέμνει το ατομικό με τη συλλογική περιπέτεια. Στις ολιγοσέλιδες ιστορίες του, είτε πρωτοπρόσωπες είτε τριτοπρόσωπες, χρησιμοποιεί έναν αφηγητή-αντανακλαστικό του συγγραφέα που απηχεί το δικό του συναισθηματικό και ιδεολογικό σύμπαν. Οι ήρωές του, ωστόσο, κάθε άλλο παρά χάρτινοι είναι. Οι ρόλοι είναι διακριτοί: ο συγγραφέας επινοεί την ιστορία και τα μυθιστορηματικά πρόσωπα υλοποιούν την ιστορία. Έτσι, εγκαθιδρύεται η δημοκρατία των ρόλων που εξασφαλίζει τη αναγνωστική μέθεξη.
Η Ιστορία προσεγγίζεται καλειδοσκοπικά και τα γεγονότα τοποθετούνται σε θαμπό φόντο. Στη συλλογή Θα ’ναι νύχτα και Αύγουστος, το 4ο από τα «Αφηγηματικά στιγμιότυπα» είναι χαρακτηριστικό του τρόπου με τον οποίο ο Παρίσης αξιοποιεί την τεχνική της μικροϊστορίας:
Τη νύχτα πήγα στο νοσοκομείο. Με ειδοποίησαν τηλεφωνικά. Ο πατέρας μου χειροτέρευε. Στο δρόμο με σταμάτησαν για έλεγχο. Φθινόπωρο του ’73. Λίγο πριν απ’ το Πολυτεχνείο.
Οι γιατροί απελπισμένοι. Πέφτει σε λήθαργο, βυθίζεται. Κάπου κάπου επιστρέφει. Έτσι μου είπαν. Μαύρισε η ψυχή. Πουθενά έστω και λίγο φως.
Μπήκα στο θάλαμο. Κάθισα δίπλα του. Τον κοιτούσα. Στο ταλαιπωρημένο πρόσωπο γραμμένα ακόμη τα ίχνη του δυνατού ανθρώπου.
Άνοιξε τα μάτια. Ξαφνιάστηκα που με κοίταζε επίμονα. Κάποια κίνηση, μια σύσπαση είδα. Να πονούσε άραγε; Για μια στιγμή ηρέμησε, γλύκανε το πρόσωπο. Αυτή η περίφημη αναλαμπή που λένε. Λίγο πριν το οριστικό τέλος.
Με ζητούσε. Πλησίασα όσο μπορούσα. Ναι, τον άκουσα. Άκουσα την αχνή φωνή: «Έπεσε η χούντα;» Αυτό ρωτούσε. Ταράχτηκα. Είπα την αλήθεια: «Όχι, πατέρα!»
Βυθίστηκε πάλι. Δεν ξέρω αν το άκουσε αυτό το όχι. Το σκέφτομαι κάθε μέρα και με τυραννάει. Κάπου κάπου παρηγοριέμαι. Μπορεί, λέω, και να μην το άκουσε (σ. 107).
Με 149 μόλις λέξεις κατορθώνει να αποτυπώσει τον φόβο αλλά και την ελπίδα των ανθρώπων στα «χρόνια του γύψου», μέσα από ένα στιγμιότυπο του αφηγητή με τον πατέρα του στο νοσοκομείο. Λόγος χαμηλόφωνος, μεστός, ολιγόλεξος, στακάτος, βασισμένος στο ρήμα, με ελάχιστα επίθετα και τα απολύτως απαραίτητα επιρρήματα, αποδραματοποιημένος, γι’ αυτό δραστικός και έντονα πολιτικός, χωρίς να πολιτικολογεί ή να συνθηματολογεί. Το συγκείμενο που χρωματίζει ιστορικά τη σύντομη αναδρομική αφήγηση δίνεται στην αρχή και στο τέλος, σχηματίζοντας έναν κύκλο. Ενδιάμεσα αναπτύσσεται ευθύγραμμα η πλοκή. Η οπτική πρώτα επαφή κι έπειτα η λεκτική, πατέρα και γιου. Η ιστορία κλείνει με την επαναφορά στο αφηγηματικό «τώρα» και το πικρόχολο επιλογικό σχόλιο του αφηγητή (ούτε ένα επίθετο ούτε ένα επίρρημα).
Πρωτοεμφανίζεται στον στίβο της λογοτεχνίας το 2008 με τη συλλογή Τα κόκκινα στραγάλια (Μεταίχμιο, 2008). Το βιβλίο περιέχει δεκατρία διηγήματα, γραμμένα τα περισσότερα τα τελευταία είκοσι χρόνια, «με ευδιάκριτη δομή, κοινό βιωματικό υπόστρωμα και εσωτερική συνοχή που τους προσδίδει προοπτική μυθιστορήματος. […] Η αφήγηση του Παρίση ελίσσεται γύρω από ένα εσωτερικό στημόνι που συνδέει τα διηγήματα μεταξύ τους, χωρίς να καταργεί την αυτοτέλειά τους. Στοιχεία σύνδεσης είναι είτε τα ονόματα των ηρώων που επανέρχονται από κείμενο σε κείμενο∙ είτε επαναλαμβανόμενες φράσεις (επαναλήψεις με μέτρο όμως, που κρατούν το νήμα της συνοχής)∙ ή εμμονές του αφηγητή, όπως για παράδειγμα η βροχή, το καλό κρασί, η παρέα, η μοναξιά, η μουσική, η συνάντηση, ο θάνατος, οι μοναχικοί ήρωες (όχι οι οικογενειάρχες). “Ασύμβατα πράγματα, ασύμβατες ζωές”. Ο συγγραφέας άλλοτε ταυτίζεται με τον αφηγητή και άλλοτε μιλά τριτοπρόσωπα και αποστασιοποιημένα για τους πρωταγωνιστές του. Πίσω από τον Νίκο ή τον Βασίλη κρύβεται το προσωπείο του Νικήτα. Μιλάει ο δάσκαλος και ο παππούς, αλλά και το παιδί που ήταν κάποτε αυτός ο παππούς, “όλοι οι μεγάλοι ήταν κάποτε παιδιά”», υποστηρίζει η Μαρία Στασινοπούλου στο κριτικό της σημείωμα.[1]
Θα γράψει ο ίδιος στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, συστήνοντάς το στον αναγνώστη: «Ορισμένα από αυτά είναι οι άσβηστες μνήμες από ένα όχι και τόσο μακρινό τότε. Είναι τα χρόνια της αμίλητης εφηβείας ή και τα κάπως πιο πρόσφατα· αυτά που βασάνισαν τον τόπο και τη γενιά μου. Τα νιώσαμε πάνω μας βαριά και ασήκωτα. Κάποια άλλα διηγήματα κυκλοφορούν στο τώρα της ζωής. Καταγράφουν πιο κλειστές στιγμές ή αυτό που θα τα λέγαμε συνομιλία με τον διπλανό. Φυσικά, υπάρχουν και γραφές που τις χρωματίζει η ευφροσύνη της ερωτικής αύρας».[2] «Το κλάμα» και «Τα φωτισμένα παράθυρα» είναι ιστορίες συγκρατημένου ερωτισμού και λυρικής χροιάς.
Στη δεύτερη συλλογή με τίτλο Θα ’ναι νύχτα και Αύγουστος (Δόμος, 2010), περιλαμβάνονται 14 διηγήματα: καθημερινά, απλά περιστατικά που παίρνουν βαθύτερο νόημα, όταν γνωρίζεις τους χαρακτήρες που τα έζησαν. «Δεκατέσσερις αφηγηματικές γραφές που προσπαθούν, η καθεμία με τη δική της λογική, να δώσουν, κυρίως, αυτά που καταπίνουν τον άνθρωπο, αλλά και όσα του ομορφαίνουν τη ζωή. Σε όλα σχεδόν τα κείμενα το ατομικό συμπλέκεται με το συλλογικό».[3]
Το Όλα τα τρώει η σκουριά κυκλοφόρησε το 2014 και έμελλε να είναι το κύκνειο άσμα του Νικήτα Παρίση. Ο ίδιος το χαρακτηρίζει «σύμμετρο μυθιστόρημα». Ένα από τα πλέον δημοφιλή ερωτήματα που συχνά θέτουν στους συγγραφείς είναι «γιατί γράφετε;» Ο Αιμίλιος, ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου (η persona του συγγραφέα) απαντά χωρίς περιστροφές: αν «η σιωπή είναι η αρχή της ήττας», γράφουμε για να σπάσουμε τη σιωπή, γιατί η σιωπή είναι λίβανος και σμύρνα προς τους κρατούντες. Αναρωτιέται ο Αιμίλιος: «Κι αυτές οι γραφές, οι μικροαφηγήσεις και όλα τα άλλα, αυτά που κάθε μέρα, τα περνάει στο χαρτί, τι να ’ναι άραγε… Τίποτα δεν είναι! Μικρά σημάδια της ζωής μου. Οι δρόμοι που περπάτησα. Τα πρόσωπα που δέθηκα μαζί τους. Η Εταιρεία, που λίγο λίγο μ’ έσκαβε, μου ’τρωγε τα σωθικά, χωρίς να το καταλαβαίνω. Είναι και τα άλλα, αυτά που πέφτουν πάνω σ’ όλους τους ανθρώπους. Πόλεμοι και κατατρεγμοί και όρθια γουρούνια που στήνουν τον άλλο στα τρία μέτρα και σε δευτερόλεπτα τον πάνε απ’ το φως στο μαύρο σκοτάδι. Εκεί τον βυθίζουν για πάντα».
Πρόκειται για ένα κείμενο στοχαστικό αλλά και απολογητικό· ρεαλιστικό αλλά και λυρικό· νηφάλιο αλλά και σπαρακτικό. Ισορροπεί θαυμάσια και μοναδικά, γεωμετρικά γεωδαιτημένο, θα έλεγα. Ο εξομολογητικός απόλογος ενός ανθρώπου (του Αιμίλιου) αδιάφθορου και ακριβοδίκαιου, που πλήρωσε το τίμημα της αλήθειας: «Περιβάλλεσθε από μετριότητες, έχετε αποθεώσει το ασήμαντο. (...) Την άλλη μέρα τον ειδοποίησαν να περάσει από το λογιστήριο. (...) Στα δυο του παιδιά είπε μόνο μια φράση: Η αλήθεια είναι ασήκωτο βάρος. Τίποτ' άλλο».
Ο ήρωας, ο Αιμίλιος (λατινικό όνομα, που σημαίνει "ανταγωνιστής" ο ήρωας διαρκώς αναμετράται με τις αρχές και τις αντοχές του), γεννημένος το 1938 σε ένα νησί (που δεν κατονομάζεται), ζει την εκτέλεση του πατέρα του τον Αύγουστο του ’44, σπουδάζει στα τέλη του ’50 Οικονομικά και τον Ιούλιο του ’65 προσλαμβάνεται σε αμερικανική Εταιρεία. Τακτοποιείται οικονομικά, παντρεύεται τη Νατάσα και όχι την πρώτη του αγαπημένη, την Ελένη (ο «Ουρανός» μου, όπως την αποκαλεί), κάνει δύο παιδιά (τη Μάγδα και τον Πέτρο). Στην πορεία αρχίζουν οι στερήσεις, οι απώλειες: χάνει από καρκίνο τη γυναίκα του, χάνει ύστερα από τριάντα χρόνια τη δουλειά του και τις σταθερές του. Κλυδωνίζεται. Καταφυγή του, η δημιουργία, το πάθος της γραφής που λειτουργεί λυτρωτικά μέχρι το «γλυκό τέλος».
Το σύμμετρο αυτό μυθιστόρημα αποτελείται από εισαγωγή (τρεις αφηγήσεις), έναν επίλογο (μία αφήγηση), δέκα μικροαφηγήματα, εννέα κύριες ιστορίες και τρεις εμβόλιμες, όλα αυτά αναπτυγμένα μόλις σε 107 σελίδες. Ο Παρίσης δημιουργεί ένα σύμπαν στέρεο, απολύτως ρεαλιστικό αλλά και βιωματικό. Διαλέγει κάθε φορά από την πλούσια συγγραφική του σκευή τις τεχνικές εκείνες που μπορούν να υπηρετήσουν καλύτερα τις προθέσεις του. Το βιβλίο ακολουθεί καταρχήν την τεχνική του πολυδιασπασμένου θέματος και των εμβόλιμων μικροαφηγήσεων, όπου το ατομικό τέμνεται με το συλλογικό.
Χρονικά η ιστορία ξεκινά από τον θάνατο του Αιμίλιου (του ήρωα-συγγραφέα, συνταξιούχου οικονομικού συμβούλου σε αμερικανική Εταιρεία), για να κλείσει κυκλικά με το ίδιο γεγονός. Ενδιάμεσα παρεμβάλλονται ψηφίδες μνημονικών ανακλήσεων από το 1938 μέχρι την εποχή της πρόσφατης οικονομικής κρίσης. Η Κατοχή, η Αντίσταση, ο Εμφύλιος, τα «αμίλητα χρόνια» του ’50 με τα γεγονότα της εκτέλεσης του Μπελογιάννη και της Κύπρου, τα Ιουλιανά το '65, η Δικτατορία του ’67, ο Φλεβάρης του ’73 στη Νομική, το Πολυτεχνείο, η Μεταπολίτευση, το Χρηματιστήριο –μείζονα ιστορικά γεγονότα που κλυδωνίζουν τον ήρωα αλλά και το περιβάλλον του, τον επιστήθιο φίλο του Μάριο, την Ελένη, τον Δημήτρη και άλλα πρόσωπα.
Παράλληλα, ο Παρίσης αξιοποιεί αρκετά τη θεατρικότητα αλλά και τη διακειμενικότητα συνομιλώντας με τον Σεφέρη, τον Τσέχωφ, τον Αισχύλο και άλλους, προκειμένου να ψυχογραφήσει δυναμικά τους ήρωές του.
Ο Παρίσης, ύστερα από δύο συλλογές διηγημάτων, άνθρωπος με ευρεία παιδεία, ανέσωστο πάθος για τη γλώσσα και εκλεπτυσμένες αισθήσεις, που η γλώσσα και η ματιά του έχουν εμπλουτιστεί και ακονιστεί σε πλούσια λογοτεχνικά και όχι μόνο κοιτάσματα, χτίζει σε πραγματολογική βάση ένα σύντομο πολυεπίπεδο κείμενο (μεγάλου, όμως, αφηγηματικού πλάτους) ακριβώς όπως εκείνο το ιστορικό κτήριο στο Ναύπλιο: με μαστοριά, απλότητα και ομορφιά που δε φωνάζει. Μην ξεχνάμε πως τα βιβλία -όπως χαρακτηριστικά πιστεύει ο ήρωας- «είναι ο καθρέφτης μας … εμείς φαινόμαστε μέσα τους» είτε ως συγγραφείς είτε ως αναγνώστες, δηλ. ως συν-δημιουργοί τους.
Το βασικό θέμα του βιβλίου είναι ο Χρόνος, «η σκουριά του χρόνου που κάθεται στις κλειδώσεις και ύστερα όλα τρίζουν, έτοιμα να ραγίσουν… ο αγώνας ενάντια στη σκουριά», και άξονες-νήματα που συνέχουν τις επιμέρους ιστορίες-θραύσματα ενός βίου ατομικού και συλλογικού:
- ο φόβος και οι δονήσεις που τα γεγονότα προκαλούν μέσα μας·
- οι ματαιώσεις·
- το πείσμα να σταθεί όρθιος ο άνθρωπος που πέφτει·
- η μνήμη που είναι ευλογία και κατάρα («φωνάζει το αίμα»)·
- το ψυχικό τσαλάκωμα που προκαλεί η απόλυση·
- το κόστος της αλήθειας·
- οι πικροί συμβιβασμοί που γίνονται ανεπαισθήτως·
- το βάρος των επιλογών της ζωής…
«Και στον Αιμίλιο άρεσε αυτό το ταξίδι στα παλιά. Αρρώστια, έλεγε, είναι. Να σε πονάνε εκείνα τα ασήκωτα χρόνια, κι εσύ εκεί, να τα ξύνεις, όπως τις παλιές πληγές και να νιώθεις μέσα σου γλυκό, σχεδόν ηδονικό, τον πόνο.»
Το «σύμμετρο μυθιστόρημα» του Νικήτα Παρίση είναι σίγουρα ένα βιβλίο που δεν θα το φάει η σκουριά του χρόνου, ένα απόσταγμα σοφίας και ανθρωπιάς. Ο χρόνος, ο πανδαμάτωρ, χαρίζει πρόσθετη αξία στα καλά βιβλία, στη λογοτεχνία εκείνη που αποτελεί παυσίλυπο και αγιασμένη σταγόνα για τις πληγές και τα μεράκια μας, για τα όνειρα που ναυάγησαν, για τις αδικαίωτες ελπίδες μας. Και αν αναρωτηθεί κάποιος καλοπροαίρετα, αφού υπάρχει η επίσημη Ιστοριογραφία, τι μας χρειάζεται η λογοτεχνία, ο Αιμίλιος έχει άλλη άποψη:
«Αυτός ο φόβος σημαδεύει τον άνθρωπο, του αλλάζει περπατησιά, τον σφραγίζει, τον κάνει σπαστικό με περίεργες συμπεριφορές. Αυτό μετριέται; Μπορείς να το υπολογίσεις; Έχει η ιστορία τα εργαλεία να μετρήσει το φόβο στις ψυχές των ανθρώπων; Μπορεί να μετρήσει τις ζαρωμένες νύχτες που ζούνε οι άνθρωποι;»
Αφήσαμε για το τέλος να μιλήσουμε για τη γλώσσα. Εάν κάτι είναι άξιο προσοχής στη γραφή του Παρίση, είναι η καλοδουλεμένη γλώσσα, τα άψογα ελληνικά του, αποτέλεσμα βαθιάς και πολύχρονης μελέτης αλλά και ενός μοναδικού γλωσσικού αισθητηρίου, από τη στιγμή που για τον ίδιο η λογοτεχνικότητα ενός κειμένου οφείλεται πρωτίστως στον χειρισμό της γλώσσας. Ο Παρίσης ουδέποτε ανήκε στη σχολή της «εντυπωσιάζουσας ασάφειας», της φλυαρίας και της ρητορείας. Αντιγράφω ένα απόσπασμα από το διήγημα «Το κούφιο όνειρο» (Θα ’ναι νύχτα και Αύγουστος). Ο Πάνος, νεαρός φοιτητής, μιλά με πάθος στους συμφοιτητές του για την Κατερίνα για τον τρόπο που μιλά στο αμφιθέατρο:
«- Πώς μιλάει; Ζωντανά! Τις λέξεις τις νιώθεις, τις πιάνεις, τις αγγίζεις με την αφή. Η αποθέωση της άμεσης, της χειροπιαστής, της ατόφιας γλώσσας. Νερό γάργαρο και καθαρό, αυθεντική λαλιά. Όχι σκοτεινά πράγματα, κουβάρι μπερδεμένο τα νοήματα και λέξεις φωτοβολίδες και βεγγαλικά. Σας το λέω: λόγος γειωμένος και στρωτός, όχι καπνός και σύννεφα!...» (σ. 33).
Αυτός είναι και ο λόγος της γραφής του Παρίση, ενός ανθρώπου που μελετούσε επί χρόνια τους νόμους της εκφραστικής και τους εφάρμοσε με απόλυτη επιτυχία, παραδίδοντας μαθήματα γλωσσικού και πολιτικού ήθους, δίχως να επιδιώκει τις συνταγές της εφήμερης επιτυχίας των ευπώλητων. «Γραφή ωριμασμένη, “ευανάγνωστη”, ικανή να προβάλει το ατομικό μέσα στο πλαίσιο των καταστάσεων που καθορίζουν την κοινωνική και συλλογική ζωή. Μια διαδρομή εγρήγορσης και αυτογνωσίας που δεν έχει τέλος, καθώς «η περιπέτεια της ζωής περνάει συνέχεια από το ένα στο άλλο: από το φως στο σκοτάδι, από το σκοτάδι στο φως» (όπως έγραφε ο ίδιος στο μελέτημά του για τον Γιώργο Σεφέρη)», γράφει η Νένα Κοκκινάκη.[4]
Ο Δημήτρης Χριστόπουλος είναι φιλόλογος και συγγραφέας.
[1] Μ. Στασινοπούλου, «Λυτρωτική μνήμη και αδιέξοδη καθημερινότητα», περ. Εντευκτήριο, τχ. 84, Ιανουάριος-Μάρτιος 2009, σσ. 168-171.
[2] Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου.
[3] Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου.
[4] Νένα Κοκκινάκη, «Αφηγηματική στιγμιότυπα», εφ. Ελευθεροτυπία, 6/10/2010.